Πάντα θα είναι άβολη και οδυνηρή η θέση μας όταν πρόκειται να αναφερθούμε στο θέμα των γυναικοκτονιών εφόσον εμπλέκει όλες τις υπαρκτικές μας όψεις, σε διανοητικό, συναισθηματικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.
Με μια προσέγγιση αγωνιστικού πένθους, όπως έχει συμβεί εδώ και αλλού στον κόσμο, πενθούμε κάθε φορά άλλη μια γυναίκα/θηλυκότητα, που ζούσε δίπλα μας, έχασε τη ζωή της από το χέρι ενός κακοποιητή – συντρόφου άνδρα, μιας βίαιης αρρενωπότητας. Δεν πενθούμε για να μνημονεύουμε μόνο αλλά και για να αντιστεκόμαστε, να εξεγειρόμαστε, να διεκδικούμε.
Για να πάψει να μας κινητοποιεί ή να μας απασχολεί φευγαλέα, με αφορμή κάθε νέα γυναικοκτονία, πρέπει να εμβαθύνουμε στις βαθιές πατριαρχικές δομές εξουσίας, μέσα στις οποίες ριζώνουν και επιτελούνται οι πατριαρχικές ηγεμονικές αρρενωπότητες πάνω στη γυναικεία/θηλυκή ενσώματη κοινωνική ζωή και στις ιδιοκτησιακού χαρακτήρα σχεσιακότητες.
Συνιστά ένα περίπλοκο κοινωνικό φαινόμενο που απαιτεί πολυπρισματική κατανόηση και αντιμετώπιση που να περιλαμβάνει τις ευρέως διαδομένες κατανοήσεις, τη δημόσια ευαισθητοποίηση, τη χάραξη πολιτικών και την άσκηση πολιτικής. Αυτό σημαίνει την επιτακτικότητα να αναλάβουμε την ευθύνη μας ως ανθρώπινη/πολιτική κοινότητα, να αντιμετωπίσουμε την έμφυλη βία, με ακραία έκφανσή της τη γυναικοκτονία, ιδιαίτερα αναγνωρίζοντας τη σύνδεση της με τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, τις κοινωνικές ανισότητες που δημιουργεί παράγοντας πολιτικό και οικονομικό αποτέλεσμα, την άνοδο της alt right κανονικοποίησης του σεξισμού, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας στη δημόσια σφαίρα.
Αγώνας πολιτικός
Ο αγώνας των φεμινιστριών για τις γυναικοκτονίες δεν είναι λιγότερο πολιτικός από τον αγώνα κατά της εκμετάλλευσης, της κυριαρχίας και της καταπίεσης. Αν δεν τοποθετήσουμε την έμφυλη βία στη διασταύρωσή της με τις δομές εξουσίας, την κουλτούρα, τις οικονομικές δομές και την ιδεολογία φύλου, θα βρίσκεται στο περιθώριο της κοινωνικής αλλαγής και ανατροπής, θα απουσιάζει από κάθε κοινωνικό μας όραμα.
Από φαινομενολογική σκοπιά, οι δράστες είναι άνδρες που στο πλαίσιο των σχέσεων τους θεωρούν ότι έχουν το δικαίωμα να κυριαρχούν πάνω στις συντρόφους τους, που τις κακοποιούν για παράδειγμα με αφορμή τον καταμερισμό της εργασίας στο σπίτι, την κτητικότητα και τη σεξουαλική ζήλεια. Έτσι επιτελείται μια ηγεμονική αρρενωπότητα που δίνει εντολές /διατάζει και ελέγχει τη σχέση, ασκεί εξουσία και δύναμη, και χρησιμοποιεί τη φυσική βία για να διατηρείται το «σκηνικό». Οι γυναικοκτονίες συμβαίνουν συνήθως όταν θεωρήσει ο δράστης ότι χάνει τη δύναμη επιβολής της θέλησής του για έλεγχο της «ιδιοκτησίας» του και εν προκειμένω του ενσώματου υποκειμένου της (πρώην) συντρόφου του. «Αν δεν μπορώ να σε έχω δεν θα σε έχει κανένας» (Dobash and Dobash, 2015). Για το θύτη η έμφυλη διαφορά και ανισότητα επανακαθιερώνεται στο μυαλό του μέσω της αφαίρεσης της ζωής της. Πρόκειται για έναν ακήρυχτο πόλεμο κατά γυναικών και θηλυκοτήτων.
