Μόνο απέραντη οδύνη και μόνο απέραντη σιωπή μέχρι να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της τραγωδίας από την τελευταία πυρκαγιά στην αττική γη. Και δεν μπορείς καν να πεις για τραγωδία που συντελέστηκε, επειδή το μέγεθος είναι τέτοιο ώστε αυτή η τραγωδία εξακολουθεί να συντελείται, ποιος ξέρει μέχρι πότε. Για κάποιους (πόσους άραγε;) ίσως και για πάντα. Για πάντα ένα τεράστιο τραύμα που θα χάσκει. Μονάχα λοιπόν με απέραντη οδύνη και απέραντη σιωπή μπορείς να σταθείς για να αντιμετωπίσεις (επειδή είναι αδήριτη ανάγκη να αντιμετωπιστούν) τούτες τις πρώτες στιγμές του μαρτυρίου.
Ενός μαρτυρίου που δεν έπληξε μονάχα το Μάτι, τη Ραφήνα, τον Νέο Βουτζά, το Κόκκινο Λιμανάκι, αφήνοντας πίσω ζωές που χάθηκαν, περιουσίες που καταστράφηκαν, ψυχές επιζώντων που κάηκαν για πάντα. Αυτό που συνέβη εκεί αφορά ολόκληρη την Ελλάδα απ’ άκρου εις άκρον. Είναι η Ελλάδα ολόκληρη που κάηκε από τη μια άκρη μέχρι την άλλη. Κάηκαν το χώμα της, οι θάλασσές της, τα ποτάμια και τα βουνά και οι λίμνες της, κάηκαν οι πολύτιμοι άνθρωποί της, ο απέραντος διπλανός μας Άλλος.
Συνέβη παντού, συνέβη μέσα μας, κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί μέσα στο σπίτι του και να πει «καλά είμ’ εδώ», γιατί ακριβώς η φωτιά και το θανατικό μαίνονται μέσα στο σπίτι. Δεν έχει γλιτωμό παρά μονάχα έξω, στο φρυγμένο τοπίο της Αττικής. Έξω, μέσα στο φούμο και στη στάχτη και στο κλάμα που ουρλιάζει. Έξω, στον βηματισμό που παραπαίει και παραδέρνεται μέσα στη συμφορά. Εκεί έξω, στον κοπετό και τον θρήνο εκείνων που ολοφύρονται. Εκεί έξω: στο απαρηγόρητο.
Σ’ αυτό το απέραντο τοπίο, που ακόμα και ο ορίζοντάς του είναι καμένος και αντιβουίζει θάνατο, εδώ ακριβώς -γιατί πουθενά αλλού δεν υπάρχει τόπος να σταθείς- θα πρέπει να φυτέψουμε τις ψυχές μας. Προχθές ήταν στην Ηλεία που η Ελλάδα κάηκε από άκρη σε άκρη. Χθες ήταν στη Μάντρα που η Ελλάδα πνίγηκε από άκρη σε άκρη. Σήμερα είναι στη Ραφήνα και στο Μάτι που η τραγωδία επαναλαμβάνεται. Και δεν είναι φάρσα.
Εδώ λοιπόν, σ’ αυτό το έδαφος, χρειάζεται να φυτέψουμε τις ψυχές μας για να πρασινίσει αλλιώς ο τόπος. Τώρα. Κι ας μοιάζει ότι τίποτα και ποτέ δεν θα μπορούσε να φυτρώσει. Τώρα, που μοιάζει να ψεύδεται η ζωή, να φυτέψουμε. Τώρα, γιατί, όπως λέει ο ποιητής, «ώστε λοιπόν, αν ψεύδεται η ζωή, τότε κι ο θάνατος ψεύδεται».
Κι αυτή η προσπάθεια είναι μακρά και απίστευτα δύσκολη, όμως άλλος δρόμος δεν υπάρχει για να βγούμε στη θάλασσα. Κι όπου δεν υπάρχει δρόμος, είναι ανάγκη πάσα να τον ανοίξουμε. Αλλιώς προετοιμάζουμε κιόλας κάποιες επόμενες τραγωδίες. Μια εκατόμβη όπου κάποιοι θα πεθάνουν μαρτυρικά αγκαλιασμένοι, επειδή δεν μπόρεσαν να βρουν «το πορτάκι» που βγάζει στην ακτή. Μια εκατόμβη, επειδή εμείς θα έχουμε ξεχάσει πως τα «πορτάκια», οι Κερκόπορτες με άλλα λόγια, δεν έγιναν για να γλιτώνουν οι πολιορκημένοι, αλλά για να μπαίνει ο σιδερόφρακτος εχθρός που διαρκώς πολιορκεί το μυαλό και την ψυχή και να σκορπίζει τον όλεθρο.
Η αλληλεγγύη των ημερών, η μεγαλειώδης αλληλεγγύη που με απέραντη περιφρόνηση άφησε πίσω της το κήρυγμα των τεράτων τύπου Αμβρόσιου και τη φρικιαστικά ανθρωπόμορφη ζωωδία «μόνο για Έλληνες», αυτό το φασιστικό ψεύδος που καμώνεται την ύπαρξη, η αλληλεγγύη λοιπόν που μπήκε «στον θάνατο και στη φωτιά», δείχνει ότι ο δρόμος πρέπει και μπορεί να ανοιχτεί. Και δείχνει και το πώς θα ανοιχτεί.
Είναι όμως το πρώτο βήμα. Δεν είναι ολόκληρος ο δρόμος. Γι’ αυτό έχουμε ακόμα… πολύ δρόμο. Και πολύ κόπο. Γιατί ναι, χρειάζεται απίστευτος κόπος σε μια πορεία όπου στο κάθε βήμα το πόδι χρειάζεται να ξεκολλάει από τον θάνατο.
Τον μέσα κι έξω θάνατο.
Κώστας Καναβούρης
Πηγή: Η Αυγή