Τα τελευταία χρόνια, ο χώρος της παιδείας βρέθηκε αντιμέτωπος με πολλά νομοθετήματα που επέφεραν αναστάτωση και πολλές εντάσεις. Νομοθετήματα, η σκοπιμότητα των οποίων έχει αμφισβητηθεί έντονα. Ο «Τύπος Ιωαννίνων» (typos-i.gr) απηύθυνε 7 ερωτήσεις για μεγάλα ζητήματα της Παιδείας στη βουλευτή Ιωαννίνων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και αναπλ. τομεάρχη Παιδείας Μερόπη Τζούφη.
#1. Υπάρχει κάποια «ψευδαίσθηση» που καλλιεργεί το υπουργείο για την αξιολόγηση; Πώς λειτουργεί για εκπαιδευτικούς, αλλά και μαθητικό πληθυσμό;
Η αξιολόγηση εκπαιδευτικών και σχολείων έχει ξεκινήσει με πολλαπλά προβλήματα, με το υπουργείο Παιδείας να επιταχύνει τη διαδικασία με κάθε δυνατό τρόπο προκειμένου να «προλάβει» τις εκλογές του Μαΐου. Τι σχέση έχει όμως η αξιολόγηση με τις εκλογές; Ο ασφυκτικός έλεγχος και η τιμωρητική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι κομβικής σημασίας για τη συντηρητική και νεοφιλελεύθερη «κοσμοθεωρία». Απομακρύνει τη συζήτηση από τα πραγματικά προβλήματα και τις ελλείψεις, μεταθέτει τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες της κυβέρνησης στους εκπαιδευτικούς, ενεργοποιεί συντηρητικά αντανακλαστικά και κοινωνικούς αυτοματισμούς περί «τεμπέληδων εκπαιδευτικών».
Στη ΝΔ θεωρούν πως το πεδίο είναι προνομιακό για να απευθυνθούν στο συντηρητικό ακροατήριο και να ενισχύσουν το προφίλ μιας κυβέρνησης που «έχει την πυγμή να τα βάλει με τα κακώς κείμενα, το βαθύ κράτος, τα εργασιακά δικαιώματα». Που δε θα διστάσει να προχωρήσει σε μειώσεις μισθών, βαθμολογική καθήλωση και τελικά απολύσεις. Η υπουργός Παιδείας το έχει υπαινιχθεί, ο Κυριάκος Μητσοτάκης το έχει ξανακάνει ως υπουργός της κυβέρνησης Σαμαρά, όταν οδήγησε στη «διαθεσιμότητα» 2.500 εκπαιδευτικούς των ΕΠΑΛ και απέλυσε διοικητικούς υπαλλήλων των ΑΕΙ, προσωπικό φύλαξης σχολείων, πανεπιστημίων και βιβλιοθηκών.
Πέρα από τις εκλογικές αγωνίες της ΝΔ, το κύριο ερώτημα είναι: «τι σχολείο θέλουμε;». Θέλουμε οι εκπαιδευτικοί να δουλεύουν σε ένα περιβάλλον ελευθερίας και σεβασμού, με αξιοπρεπείς μισθούς, επιμορφώσεις, σύγχρονο εξοπλισμό και υποδομές; Θέλουμε τα σχολεία να προσφέρουν γνώση σε όλα τα παιδιά, ακόμα και στους πιο «αδύναμους» μαθητές, χωρίς αχρείαστους ανταγωνισμούς και ισοπεδωτικές κρίσεις; Θέλουμε μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη, εκσυγχρονισμό του αναλυτικού προγράμματος, βελτίωση των σχολικών κτηρίων, ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς; Ή μήπως προτιμούμε τον ασφυκτικό έλεγχο, τους επιθεωρητές, την υποχρηματοδότηση, τις ελλείψεις προσωπικού και την κατηγοριοποίηση των σχολείων;
Στο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι σαφές πως επιλέγουμε το σχολείο που μορφώνει, που διδάσκει τη ζωή, την αποδοχή και τη συνύπαρξη. Που σέβεται τους λειτουργούς του και αντιμετωπίζει κάθε παιδί ως σημαντικό ανεξάρτητα από τις επιδόσεις του, τις ιδιαιτερότητές του, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στο σπίτι. Γι’ αυτό ως κυβέρνηση καταργήσαμε την τιμωρητική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών (ΠΔ 152/2013: Αρβανιτόπουλος, Μητσοτάκης) και θεσμοθετήσαμε ένα πλαίσιο ουσιαστικής αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου. Μια διαδικασία αυτοαξιολόγησης, ωφέλιμη και παιδαγωγικά αναγκαία, με έμφαση στη σχολική συλλογικότητα και συνεργασία. Στόχος μας, οι διορθωτικές και βελτιωτικές παρεμβάσεις στα προγράμματα σπουδών, στα βιβλία, στις μεθόδους διδασκαλίας. Είναι μια παρέμβαση που θα επαναφέρουμε στα σχολεία αν ο ελληνικός λαός μας εμπιστευθεί τη διακυβέρνηση της χώρας στις προσεχείς εκλογές, ώστε να διασφαλίσουμε την ηρεμία και τη νηφαλιότητα στο σχολικό περιβάλλον.
