Το νομοσχέδιο για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση διαλύει τις δομές ψυχικής υγείας και τις δομές αντιμετώπισης των εξαρτήσεων, επιβεβαιώνοντας όσους λένε ότι η κυβερνητική πολιτική στον χώρο της υγείας δεν είναι απλά νεοφιλελεύθερη, αλλά εχθρική προς το ΕΣΥ, τους δημόσιους λειτουργούς και την κοινωνική πλειοψηφία. Επιβεβαιώνεται ότι η πολιτική υγείας της ΝΔ, με Υπουργό Υγείας τον Άδωνι Γεωργιάδη, είναι κατά βάση επικίνδυνη! Το ΕΣΥ βιώνει τη μεγαλύτερη κρίση στελέχωσης από την ίδρυσή του (1983) μέχρι σήμερα.
Και μπροστά σε αυτή την οριακή κατάσταση, η Κυβέρνηση, αντί να θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο γενναίας και μόνιμης ενίσχυσης του ΕΣΥ, μπαλώνει τρύπες στα δημόσια νοσοκομεία με μετακινήσεις από άλλες υποστελεχωμένες μονάδες, πουλάει αυταρχισμό προς τους ελευθεροεπαγγελματίες γιατρούς για να δεχτούν να καλύψουν εφημερίες σε δημόσια νοσοκομεία, εξαγγέλλει από το βήμα της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων ότι ως κίνητρο παραμονής και προσέλκυσης στο ΕΣΥ θα δοθεί η δυνατότητα άσκησης ιδιωτικού έργου στο επικουρικό ιατρικό προσωπικό και στους ειδικευόμενους γιατρούς, με αποτέλεσμα το ΕΣΥ να βρεθεί αντιμέτωπο με την εργασιακή εξουθένωση ενός τμήματος του ανθρώπινου δυναμικού του, που είναι ήδη εξαιρετικά πιεσμένο και σε αρκετές κλινικές και ειδικότητες δυσεύρετο, την ώρα που στους μεγάλους ομίλους στον χώρο της υγείας θα δοθεί η δυνατότητα να προσλάβουν φθηνότερο ιατρικό δυναμικό άνευ ειδικότητας, άρα ελλιπούς εκπαίδευσης.
Το νομοσχέδιο φέρνει εκβιαστική ομογενοποίηση των προγραμμάτων απεξάρτησης, με απώλεια επιλογών για τους χρήστες, με σημαντικές απώλειες σε εξειδικευμένο και ευαισθητοποιημένο προσωπικό, με απώλεια του απαραίτητου κοινωνικού πλαισίου στήριξης των ληπτών και των οικογενειών τους και με τη δημιουργία ενός υδροκέφαλου, φαραωνικού, αθηνοκεντρικού οργανισμού σε μεγάλη απόσταση από το ανθρώπινο δυναμικό και τις ανάγκες του, με περιφερειακό μοντέλο διοίκησης που αποδεδειγμένα έχει αποτύχει.
Η νομοθετική αυτή αντιμεταρρύθμιση έχει ήδη δημιουργήσει ένα ευρύτατο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο που λέει «πάρτε το πίσω», γιατί επιφέρει αποκλεισμό της φωνής των ασθενών και των εξαρτημένων, νομαδοποίηση των εργαζομένων και σωφρονισμό των διαταρακτικών εφήβων και απειλεί τη συνέχεια της φροντίδας των πολλών. Παρόλα αυτά, η ΝΔ προχωράει κυνικά και αλαζονικά, με μία αξιοζήλευτη νεοφιλελεύθερη εμμονή, στην αλλαγή παραδείγματος στη φιλοσοφία και στη λειτουργία του ΕΣΥ. Από εγγυητής του κοινωνικού δικαιώματος στην υγεία, μεταλλάσσεται σε χώρο παροχής διαφοροποιημένων υπηρεσιών, ανάλογα με το «πορτοφόλι» του ασθενή, αυξάνοντας με ακραίο τρόπο τις υγειονομικές ανισότητες και τις ακάλυπτες ανάγκες υγείας του πληθυσμού. Έτσι, ακυρώνεται στην πράξη η στρατηγική της καθολικής κάλυψης, αφού από το «υγεία για όλους» πάμε στο «υγεία μόνο για όσους έχουν λεφτά»!
