Macro

Με τον ιδεοληπτικό νόμο οξύνεται περαιτέρω η ξενοφοβία

Η συζήτηση για το προσφυγικό στη Βουλή, με αφορμή το νομοσχέδιο για το άσυλο είναι πολλαπλά διδακτική και εξόχως πολιτική. Διδακτική, παιδαγωγική, θα λέγαμε, διότι εμφανίστηκε γυμνό το ζήτημα αυτό μπροστά στην κοινωνία, στους πολίτες. Το πόσο δύσκολο είναι, πόσο σύνθετο που δεν επιτρέπει εύκολες λύσεις και ρητορείες. Εξόχως πολιτική, διότι αντιπαρατέθηκαν οι δυο αντιλήψεις, οι λογικές για το ζήτημα αυτό, η αντίληψη της Αριστεράς και της Δεξιάς με επιχειρήματα, με πεπραγμένα, με προτάσεις, με τις διασυνδέσεις του ζητήματος με τα διεθνή δεδομένα, με όσα συμβαίνουν, κυρίως τις πολιτικές τάσεις που καταγράφονται με τρόμο, στην Ευρώπη, με τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Φυσικά, διέκρινε κανείς και την ευαισθησία που διαθέτει η κάθε πλευρά αναζητώντας διέξοδο, λύση.
Είναι αλήθεια ότι προσερχόμενοι στη συζήτηση στη Βουλή Αλέξης Τσίπρας και Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είχαν την ίδια δυσκολία να τοποθετηθούν. Και η δυσκολία του πρωθυπουργού δεν έγκειται στο ότι αυτός τώρα διαχειρίζεται το πρόβλημα. Αλλά, στο ότι έλεγε όσα έλεγε την περίοδο της αντιπολίτευσης, τα οποία τώρα και τον δυσκολεύουν να ελιχθεί ή να δώσει λύσεις – πχ Βρασνά. Του δημιουργούν πρόβλημα αξιοπιστίας, διπλό: και προς την κοινωνία και προς τους οπαδούς του. Από μια άποψη το τραύμα στην αξιοπιστία της ΝΔ στο προσφυγικό είναι μεγαλύτερο, ως διαρκέστερο, από την αναξιοπιστία στη Συμφωνία των Πρεσπών. Όσο και αν ο Κ. Μητσοτάκης προσπάθησε να εμφανισθεί – το δήλωσε κιόλας – ως κεντροδεξιός, χωρίς αυτό να στερείται πολιτικής σημασίας, με ευαισθησίες και τα ρέστα, αυτό δεν αίρεται.

Με γνώση σε βάθος

Ο Αλέξης Τσίπρας, από την άλλη μεριά, ήταν σε πιο εύκολη θέση. Όχι γιατί δεν έχει την ευθύνη του τώρα, αλλά διότι είχε θετικά πεπραγμένα, πάντως εμπειρία από πολιτική που την πάλευε – με παραλείψεις και υστερήσεις εν μέσω δυσκολιών, το είπε και ο ίδιος, δεν το έκρυψε – και καταγράφηκε θετικά διεθνώς. Η ομιλία του, λοιπόν, υπήρξε υψηλού επιπέδου, διότι ανέλυε ένα πρόβλημα, ένα ζήτημα σε βάθος. Όταν σημείωνε ότι ως ζήτημα «υπερβαίνει τις δυνατότητες της χώρας, υπερβαίνει τις δυνατότητές μας, μας υπερβαίνει ως χώρα» ήξερε πολύ καλά τι λέει και έπειθε. Γι’ αυτό και η ομιλία του είχε γραμμή για την κοινωνία μας, για τη χώρα.
Ποιος δεν συμφωνεί, πχ, με την απεύθυνσή του στη ΝΔ ότι είναι «εγκλωβισμένοι ανάμεσα στη ρητορική που αναπτύσσατε προεκλογικά και από την άλλη στη σοβαρότητα του προβλήματος, το οποίο τώρα εσείς πρέπει να το διαχειριστείτε και να δώσετε λύσεις»; Με την αναφορά ότι αυτά «συνεχίζουν να αναπτύσσουν οι περισσότεροι βουλευτές, πολιτευτές, δήμαρχοι, εκπρόσωποι του κόμματος σας στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και στις δημόσιες παρεμβάσεις τους»; Διότι αυτό είναι πρόβλημα σήμερα και το ιδεοληπτικό αυτό νομοσχέδιο το οξύνει. Με τη λογική της αποτροπής και καταστολής που έχει ως πνεύμα ενθαρρύνει τις αντιδράσεις στις τοπικές κοινωνίες ενώ ταυτόχρονα είναι αναποτελεσματικό, κάτι που επίσης ενθαρρύνει αμυντικές ξενοφοβικές στάσεις, ακόμη και επιθετικές. «Όσες δυσκολίες και να δημιουργήσετε, όσα βουνά κι αν βάλει κανείς μπροστά σε έναν άνθρωπο που παλεύει για τη ζωή του, που παλεύει για τη ζωή του παιδιού του, αυτός θα τα ανέβει τα βουνά. Με ακροδεξιές κουτοπονηριές, με εθνικιστικά ψεύδη και δεξιά καταστολή δεν μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει το προσφυγικό ζήτημα» παρατήρησε ο Α. Τσίπρας.
Όμως, εξίσου σοβαρό με την ολιγωρία ή και υποχώρηση της κυβέρνησης έναντι των αντιδράσεων στις τοπικές κοινωνίες είναι η – σκόπιμη – σύγχυση του ζητήματος με τη διεθνή πτυχή του, τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας. Οι δυο επισημάνεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ είναι, σ΄ αυτό το θέμα καίριας σημασίας. Βαφτίζοντας το ζήτημα μεταναστευτικό και όχι προσφυγικό το μετατρέπουν – για να κατευνάσουν όσους αντιδρούν – σε πρόβλημα εθνικής πολιτικής, άρα αδυνατίζει διεκδικήσεις καθοριστικές για τη λύση του προσφυγικού στο μέλλον όπως είναι η αναθεώρηση του Δουβλίνου ή η άσκηση πίεσης προς τις ξενοφοβικές χώρες. Το δεύτερο, είναι η σύγχυση ή και ο συμψηφισμός μεταξύ των ροών προσφύγων από την Τουρκία και την ευθύνη της διότι τις εργαλειοποιεί χάριν της πολιτικής της έναντι της Ευρώπης με το πώς αυτές αντιμετωπίζονται, με τα προβλήματα των παραβιάσεων, σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.