#2. Πόσο ακόμη μπορεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό το εκπαιδευτικό σύστημα στους αναπληρωτές καθηγητές;
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο μεγάλος αριθμός αναπληρωτών, σε συνδυασμό με το ρυθμό συνταξιοδοτήσεων, δημιουργεί εκρηκτικές συνθήκες για τη στελέχωση, τη λειτουργία και την ποιότητα των δημόσιων σχολείων. Το πρόβλημα καταγράφεται εδώ και μία δεκαετία, με τη χρεοκοπία της χώρας, τα μνημόνια και την απαγόρευση μόνιμων διορισμών να έχουν ως αποτέλεσμα περίπου το 35% των εκπαιδευτικών να είναι αναπληρωτές. Πρόκειται για τους ανθρώπους που κράτησαν το εκπαιδευτικό σύστημα όρθιο, με πολλές δυσκολίες, χαμηλούς μισθούς, αντιξοότητες στη διαβίωση, με συνεχείς αλλαγές σχολικού περιβάλλοντος και τόπου διαμονής.
Αναγνωρίζοντας πλήρως το πρόβλημα, όταν καταφέραμε να βγούμε από τα μνημόνια το 2018, δρομολογήσαμε κατευθείαν 15.000 μόνιμους διορισμούς. Παράλληλα θεσπίσαμε ένα νέο σύστημα επιλογής που συνυπολόγιζε την προϋπηρεσία, τα ακαδημαϊκά προσόντα και μια σειρά από κοινωνικές παραμέτρους. Τους διαπραγματευτήκαμε με τους δανειστές, τους προϋπολογίσαμε και τρέξαμε όλες τις απαραίτητες διαδικασίες. Οι εκλογές του 2019 μας πρόλαβαν και δεν τους υλοποιήσαμε. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση της ΝΔ και η υπουργός Νίκη Κεραμέως επέλεξαν τους αφήσουν στο συρτάρι για έναν ολόκληρο χρόνο. Όταν τελικά έβαλαν τις υπογραφές φανερώθηκε πως τους καθυστέρησαν για να ισχυριστούν πως «οι διορισμοί ήταν δικοί τους». Πρόκειται περί ιδιοτελούς μικροπολιτικής με συνέπειες στη σχολική καθημερινότητα και στη ζωή χιλιάδων εκπαιδευτικών και μαθητών.
Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, βρισκόμαστε περίπου στο ίδιο σημείο. Η ΝΔ δεν έχει δεσμευτεί για μόνιμους διορισμούς και με προεκλογική σκοπιμότητα λέει «ψηφίστε με και βλέπουμε». Από την πλευρά μας, δεσμευόμαστε για 20.000 μόνιμες προσλήψεις στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε βάθος τριετίας, ώστε να ισορροπήσει και πάλι το εκπαιδευτικό σύστημα.