Δεν πρόκειται απλώς για μια νεοφιλελεύθερη εμμονή που μας πάει 40 χρόνια πίσω στην προ-ΕΣΥ περίοδο, στην εποχή της υγειονομικής φτώχειας και της αναξιοπρέπειας. Είναι και μια ρεβάνς της νεο-Δεξιάς του κ. Μητσοτάκη απέναντι στο κατεξοχήν στοιχείο προοδευτικού ριζοσπαστισμού της Μεταπολίτευσης και ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς, που είναι η υπεράσπιση του δημόσιου συστήματος υγείας ως μηχανισμού κοινωνικής αναδιανομής και κατοχύρωσης της ισότητας των ανθρώπων απέναντι στην αρρώστια.
Η υποβάθμιση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και της παρεχόμενης φροντίδας διαμορφώνει μοιραία προϋποθέσεις γενικευμένης υγειονομικής φτώχειας στη χώρα. Ιδίως την τελευταία διετία, διογκώνεται η όξυνση των ανισοτήτων και η αίσθηση των ανθρώπων ότι είναι μόνοι και απροστάτευτοι απέναντι στην ασθένεια και στη φτώχεια. Σήμερα, 4 στους 10 πολίτες αναβάλουν την κάλυψη αναγκών υγείας, γιατί δεν φτάνει το διαθέσιμο εισόδημά τους και πάνω από το 60% των νοικοκυριών «βγάζει τον μήνα» μέχρι τη 19η μέρα. Σε αυτή την περίοδο έντονης ακρίβειας, της συρρίκνωσης των εισοδημάτων και της αυξημένης ανασφάλειας, οι πολίτες προστρέχουν στο δημόσιο σύστημα υγείας, για να καλύψουν τις ανάγκες σε φροντίδα υγείας.
Μέχρι σήμερα η διακυβέρνηση ΝΔ, που στρατηγικά εχθρεύεται τα δημόσια αγαθά, υλοποιούσε τακτική παθητικής ιδιωτικοποίησης του ΕΣΥ, με απαξίωση, μειωμένα αντανακλαστικά και αποστελέχωση των δημόσιων δομών. Σύμφωνα με το Μητρώο του Υπουργείου Εσωτερικών, από τον Ιούλιο του 2019 το μόνιμο προσωπικό στον τομέα της υγείας είναι κατά 9.000 άτομα λιγότερο. Ιδίως στην περιφέρεια, η κρίση στελέχωσης του συστήματος υγείας είναι ακόμη πιο έντονη, «αναγκάζοντας» την Κυβέρνηση σε αναζήτηση μπαλωμάτων, για να καλύψει τις ανάγκες των νησιωτικών και απομακρυσμένων δομών αλλά και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Για παράδειγμα, συνεχίζονται τα «εντέλλεσθε» στα νοσοκομεία της Ηπείρου, με έγγραφο του διοικητή της 6ης ΥΠΕ προς τις διοικήσεις ΠΓΝΙ και «Χατζηκώστα», για την κάλυψη των εφημεριακών αναγκών της Παθολογικής του ΓΝ Πρέβεζας και οι μετακινήσεις από τη ΜΕΘ του ΠΓΝΙ και του ΓΝ Χατζηκώστα στο ΓΝ Αγρινίου, για να κρατηθεί ανοικτή η ΜΕΘ, οι μετακινήσεις Ακτινολόγων από το ΠΓΝΙ και το ΓΝ Χατζηκώστα στο ΓΝ Άρτας για 10-15 εφημερίες το μήνα, οι μετακινήσεις από τη ΜΕΘ ΠΓΝΠ στο ΓΝ Άρτας, για να μην κλείσει η ΜΕΘ κλπ.