Το panic button της πολιτείας
Η Γεωργία από τη Σαλαμίνα, 43 ετών και μητέρα ανήλικου παιδιού, που δολοφονήθηκε από τον σύντροφό της πριν από λίγες ημέρες, ήταν επιζώσα ενδοσυντροφικής βίας. Και στη συνέχεια θύμα γυναικοκτονίας. Το έκτο ή έβδομο ή δέκατο θύμα γυναικοκτονίας για το 2023, μιας και η χώρα δεν διαθέτει έγκυρα δεδομένα για όλες τις γυναίκες που δολοφονούνται λόγω του φύλου τους, εντός και εκτός συντροφικών σχέσεων. Παρά το γεγονός ότι είναι πολύ σημαντικό να διαθέτουμε στατιστικά δεδομένα που τα χρειαζόμαστε για να καταδείξουμε την έκταση του φαινομένου, πάντοτε θα ενυπάρχει σε αυτά το ατομικό, το αιφνιδιαστικό, το απίθανο, το έκκεντρο κάθε προσωπικής ιστορίας.
Η Γεωργία δολοφονήθηκε διότι οι κρατικές αρχές δεν επέδειξαν τη δέουσα επιμέλεια και δεν έκαναν τα εκ του νόμου οριζόμενα καθήκοντά τους. Η Γεωργία θα μπορούσε να έχει σωθεί και να ζει. Δεν πρόλαβε και έτσι δολοφονήθηκε, ενώ ο κακοποιητής, καταδικασμένος το 2019 για άλλο περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας, παρά τη μήνυση της Γεωργίας και το αυτόφωρο, κυκλοφορούσε ανενόχλητος για τρεις ημέρες και μπόρεσε να οργανώσει την εν ψυχρώ γυναικοκτονία. Και στην περίπτωση της Γεωργίας, παρότι η προστασία της επιζώσας είναι πρωταρχικής και κρίσιμης σημασίας, δεν ελήφθη υπόψη η ασφάλεια του θύματος ούτε τέθηκε ως προτεραιότητα, όπως ορίζει η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (Ν. 4531/2018, άρθρο 56), ούτε πραγματοποιήθηκε εξατομικευμένη εκτίμηση των αναγκών της Γεωργίας και αξιολόγηση της επικινδυνότητας της κατάστασης, δεν προστατεύτηκε από την πολιτεία,[1] δεν παραπέμφθηκε σε ξενώνα φιλοξενίας και αφέθηκε να αναλάβει το βάρος της αυτοπροστασίας της με ένα panic button, το οποίο σύμφωνα με την εκπρόσωπο της ΕΛΑΣ: «Αυτό για το οποίο ενημερώθηκαν οι αστυνομικοί είναι ότι κινδυνεύει η σωματική της ακεραιότητα, γι’ αυτό και της προτάθηκε να πάρει το panic button και στην περίπτωση που κινηθεί κοντά στην οικία της ο συγκεκριμένος άνθρωπος να το ενεργοποιήσει. Δυστυχώς δεν πρόλαβε».
Δεν είμαστε όλες εδώ!
Δεν είμαστε όλες εδώ! Και όσες είμαστε, δεν θα πάψουμε ποτέ και πουθενά να διεκδικούμε το αναπαλλοτρίωτο ανθρώπινο δικαίωμά μας σε μια ζωή αξιοβίωτη και χωρίς έμφυλη βία. Δεν θα πάψουμε να καταγγέλλουμε την αμέλεια των αρμόδιων κρατικών αρχών. Γιατί η γυναικοκτονία της Γεωργίας συνέβη (και) επειδή το κράτος δεν πρόσφερε εγγυήσεις στη Γεωργία, δεν δημιούργησε συνθήκες ασφάλειας για τη ζωή της και επειδή οι αρμόδιες αρχές δεν έκαναν σωστά και αποτελεσματικά τη δουλειά τους.
Σημείωση:
1. Σύμφωνα με το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας (2020), λόγω της ιδιαίτερης και πολυδιάστατης φύσης των αδικημάτων που περιλαμβάνονται στον ειδικό ποινικό νόμο για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, η διαχείριση των περιστατικών θα πρέπει να γίνεται πάντοτε με γνώμονα την προστασία των θυμάτων και όσων εμπλέκονται στο περιστατικό (π.χ. παιδιά ή άλλοι συγγενείς) και την ουσιαστική υποστήριξη των θυμάτων σε όλα τα στάδια της διαδικασίας.
Μαρία Λιάπη – Άννα Βουγιούκα
Κέντρο Διοτίμα