Macro

Μελέτη Ινστιτούτου ΕΝΑ: Σε σχήμα «Κ» και με ανισότητες η ανάκαμψη της οικονομίας

Ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το 2ο τρίμηνο του 2021 σε σχέση με το αντίστοιχο του 2020 οδήγησε σε αναθεώρηση προς τα πάνω των εκτιμήσεων για την εξέλιξη του ΑΕΠ του τρέχοντος έτους, κάτι που αποτυπώνεται και στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2022, το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή.
Με σημείο αναφοράς τα στοιχεία του β’ τριμήνου, καλλιεργείται ένα κλίμα ευφορίας σε επίσημους εγχώριους και διεθνείς θεσμούς, καθώς και αναλυτές, που τα θεωρούν πρελούδιο εισόδου της χώρας σε μια ισχυρή επενδυτική και αναπτυξιακή φάση διαρκείας. Στο πλαίσιο αυτό, έχει επανέλθει στη δημόσια συζήτηση η ανάκαμψη τύπου «V» ως το βασικό σενάριο εξόδου της ελληνικής οικονομίας από την υγειονομική κρίση.
Εντούτοις, όπως εξετάζεται στην παρούσα ανάλυση, φαίνεται να κινούμαστε σε μια ανάκαμψη σχήματος «Κ», με τάση εδραίωσης ανισορροπιών και έντασης ανισοτήτων, καθώς μια σειρά από ποιοτικά χαρακτηριστικά και όρια της τρέχουσας δυναμικής της ελληνικής οικονομίας ενδέχεται να αμβλύνουν μεσομακροπρόθεσμα την οικονομική και κοινωνική της βιωσιμότητα και ανθεκτικότητα. Φορείς με ετερογενή χαρακτηριστικά, όπως τμήματα ερευνών τραπεζών, δημοσιονομικοί θεσμοί και ερευνητικά ινστιτούτα κοινωνικών εταίρων, επισημαίνουν, με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση -και ο καθένας με βάση τη θεματική του εξειδίκευση-, μια σειρά από αδυναμίες και κινδύνους, συμβάλλοντας σε μια πιο ολοκληρωμένη αποτίμηση της υφιστάμενης κατάστασης και των μελλοντικών προκλήσεων.
Ανεξάρτητα από την ακριβή ένταση της ανάκαμψης το 2021 και το 2022, καταγράφονται σήμερα μια σειρά από δεδομένα και τάσεις που ενέχουν τον κίνδυνο η επόμενη περίοδος να χαρακτηριστεί από ασύμμετρες και άνισες συνθήκες τόσο για την οικονομία όσο και για την κοινωνία. Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζουν:
* Η επανεμφάνιση των «δίδυμων ελλειμμάτων» εξαιτίας της σημαντικής αύξησης του εμπορικού ελλείμματος και της αποσταθεροποίησης των δημοσιονομικών μεγεθών.
* Ο αυξανόμενος δυϊσμός της εγχώριας επιχειρηματικής βάσης και οι εντεινόμενες αντιθέσεις μεταξύ: α) μεγάλων και μικρών / ατομικών επιχειρήσεων, β) μεταξύ επιχειρήσεων που ανήκουν σε αναπτυσσόμενους κλάδους (ενέργεια, ψηφιακή οικονομία, υποδομές, υγεία) και σε πιο παραδοσιακούς κλάδους (εμπόριο, εστίαση, τουρισμός, πολιτισμός) και γ) μεταξύ των επιχειρήσεων με προνομιακή θέση στην ψηφιακή οικονομία και αυτών που αδυνατούν να συμμετάσχουν ικανοποιητικά σε αυτήν.
* Η μη σύνδεση των μισθών με την εξέλιξη του πληθωρισμού (και την κερδοφορία συνολικότερα), που αναμένεται να πλήξει πρωτίστως τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, εξανεμίζοντας την πολύ μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού που αποφασίστηκε για το 2022.
Οι επιπτώσεις της ακρίβειας στην αγοραστική δύναμη και στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών θέτουν συνολικότερα εν αμφιβόλω τη διατηρησιμότητα της τρέχουσας αναπτυξιακής δυναμικής. Η αύξηση του πληθωρισμού αναμένεται να έχει δυσανάλογη επίπτωση σε σύγκριση με το πραγματικό της μέγεθος, γεγονός που πρέπει να αποδοθεί στις συνθήκες υλικής αποστέρησης και επισφάλειας που βιώνει ήδη ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. Τυχόν παγίωση των πληθωριστικών πιέσεων αναμένεται να εξελιχθεί σε παράγοντα όξυνσης των ανισοτήτων, στη βάση μιας διακριτής διαχωριστικής γραμμής που αφορά την ικανότητα των νοικοκυριών να ικανοποιήσουν -ή όχι- βασικές βιοτικές ανάγκες. Σημειώνεται ότι η εξέλιξη των συνολικών αμοιβών εξαρτημένης εργασίας υπολείπεται αισθητά της δυναμικής που παρουσιάζει η εταιρική κερδοφορία. Οι αμοιβές εξαρτώμενης εργασίας παρουσιάζουν αύξηση μόλις 1,6% περίπου μεταξύ του 2ου τριμήνου 2020 και του αντίστοιχου τριμήνου του 2021, σε αντίθεση με το άθροισμα του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος και του μεικτού εισοδήματος, που αυξήθηκε κατά 23,5%.
* Η εξέλιξη των ανισοτήτων, παρά τη σταδιακή αποκλιμάκωσή τους την περίοδο 2015-19, αφενός τις κρατά σε πολύ υψηλά επίπεδα, αφετέρου, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία από την έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών (EU-SILC, 2021), διαπιστώνεται διακοπή στην πορεία αποκλιμάκωσής τους.
Η ανισότητα αυξήθηκε δραματικά τα τρία πρώτα έτη (2010-2012) της κρίσης. Στη συνέχεια, διατηρήθηκε σε αρκετά υψηλό επίπεδο για μία περίπου πενταετία (2012-2014) και κορυφώθηκε στο 34,5 το 2014. Ακολούθησε μια πορεία ραγδαίας αποκλιμάκωσης την περίοδο 2015-2019. Το 2019, η τιμή του δείκτη gini σημείωσε ιστορικό χαμηλό (31,0) σε ό,τι αφορά την περίοδο από το 1995.
Πηγή: Η Αυγή