Στην προσπάθεια αναζήτησης μπαλωμάτων στις διάφορες «τρύπες στελέχωσης» του ΕΣΥ και επειδή ακριβώς δεν υπάρχει συνολικό σχέδιο ενίσχυσης η Κυβέρνηση προβλέπει και την υποχρεωτική εφημέρευση των ιδιωτών γιατρών στα δημόσια νοσοκομεία, ενώ σε περίπτωση άρνησης, προβλέπει καταγγελία της σύμβασης για τους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ, καθώς και τον αποκλεισμό από το σύστημα συνταγογράφησης των ελευθεροεπαγγελματιών που δεν συνεργάζονται. Προβλέπει την αφαίρεση δηλαδή ενός πολύτιμου κλινικού εργαλείου, που στη προέκταση της κλινικής εξέτασης, βοηθάει στην ίαση των συμπολιτών μας, αφαιρώντας στην ουσία δικαιώματα από τους ίδιους τους πολίτες, των οποίων οι δυνατότητες πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας θα περιοριστούν ακόμη περισσότερο. Ιδιαίτερα στην περιφέρεια και στη νησιωτική χώρα, όπου οι επιλογές ιατρικής φροντίδας είναι περιορισμένες, οι πολίτες, ασφαλισμένοι και ανασφάλιστοι, όχι μόνο δεν θα βρίσκουν γιατρό στα υποστελεχώμενα δημόσια νοσοκομεία και κέντρα υγείας, όχι μόνο δεν θα βρίσκουν συμβεβλημένο γιατρό με τον ΕΟΠΥΥ, αλλά θα πληρώνουν από την τσέπη τους ολόκληρο το κόστος των αναγκαίων φαρμάκων και εξετάσεων, καθώς δεν θα υπάρχει δυνατότητα συνταγογράφησης.
Προβληματική και άστοχη είναι η συγκεκριμένη ρύθμιση και ως προς το ιατρικό δυναμικό και την επάρκεια και ποιότητα των υπηρεσιών του ΕΣΥ προς τους πολίτες, καθώς οι ελευθεροεπαγγελματίες γιατροί που επιστρατεύονται για να καλύψουν εφημερίες είναι πολύ πιθανό να έχουν από περιορισμένη έως μηδαμινή εμπειρία λειτουργίας δημόσιου νοσοκομείου, με μειωμένη, συνεπώς, δυνατότητα ανταπόκρισης στις αυξημένες ανάγκες της εφημερίας μίας νοσοκομειακής μονάδας.
Επιπλέον, με την αποζημίωση της εφημερίας για τους ελευθεροεπαγγελματίες να είναι σχεδόν τριπλάσια, σε σχέση με την εφημεριακή αποζημίωση των γιατρών που υπηρετούν στο ΕΣΥ, δημιουργείται κίνητρο εξόδου γιατρών από το δημόσιο σύστημα υγείας.
Αντί να ψάχνει για τέτοιου είδους «μπαλώματα», βέβαια, η ΝΔ θα μπορούσε να έχει ένα συνολικό σχέδιο ενίσχυσης του ΕΣΥ, που ιδίως για άγονες δομές ή ειδικότητες θα όφειλε να περιλαμβάνει μία γενναία και μόνιμη δέσμη κινήτρων και μέτρων. Ειδικότερα για τις νησιωτικές και απομακρυσμένες περιοχές απαιτείται:
Θεσμοθέτηση της ρήτρας αναπλήρωσης όσων αποχωρούν από το σύστημα:
1. Μονιμοποίηση των υπηρετούντων υγειονομικών στο ΕΣΥ
2. Διπλασιασμός των αποδοχών του ιατρικού προσωπικού
3. Άμεση προκήρυξη των κενών οργανικών θέσεων στο Σύστημα Υγείας, ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των μονοπρόσωπων τμημάτων στις περιφερειακές δομές
4. Στεγαστικά κίνητρα για όσους υπηρετούν σε άγονη ή απομακρυσμένη υγειονομική δομή
5. Διακριτή φορολογική αντιμετώπιση των εφημεριών
6. Εξομοίωση των γιατρών του ΕΣΥ με τους αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων αναφορικά με τις παροχές που λαμβάνουν για σίτιση, μετακινήσεις και προμήθεια προϊόντων
7. Επιστημονικά και διοικητικά κίνητρα αναφορικά με την ταχύτερη βαθμολογική εξέλιξη, την προκήρυξη κενών οργανικών θέσεων στην υψηλότερη δυνατή βαθμίδα, τη μέριμνα για επιστημονική κινητικότητα και εξέλιξη.
