Macro

Μερόπη Τζούφη: Η κυβέρνηση μετατρέπει την παιδεία από κοινωνικό αγαθό σε εμπόρευμα

Γιατί λέμε όχι στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας: Ενισχύει τις ανισότητες με ψηφιακό τρόπο, εμβαθύνει τη στροφή στην ιδιωτικοποίηση και τα αυταρχικά μοντέλα διοίκησης στα ΑΕΙ και προχωρά σε σκόρπιες ρυθμίσεις γραφειοκρατικού και τεχνικού χαρακτήρα στον τομέα του Αθλητισμού
 
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το νομοσχέδιο για την Παιδεία έχει θετικό πρόσημο και ότι φέρνει διατάξεις που «ανοίγουν το δρόμο προς το μέλλον», κάτι που, βέβαια, δεν προκύπτει από πουθενά. Δεν είναι τυχαίο ότι στη δημόσια διαβούλευση, μέσα στο καλοκαίρι και τον καύσωνα, το νομοσχέδιο συγκέντρωσε 650 σχόλια- στην πλειοψηφία τους αρνητικά, παρά την προσπάθεια της ΝΔ να πείσει πως αποτελεί μια συνεκτική παρέμβαση, που ενσωματώνει σύγχρονες εκπαιδευτικές, επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις.
 
Ακούγοντας κάποιος τις τοποθετήσεις των κυβερνώντων, νομίζει πως το νομοσχέδιο έρχεται να βελτιώσει τις επιδόσεις των μαθητών, να ενισχύσει το πλαίσιο αντιμετώπισης της ενδοσχολικής βίας και του bullying, να εκσυγχρονίσει τον επαγγελματικό προσανατολισμό, να βελτιώσει τη λειτουργία των σχολείων και των πανεπιστημίων. Αντίστοιχα, οι διατάξεις που αφορούν στον αθλητισμό παρουσιάζονται ως καινοτόμες και απαραίτητες. Όμως, τα άρθρα του νομοσχεδίου αδυνατούν να περιγράψουν τα πραγματικά προβλήματα και τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν στη δημόσια εκπαίδευση ως αποτέλεσμα των πολιτικών που έχουν εφαρμοστεί τα τελευταία χρόνια.
 
Με κύρια στοιχεία την υποχρηματοδότηση, τα εκπαιδευτικά κενά, τις χαμηλές επιδόσεις των μαθητών και τη διόγκωση της ιδιωτικής εκπαίδευσης σε βάρος του δημόσιου σχολείου και πανεπιστημίου, η κυβέρνηση μετατρέπει την παιδεία από κοινωνικό αγαθό σε εμπόρευμα. Οι ανισότητες αυξάνονται, οι φραγμοί πολλαπλασιάζονται, οι αποκλεισμοί εντείνονται. Παράλληλα, το κόστος μεταφέρεται ολοένα και περισσότερο στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, που ήδη δοκιμάζονται από την ακρίβεια, τον πληθωρισμό της απληστίας και την πλήρη άρνηση της κυβέρνησης να λάβει μέτρα υποστήριξης της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας.
 
Παρόλο που ο «ψηφιακός μετασχηματισμός της εκπαίδευσης» δυνητικά θα μπορούσε να λειτουργήσει υποστηρικτικά στην εκπαιδευτική διαδικασία, η πραγματική πρόθεση της κυβέρνησης είναι να υποκαταστήσει τη φυσική διδασκαλία στα δυσπρόσιτα, απόμακρα, νησιωτικά και ορεινά σχολεία, σε βάρος των μαθητών και των οικογενειών τους που διαμένουν σε γεωγραφικά απομονωμένες περιοχές.
 
Στο νομοσχέδιο περιλαμβάνονται και διατάξεις για τα Πρότυπα σχολεία, θέμα στο οποίο έχει επενδύσει πολιτικά η Κυβέρνηση, για να μιλήσει για τη δήθεν αριστεία, χωρίς, όμως, να υπάρχει οποιαδήποτε τεκμηρίωση για την ανάγκη ύπαρξης των συγκεκριμένων σχολείων και τα αποτελέσματα που παράγουν. Το υπουργείο επιβεβαιώνει κάθε κριτική που του έχει ασκηθεί, καθώς πριμοδοτεί τα πρότυπα, το 1% των σχολείων στη χώρα, σε βάρος των υπόλοιπων σχολείων. Το άρθρο 16 του νομοσχεδίου προβλέπει πως «οι προσλήψεις στα Πρότυπα έχουν προτεραιότητα έναντι άλλων σχολικών μονάδων», με τον ελιτισμό να επεκτείνεται σε βάρος του 99% των δημόσιων σχολείων που ταλαιπωρούνται από τις ελλείψεις και τις καθυστερήσεις στην τοποθέτηση εκπαιδευτικών.
 