#3. Η ειδική αγωγή στην εκπαίδευση έχει δώσει πολλές μάχες. Μετά από πολλά χρόνια, έγιναν προσλήψεις. Είναι καλά όμως τα πράγματα; Υπάρχουν κενά στην ειδική αγωγή, και ειδικά στα Λύκεια, όπου κάθε άλλο παρά συχνά συναντώνται τμήματα ένταξης;
Ο πολύπαθος τομέας της ειδικής αγωγής αποτελεί πλέον ένα διακριτό πεδίο, με παρεμβάσεις και δράσεις που έχουν βελτιώσει σημαντικά τις συνθήκες για τους μαθητές με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, τους εκπαιδευτικούς στα ειδικά σχολεία και τα τμήματα ένταξης, αλλά και τις οικογένειες των μαθητών. Οι μόνιμοι διορισμοί 4.500 εκπαιδευτικών, ειδικού επιστημονικού και βοηθητικού προσωπικού που δρομολογήθηκαν το 2018, ήταν ένα σημαντικό και κρίσιμο βήμα. Όπως και η ίδρυση νέων σχολικών μονάδων και τμημάτων ένταξης και η στελέχωση με σχολικούς νοσηλευτές και ψυχολόγους.
Ωστόσο, την τελευταία τετραετία η κατάσταση είναι στάσιμη και συχνά χειρότερη. Τα εκπαιδευτικά κενά επανήλθαν κατά χιλιάδες, το υπουργείο καλύπτει αποσπασματικά την «παράλληλη στήριξη» και μεταβιβάζει το κόστος στις οικογένειες – φυσικά σε όσες μπορούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά. Επίσης, οι βελτιωτικές παρεμβάσεις στα σχολεία (πχ: ράμπες, τουαλέτες ΑμεΑ) ελαττώθηκαν. Όλα αυτά πρέπει να επανεκκινήσουν άμεσα και ανάλογα με τις ανάγκες, σημαντικό μέρος των 20.000 μόνιμων προσλήψεων που προαναγγέλλουμε θα κατευθυνθεί στην ειδική αγωγή.
#4. Πανεπιστήμιο: Υπάρχει μέλλον στη δημόσια εκδοχή του; Ποιο το νόημα να μπαίνουν τα ΙΕΚ στα μηχανογραφικά;
Η ευρωπαϊκή πραγματικότητα συνηγορεί πως η μελλοντική εκδοχή του πανεπιστημίου θα είναι κυρίως δημόσια. Ο αριθμός των ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι περιορισμένος και στην πλειοψηφία τους βρίσκονται μακριά από τις πρώτες 200 θέσεις, τις οποίες καταλαμβάνουν τα δημόσια ιδρύματα. Στη χώρα μας, η ίδρυση ιδιωτικού πανεπιστημίου αποτελεί διαχρονικό αίτημα της αγοράς, των επενδυτών και των επιχειρηματικών συμφερόντων. Η αναφορά Μητσοτάκη στην πρώτη του συνέντευξη μετά την τραγωδία των Τεμπών για αναθεώρηση του Συντάγματος και του Άρθρου 16 είναι ενδεικτική. Συνομιλεί με τα συγκεκριμένα συμφέροντα και τους απαντά δημόσια.
Άλλωστε η Δεξιά στη χώρα μας δεν κρύβει πως «αγαπά να μισεί» το δημόσιο Πανεπιστήμιο. Το συκοφαντεί, το συρρικνώνει, το υποχρηματοδοτεί, το υπονομεύει και το αστυνομεύει. Όλοι οι νόμοι Κεραμέως κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Παράλληλα, η προσήλωση της ΝΔ στην «ιδιωτική πρωτοβουλία» αποτυπώνεται σε όσα απαράδεκτα θεσμοθέτησαν αυτήν την τετραετία υπέρ των ιδιωτικών κολεγίων.
Στο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πιστεύουμε στο δημόσιο πανεπιστήμιο και στις καλύτερες δυνατές ευρωπαϊκές πρακτικές του. Για το λόγο αυτό θα διπλασιάσουμε τη χρηματοδότηση και τον αριθμό των μελών ΔΕΠ, θα αυξήσουμε το διοικητικό προσωπικό, θα επαναφέρουμε τη δημοκρατία και θα καταργήσουμε την πανεπιστημιακή αστυνομία, την ελάχιστη βάση εισαγωγής και τις διατάξεις που καθιστούν τα πτυχία των μη αξιολογημένων κολεγίων ισοδύναμα με τα πτυχία των ΑΕΙ. Επιπλέον σχεδιάζουμε την ισχυρότερη σύνδεση με τα ερευνητικά κέντρα και τα ιδρύματα του εξωτερικού, όπως και τη διεθνοποίησή τους με ακαδημαϊκούς όρους. Παράλληλα, στις προτεραιότητές μας είναι η διεύρυνση των υποτροφιών σε νέους επιστήμονες, τα δωρεάν μεταπτυχιακά και η ελεύθερη πρόσβαση σε ορισμένα τμήματα.