8. Αναζήτηση ευρείας διακομματικής συναίνεσης για την ανάγκη εφαρμογής ενός «υγειονομικού ισοδυνάμου», πρότασης που είχε κατατεθεί στον δημόσιο διάλογο και κατά την προεκλογική περίοδο 2023.
Το μείζον θέμα, φυσικά, είναι το ανθρώπινο δυναμικό. Χωρίς μια δραστική «ένεση» μόνιμου προσωπικού (όλων των κατηγοριών) και χωρίς σοβαρή αναβάθμιση των συνθηκών εργασίας, αμοιβής και εκπαίδευσης, ειδικά των νέων γιατρών, δεν υπάρχει σωτηρία. Αυτό συνεπάγεται αυτόματη προκήρυξη για γρήγορη κάλυψη των κενών θέσεων, λόγω συνταξιοδοτήσεων-αποχωρήσεων, διασφάλιση της μόνιμης εργασιακής σχέσης των συμβασιούχων, ένταξη στα ΒΑΕ και μαζικές προσλήψεις γιατρών και υγειονομικών σε όλα τα τμήματα αιχμής. Όλες αυτές οι παρεμβάσεις, συνδυαστικά και χωρίς «εκπτώσεις» και με την αναγκαία δημοσιονομική υποστήριξη (δημόσιες δαπάνες υγείας στο 7,5% του ΑΕΠ), μπορούν να διασφαλίσουν μια ριζική αλλαγή πορείας στα υγειονομικά πράγματα.
H ανάταξη και αναδιοργάνωση του δημόσιου συστήματος υγείας πρέπει να αποτελέσει κορυφαία και επείγουσα πολιτική προτεραιότητα. Χρειάζεται όχι απλώς ένα «μέτωπο σωτηρίας» του ΕΣΥ, αλλά ένας «ανένδοτος αγώνας» για τη δημόσια περίθαλψη, που θα αλλάξει τους όρους της συζήτησης, θα οργανώσει κοινωνικές αντιστάσεις, θα οικοδομήσει κοινωνικές συμμαχίες μεταξύ εργαζομένων στο ΕΣΥ και ληπτών υπηρεσιών υγείας, θα ευνοήσει κοινές πολιτικές πρωτοβουλίες και προγραμματικές συγκλίσεις στο χώρο της αριστερής – προοδευτικής αντιπολίτευσης. Έχει σημασία, όμως, να συμφωνήσουμε τι πρέπει να γίνει. Είναι ζήτημα επιβίωσης του ΕΣΥ, να υλοποιηθεί, προφανώς από μια άλλη κυβέρνηση που θα έχει τη βούληση, μια γενναία επένδυση, ένα αναπτυξιακό «σοκ» στο σύστημα, που θα αλλάξει ριζικά το εργασιακό κλίμα, θα αντιστρέψει την κατάρρευση ηθικού του προσωπικού και θα δώσει το «σήμα» σε υγειονομικούς και κοινωνία ότι το ΕΣΥ έχει μέλλον και προοπτική.
«Ανένδοτος αγώνας», λοιπόν, για ισχυρό και αξιόπιστο ΕΣΥ, για τη διεύρυνση του «δημόσιου χώρου» στην Υγεία και για τη «θωράκιση» της κοινωνίας.
ΝΕΟΙ ΑΓΩΝΕΣ