Οι περικοπές του προσωπικού, το κλείσιμο και η συγχώνευση σχολείων στις ακριτικές περιοχές της χώρας, η εγκατάσταση αμφίβολης ποιότητας ψηφιακών υποκατάστατων που δεν έχουν καν διανύσει μια δοκιμαστική περίοδο, η απουσία πρόβλεψης για νέο τεχνολογικό εξοπλισμό και υποδομές και για ουσιαστική επιμόρφωση και αύξηση των αποδοχών των εκπαιδευτικών δεν δίνουν πνοή στην εκπαίδευση.
 
Η μοναδική νίκη, έστω και μικρή, που πετύχαμε απέναντι στην Κυβέρνηση στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο σχετίζεται με τα υπηρεσιακά συμβούλια των εκπαιδευτικών. Με το Νόμο Κεραμέως του 2020, σε περίπτωση αποχώρησης κάποιου μέλους εκλεγμένου, η αντικατάστασή του δεν γινόταν από το αμέσως επόμενο σε σταυρούς μέλος του αντίστοιχου ψηφοδελτίου, αλλά από άνθρωπο που επέλεγε το υπουργείο. Με τροπολογία που κατέθεσε η Νέα Αριστερά, έπειτα από πρωτοβουλία μου, αυτό άλλαξε. Ικανοποιήθηκε, έτσι, ένα από τετραετίας αίτημα των εκπαιδευτικών συνομοσπονδιών.
 
Εξίσου αρνητικές είναι και οι ρυθμίσεις για την ανώτατη εκπαίδευση, αφού συνεχίζεται η στροφή υπέρ της ιδιωτικοποίησης. Καταργούνται οι εξετάσεις του ΔΟΑΤΑΠ για αποφοίτους ιατρικών και οδοντιατρικών σχολών από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ, με φωτογραφική διάταξη, το υπουργείο αναγνωρίζει μεταπτυχιακά που απονέμουν διεθνείς οργανισμοί και δίνει ισοδυναμία με αντίστοιχους τίτλους των ΑΕΙ. Ταυτόχρονα, το μοντέλο διοίκησης των ΑΕΙ αλλάζει προς το χειρότερο. Πλέον, ο πρύτανης με τους συμβούλους του, καθορίζει τη δράση των συλλογικών οργάνων, στενεύοντας ακόμη περισσότερο τη δημοκρατία εντός των πανεπιστημίων.
 
Το άρθρο 38 δίνει αποφασιστική αρμοδιότητα στην εκτελεστική εξουσία να αναμορφώνει τον ακαδημαϊκό χάρτη της χώρας και να καταργεί πανεπιστημιακά τμήματα. Κοινώς, τρεις υπουργοί παραγκωνίζουν τις αποφάσεις του Τμήματος, της Συγκλήτου, ακόμα και της ΕΘΑΑΕ. Τρεις υπουργοί θα αποφασίζουν για το κλείσιμο ή τη συγχώνευση τμημάτων, παραβιάζοντας κάθε ιδέα αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ. Πρόκειται για απαράδεκτη ρύθμιση – προπομπό όσων πρόκειται να ακολουθήσουν με τις καταργήσεις Τμημάτων στα δημόσια πανεπιστήμια. Και όλα αυτά στο όνομα της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής και των ιδιωτικών πανεπιστημίων.
 
Τα Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, το νομικίστικο τέχνασμα της κυβέρνησης, ξεκίνησαν ήδη να διαφημίζονται. Το πρώτο ιδιωτικό Πανεπιστήμιο πρόκειται να ανοίξει στο Ελληνικό το Σεπτέμβριο του 2025. Παράρτημα του Πανεπιστημίου Λευκωσίας με τμήματα Ιατρικής, Φαρμακευτικής, Νοσηλευτικής και Οικονομικών, πρόβλεψη για 2.000 σπουδαστές και έσοδα 20 εκατ. ευρώ το έτος από τα δίδακτρα.
 