Αναφορικά με τα ΙΕΚ στο μηχανογραφικό, πρόκειται για ένα πυροτέχνημα της υπουργίας Κεραμέως. Για να δικαιολογηθεί ο μαζικός αποκλεισμός υποψηφίων από τα δημόσια πανεπιστήμια, η κυβέρνηση προσπάθησε να ψευτο-αναβαθμίσει τα ΙΕΚ δημιουργώντας μια υποτιθέμενη εναλλακτική για τα χιλιάδες παιδιά που έρχονται αντιμέτωπα με την ελάχιστη βάση εισαγωγής. Μια σύντομη επίσκεψη σε ένα δημόσιο ΙΕΚ θα αποκαλύψει τις εγκαταλελειμμένες υποδομές, τους απλήρωτους εκπαιδευτές, τις σοβαρότατες ελλείψεις σε εξοπλισμό και υλικά.
#5. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορήθηκε για «βιαστική» κατά περίπτωση ενοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης. Θα αλλάζατε κάτι από εκείνο το σχέδιο και την εφαρμογή του;
Ο νέος ακαδημαϊκός χάρτης, οι συνέργειες ΑΕΙ και ΤΕΙ και η ριζική αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ήταν μάλλον «με καθυστέρηση» παρά «βιαστική». Εκτιμώ πως η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στην ικανοποίηση πολλών χρόνιων και ώριμων αιτημάτων της πανεπιστημιακής κοινότητας, έπειτα από ανοιχτό και εξαντλητικό διάλογο. Η ενοποίηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη συγκρότηση πιο μεγάλων, πιο σύγχρονων, πιο εξωστρεφών πανεπιστημίων, ικανών να ανταποκριθούν στις πολυδιάστατες εκπαιδευτικές, ερευνητικές, οικονομικές και κοινωνικές απαιτήσεις. Αυτό αποτυπώνεται και στις ολοένα και υψηλότερες θέσεις που καταλαμβάνουν τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια στις διεθνείς κατατάξεις, στα νέα επιστημονικά και γνωστικά αντικείμενα, στο επίπεδο των σπουδών, στην έρευνα που διεξάγεται.
Είναι αναπόφευκτο μια τόση μεγάλη μεταρρύθμιση να μην έχει ορισμένες αδυναμίες, είτε στο σχεδιασμό είτε στην υλοποίησή της. Θα θέλαμε να έχουμε περισσότερους πόρους για την ορθή στελέχωση των ιδρυμάτων, για να βελτιώσουμε τις κτηριακές υποδομές και τη φοιτητική μέριμνα. Σε κάθε περίπτωση, το πρόσημο της ενοποίησης είναι θετικό, θωρακίζοντας τα πανεπιστήμια μας, εξασφαλίζοντας καλύτερη εκπαίδευση για τους φοιτητές μας και καλύτερους όρους για τους ερευνητές μας.
#6. Επαγγελματική Εκπαίδευση: έχουμε δει ότι συχνά «ποινικοποιείται» συλλήβδην. Δημιουργούνται πλέον ορθοί εκπαιδευτικοί όροι στα ΕΠΑΛ;
Η επαγγελματική εκπαίδευση αποτελεί ένα πεδίο εκπαιδευτικής πολιτικής, για το οποίο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε επίσης σε κρίσιμες παρεμβάσεις. Με το πρόγραμμα «Μία Νέα Αρχή στα ΕΠΑΛ» αναμορφώσαμε τα επαγγελματικά λύκεια, καταρτίσαμε νέα προγράμματα σπουδών, τοποθετήσαμε ψυχολόγους, αναβαθμίσαμε τον εξοπλισμό, οργανώσαμε επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, επαναλειτουργήσαμε όλες τις ειδικότητες. Επίσης θεσμοθετήσαμε το πρόγραμμα «Μεταλυκειακό Έτος-Τάξη Μαθητείας» με πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα.