Η ευρωπαϊκή πτυχή του προσφυγικού

Στη συζήτηση δεν μπορούσε να μην μπει και η ευρωπαϊκή πτυχή του ζητήματος, η Ευρωπαϊκή προσφυγική πολιτική. Ο Α. Τσίπρας έθεσε το θέμα απευθυνόμενος ως εξής προς τη ΝΔ: «Ακολουθήστε την Ευρώπη της αλληλεγγύης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όχι την Ευρώπη του εθνολαϊκισμού, της ακροδεξιάς, όσο και αν αυτό είναι ελκυστικό. Την Ευρώπη που αποδέχεται να αναλάβει κομμάτι της ευθύνης στο προσφυγικό και όχι την κακοφορμισμένη Ευρώπη των μεμονωμένων απομονωμένων εθνικιστικών κυβερνήσεων».
Μια περίοδο όπου οι τάσεις ανόδου της ακροδεξιάς στην Ευρώπη γίνονται, όπως είδαμε στη Θουριγγία και στην Ούμπρια μόλις την προηγούμενη Κυριακή, όλο και πιο ισχυρές, ένα τέτοιο νομοσχέδιο που επιδιώκει την αποτροπή και χρησιμοποιεί την καταστολή συνεισφέρει σ’ αυτή την επικίνδυνη τάση. Έτσι θα καταγραφεί στην Ευρώπη και από ξενοφοβικούς και από φίλους. Ένα πρώτο σήμα έδωσε η Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Μιγιάτοβιτς (αναλυτικά σελ. 8) που έκρινε αυστηρά το νομοσχέδιο ακριβώς γι’ αυτό.

Παλιά αμαρτία

Η άσκηση εξωτερικής πολιτικής με ισχυρή συσχέτιση με την εσωτερική είναι παλιά αμαρτία της δεξιάς στη χώρα. Τελευταίο, σοβαρό κρούσμα, υπήρξε η στάση της κυβέρνησης μετά την απόρριψη της αίτησης Αλβανίας και Β. Μακεδονίας για έναρξη ενταξιακών στην ΕΕ διαδικασιών. Και αδράνησε και, τουλάχιστο στην αρχή, εστράφηκε εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ διότι, όπως έλεγε, η συμφωνία είχε λάθη που επέτρεπε στον κ. Ζάεφ να υπαναχωρήσει! Ήταν τόσο μυωπική η στάση αυτή που ανάγκασε την κ. Μπακογιάννη να διαφωνήσει δημοσίως.

 