Το αρνητικό αποτέλεσμα των νομοθετήσεων της Κυβέρνησης της ΝΔ όλα αυτά τα χρόνια έγινε αισθητό φέτος, με τη μείωση των εισακτέων. Ιδιαίτερα στα Γιάννενα, το πρόβλημα είναι μεγάλο, καθότι 1.000 σχεδόν φοιτητές λιγότεροι έχουν εισαχθεί στις Σχολές του Πανεπιστημίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πόλη και σε οικονομικό επίπεδο.
 
Στο δεύτερο μέρος του νομοσχεδίου και τις διατάξεις για τον αθλητισμό, η κυβέρνηση καταθέτει μια συρραφή από σκόρπιες διατάξεις, κυρίως γραφειοκρατικού και τεχνικού χαρακτήρα, που διευθετούν διοικητικές σχέσεις και τροποποιήσεις σε άρθρα που είχε νομοθετήσει ο κ. Αυγενάκης. Πρόκειται για μικροπαρεμβάσεις στο υφιστάμενο πλαίσιο του εμπορευματοποιημένου αθλητικού συστήματος και όχι για κάποιου είδους μεταρρύθμιση του μοντέλου.
 
Για παράδειγμα, υπάρχουν ρυθμίσεις που αφορούν το αυταρχικό διοικητικό μοντέλο που διέπει τις αθλητικές ανώνυμες εταιρίες στο ποδόσφαιρο και το μπάσκετ με τους φιλάθλους και τις λέσχες τους. Ένα πλαίσιο που έχουμε κατ’ επανάληψη επικρίνει και καταψηφίσει. Και αυτό γιατί η αντίληψή μας είναι ανθρωποκεντρική, θέτοντας το φίλαθλο μέρος της λύσης των προβληματικών φαινομένων στον ελληνικό αθλητισμό.
 
Παράλληλα, υπάρχει ρύθμιση που μειώνει τα πρόστιμα για παραπτώματα βίας σε πρόσωπα και φορείς του ερασιτεχνικού αθλητισμού, αντί για την υιοθέτηση ενός σύγχρονου πλαισίου πολιτικής απέναντι στις μορφές βίας και στον αθλητικό χώρο, συνυφασμένη με τη πρόληψη και τις σύγχρονες αντιλήψεις. Παράλληλα, το κράτος μετατρέπεται σε ελεγκτή και διαχειριστή του συστήματος πώλησης των εισιτηρίων για τις αθλητικές εταιρείες.
 
Αν η κυβέρνηση ήθελε πραγματικά να λάβει ουσιαστικά μέτρα, θα αναζητούσε λύσεις πρόληψης, παιδαγωγικής παρέμβασης και επιμόρφωσης, αλλαγής συνείδησης και συμπεριφοράς. Και θα ξεκινούσε από τις μικρές ηλικίες και το σχολείο. Εκεί θα έπρεπε να διδάσκεται η αθλητική κουλτούρα, ο σεβασμός, η ανοχή στη διαφορετικότητα.
 
Δεδομένου ότι το νομοσχέδιο αφορά την εκπαίδευση και τον αθλητισμό, είναι εύλογα ορισμένα ερωτήματα:
 
Πόσοι εκπαιδευτικοί φυσικής αγωγής προσλήφθηκαν τα τελευταία χρόνια στα σχολεία;
 
Πόσοι αθλητικοί χώροι σχολείων βελτιώθηκαν;
 
Πόσες ώρες φυσικής αγωγής διδάσκονται σε κάθε εκπαιδευτική βαθμίδα, σε σχέση με τις παιδαγωγικές πρακτικές στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες;
 
Πόσα εκπαιδευτικά προγράμματα για τη συμπεριφορά και τον κώδικα αθλητικών αξιών υλοποιήθηκαν;
 
Αυτά είναι τα κρίσιμα στοιχεία και όχι οι συνεχείς πανηγυρικοί λόγοι και διάφορα μέτρα εντυπωσιασμού, αναποτελεσματικά και βουτηγμένα στην καταστολή.
 
Μερόπη Τζούφη