Για αυτό μας πονά σήμερα η κατάσταση στην επαγγελματική εκπαίδευση. Γιατί βλέπουμε την ακύρωση όλης αυτής της θετικής προσπάθειας από την πλευρά του υπουργείου Παιδείας και της κυβέρνησης. Οι θέσεις μαθητείας μειώθηκαν δραματικά, η γραφειοκρατία αυξήθηκε κατακόρυφα και η προβολή του θεσμού σταμάτησε. Παράλληλα, η επιλογή των αποφοίτων των ΕΠΑΛ να συνεχίσουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση εμποδίστηκε, οι εξετάσεις πιστοποίησης αποφοίτων της μαθητείας καθυστέρησε 17 ολόκληρους μήνες, ενώ ο νόμος Κεραμέως για την επαγγελματική εκπαίδευση θεσμοθέτησε την παιδική και απλήρωτη εργασία.
Ενδεικτικό είναι πως το 2018, το πρόγραμμα «Μία Νέα Αρχή στα ΕΠΑΛ» αξιολογήθηκε και βραβεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως καλή πρακτική. Το 2021, το υπουργείο Παιδείας φρόντισε να μην εκπροσωπηθεί η χώρα στην Ευρωπαϊκή Εβδομάδα για την Επαγγελματική Εκπαίδευση & Κατάρτιση. Αντίθετα όρισε ως εκπρόσωπο ένα ΙΕΚ – και μάλιστα ιδιωτικό.
#7. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση, πώς θα χειριστεί την κατάσταση που θα παραλάβει στην εκπαίδευση;
Τα τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης ΝΔ στην εκπαίδευση σημαδεύτηκαν από αντιεκπαιδευτικούς νόμους, ιδεοληψίες, συντηρητισμό και εξυπηρετήσεις συμφερόντων σε ιδιώτες και χορηγούς. Επίσης από μεταρρυθμίσεις που απομάκρυναν τη χώρα από τους ευρωπαϊκούς στόχους, όπως η μείωση του αριθμού αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, χρηματοδότηση κάτω από το 5% του ΑΕΠ. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της εκπαιδευτικής πολιτικής ήταν η στοχοπροσήλωση στην αξιολόγηση, την εντατικοποίηση, τις εξετάσεις, το άνοιγμα στην αγορά, την προτυποποίηση ορισμένων σχολείων σε βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας των σχολείων της γειτονιάς.
Παράλληλα, η εκκωφαντική αποτυχία στη διαχείριση της πανδημίας, τα πολλαπλά προβλήματα σε εκπαιδευτικό και ψυχοκοινωνικό επίπεδο χωρίς καμία πρόθεση για αντισταθμιστικά μέτρα παιδαγωγικού χαρακτήρα. Επιπλέον, η έλλειψη διαλόγου και η διαρκής σύγκρουση του υπουργείου με τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές, τους πανεπιστημιακούς και τους φοιτητές ήταν πρωτόγνωρη.
Στόχος μας είναι να αντιστρέψουμε αυτές τις συνθήκες, να καταργήσουμε όλους τους αντιεκπαιδευτικούς νόμους και να δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο λειτουργίας που θα δώσει ανάσα στην εκπαιδευτική κοινότητα και τις οικογένειες. Που θα απελευθερώσει δυνάμεις, θα επαναφέρει τη δημιουργικότητα και την παιδαγωγική ελευθερία. Εξασφαλίζοντας την αύξηση της χρηματοδότησης και την ενδυνάμωση του προσωπικού, θα δούμε βαθμίδα-βαθμίδα τα προβλήματα και τις παρενέργειες που κληροδοτεί η υπουργία Κεραμέως στη δημόσια εκπαίδευση.
Ως κυβέρνηση καταφέραμε πολλά στη δημόσια εκπαίδευση από το 2015 μέχρι το 2019. Με πολλαπλά εμπόδια και μνημονιακούς καταναγκασμούς, με συνθήκες διάλυσης λόγω της οικονομικής κρίσης και της λιτότητας, με σοβαρές ελλείψεις και χωρίς πρότερη εμπειρία. Τώρα θα καταφέρουμε ακόμη περισσότερα. Το χρωστάμε στους εκπαιδευτικούς μας και τη νέα γενιά.
Τύπος Ιωαννίνων