ΑΡΣΗ ΜΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΔΕΗ

Πρώτο βήμα, με ευρύτερη στόχευση

Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι με νομοσχέδιό της που προωθεί στη Βουλή θα αρθεί η μονιμότητα των νεοπροσλαμβανόμενων υπαλλήλων της ΔΕΗ και των θυγατρικών της ΔΕΔΔΗΕ και ΔΕΗΑΠΕ. Σωστά η «Καθημερινή» το είχε ως πρώτο θέμα διότι η απόφαση αυτή έχει μεγάλο, όχι μόνο οικονομικό, ιδεολογικό βάρος. Στη συνείδηση των πολιτών ο εργαζόμενος στη ΔΕΗ είχε καθεστώς μόνιμης και προστατευμένης εργασίας και τώρα με αυτό βαλλόμενο, εξοικειώνεται η κοινωνία με το ενδεχόμενο ότι μπορεί να είναι μέτρο που να επεκτείνεται και στη Δημόσια Διοίκηση: να καταργηθεί η μονιμότητα, πόσες φορές δεν το ακούσαμε. Τώρα το βλέπουμε … Και μάλιστα, σε εποχές που η χώρα βιώνει ακόμα τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, με 1 στις 3 οικογένειες να μην απολαμβάνει ικανοποιητική θέρμανση στα σπίτια τους και 4 στους 10 να δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να πληρώσουν τους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας. Ενώ, δηλαδή, το ένα τρίτο της κοινωνίας βρίσκεται σε κατάσταση ενεργειακής φτώχειας, υποχρεώνεται να δαπανά περισσότερο από το 10% του εισοδήματός του το κάθε νοικοκυριό στη θέρμανση, η κυβέρνηση γυρνά την πλάτη στις κοινωνικές ανισότητες και τις οξύνει, χάριν της κερδοφορίας των ιδιωτικών εταιρειών παροχής ηλεκτρικής ενέργειας.
Όμως, να μιλήσουμε για τη ΔΕΗ. Είναι, προφανώς, το πρώτο βήμα προς την ιδιωτικοποίησή της. Έτσι ακριβώς ξεκίνησε η ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής και με τον ίδιο υπουργό. Ο κ. Χατζηδάκης θα πάει μεθοδικά προς αυτή τη λύση. Δεν το αρνήθηκε και στη συνέντευξή του, πρόσφατα, στον ΑΝΤ1. Προβλέπονται και κίνητρα για την προσέλκυση στελεχών από τον ιδιωτικό τομέα. Η αύξηση των τιμολογίων, λίγο καιρό πριν, και το προετοιμαζόμενο σχέδιο εθελουσίας εξόδου είναι δυο άλλες, ακόμη, προετοιμαστικές πράξεις. Πρέπει η ΔΕΗ, πριν πωληθεί, να γίνει «ελκυστική». Να θυμηθούμε εδώ, ότι ο πατήρ Μητσοτάκης είχε προσλάβει τους 7.000 διοικητικούς υπαλλήλους που τώρα … περισσεύουν.
Θα είναι αυτό το μοντέλο που θα ακολουθηθεί και στις άλλες ΔΕΚΟ, ιδίως τις μεγάλες; Δεν το γνωρίζουμε, αλλά αν η ναυαρχίδα, που είναι η ΔΕΗ, αίρει τη μονιμότητα γιατί δεν θα ακολουθήσουν και οι άλλες, εφόσον η κυβέρνηση της ΝΔ δεν έχει κρύψει τις απόψεις της γύρω απ’ αυτά τα ζητήματα; Να θυμίσουμε ακόμη ότι το 2012 ήταν η τρόικα που πρωτοέθεσε το ζήτημα αυτό, για τη ΔΕΗ, στο τραπέζι αλλά απορρίφθηκε ως ιδιαίτερα προκλητικό. Τώρα όμως… η κυβέρνηση της δεξιάς το θυμήθηκε και το υλοποιεί. Πολύ περισσότερο που ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης έχει πει, τουλάχιστον δυο φορές, ότι στις «μεταρρυθμίσεις» θα υπερβούν και αυτές που απαιτούν οι δανειστές. Γι’ αυτό πωλεί και τη ΔΕΠΑ που, όντως, δεν ήταν στη συμφωνία με την τρόικα.
Ο αρμόδιος υπουργός μίλησε πάλι για τον «ζουρλομανδύα» των περιορισμών των ΔΕΚΟ που πρέπει να απαλλαγούν και όλοι καταλαβαίνουμε ότι τον εκσυγχρονισμό και την οικονομική ευρωστία των δημοσίων επιχειρήσεων θα αναθέσουν στην αγορά. Για τη ΔΕΗ αυτό, καθώς είναι το αίμα της παραγωγής και γενικά της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, είναι έγκλημα. Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει αναστείλει όλη την προσπάθεια που γινόταν επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ να καλύψει την καθυστέρηση και να προχωρήσει στην εναρμόνισή της με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, και προσδοκά ότι θα τα λύσει η αγορά.
Με σοβαρές εκκρεμότητες ως προς την εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, τη σταθεροποίηση του μείγματος, τουλάχιστον, στο 1/3 αέριο, 1/3 ΑΠΕ και 1/3 εξοικονόμηση από την ενεργειακή απόδοση, για την επέκταση των ΑΠΕ και τη δημιουργία δομών αποθήκευσης, την ηλεκτροκίνηση στις μεταφορές και βεβαίως με την απολιγνιτοποίηση που ωθεί γενικότερα στην αμετάκλητη επιλογή της πράσινης ενάεργειας, ένα ιδιωτικό μονοπώλιο στη θέση της ΔΕΗ είναι οπισθοδρόμηση με πολύ μεγάλο κοινωνικό, οικονομικό και περιβαλλοντικό κόστος.

Παύλος Κλαυδιανός

Πηγή: Η Εποχή