Πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις νεοσύστατες αλλά πολύ δυναμικές εκδόσεις Πότλατς, το βιβλίο του Μαουρίτσιο Λατσαράτο «Αδιέξοδα της δυτικής κριτικής σκέψης. Πόλεμος, πάλη των τάξεων, φασισμός». Ο συγγραφέας, το έργο του οποίου είχε συγκεντρώσει μια ορισμένη προσοχή στη χώρα μας κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, καθώς ένα από τα πλέον γνωστά του βιβλία έχει τίτλο «Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου» (μτφ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Αλεξάνδρεια), έχει τα τελευταία χρόνια στρέψει την προσοχή του στην πολιτική και οικονομική σημασία του πολέμου, που κατά τον ίδιο αποτελεί ένα τυφλό σημείο στη σκέψη των κριτικών στοχαστών της Δύσης από τη δεκαετία του 1960 και μετά.
Σε αυτήν ακριβώς τη γραμμή εντάσσεται και το νεοεκδοθέν πόνημά του, που μετέφρασε ο Κίμωνας Σχοινάς. Πέρα από την υψηλή ποιότητα της μετάφρασης (και συνολικότερα της έκδοσης), έχει νόημα να υπογραμμιστεί και εκείνη της εκτενούς συζήτησης μεταξύ του μεταφραστή και του συγγραφέα, που δημοσιεύεται ως πρόλογος στην ελληνική μετάφραση. Μέσω αυτού του διαλόγου, η αναγνώστρια έχει την ευκαιρία να αποκτήσει μια πρώτη αλλά περιεκτική εικόνα για τις κεντρικές έννοιες και ιδέες του βιβλίου, αλλά και να παρακολουθήσει τον Lazzarato να τοποθετείται με πιο χαλαρό και επιεική τόνο σε σχέση με τους στοχαστές που θέτει στο στόχαστρό του στη συνέχεια (Foucault, Dardot & Laval, Deleuze & Guattari, Negri & Hardt, Agamben, Rancière), στους οποίους κατά βάση καταλογίζει ότι οδήγησαν στην πολιτικά επιζήμια αποκέντρωση της έννοιας της εξουσίας, η οποία φαίνεται να διαψεύδεται σήμερα, σε μια εποχή πολέμων και μονοπωλίων.
Δεν είναι φυσικά εφικτό να σχολιαστούν εδώ αναλυτικά όλες οι πτυχές του πλούσιου παρότι συνοπτικού αυτού βιβλίου – είναι λόγου χάρη πολύ ενδιαφέροντα και χρήζουν συστηματικής συζήτησης τα επιχειρήματά του για το «τέλος του νεοφιλελευθερισμού». Αντ’ αυτού, θα σταθώ με συντομία σε δύο σημεία, τα οποία βλέπω ως τις βασικές συνεισφορές του συγκεκριμένου έργου, όπως και σε τρία ακόμα, που θεωρώ ότι γεννούν προβλήματα ή απορίες.
Συνδυάζοντας με δημιουργικό τρόπο στοιχεία
Ξεκινώντας από τα θετικά, είναι κρίσιμη η εκ μέρους του Λατσαράτο ανάδειξη της σημασίας που μπορεί να έχει ο πόλεμος για τις οικονομικές και εξουσιαστικές σχέσεις. Αρνούμενος να δει την οικονομία ως μια περίκλειστη σφαίρα, ο συγγραφέας διευρύνει τη μαρξική έννοια της πρωταρχικής συσσώρευσης για να δείξει ότι η βία, η λεηλασία, η αρπαγή, η καταπάτηση δεν είναι ενέργειες που αφορούν την εγκαθίδρυση της διάκρισης ιδιοκτητών και μη ιδιοκτητών αποκλειστικά κατά την προϊστορία ή τις πρώτες μέρες του καπιταλισμού, αλλά εξωοικονομικές διεργασίες που παραμένουν διαρκώς παρούσες και, ιδίως σε περιόδους κρίσης, ανακτούν τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο εντός του καπιταλιστικού σύμπαντος. Στην ίδια λογική, επιστρέφει και στα γραπτά του Καρλ Σμιτ για τον «νόμο της γης» και την κατάκτηση εδάφους που προηγείται κάθε εγκαθίδρυσης έννομης τάξης, φτιάχνοντας το δικό του σχήμα «Karl & Carl», όπως γράφει – συνδυάζοντας, δηλαδή, με δημιουργικό τρόπο στοιχεία από το μαρξικό και το σμιτιανό έργο.
Δύο αλληλένδετες όψεις
Το δεύτερο ιδιαίτερα θετικό στοιχείο της ανάλυσης του Λατσαράτο έγκειται στην έμφαση που αποδίδει στις συγκεντρωτικές τάσεις, οι οποίες χαρακτηρίζουν τόσο την κεφαλαιοκρατική παραγωγή όσο και την εξουσία. Επικαλούμενος τον ιστορικό Φερνάν Μπροντέλ αλλά και τον αιγύπτιο μαρξιστή Σαμίρ Αμίν, ο συγγραφέας επιμένει ότι ο καπιταλισμός υπήρξε πάντοτε συγκεντρωτικός, κάτι που στις μέρες μας καθίσταται για τον ίδιο σαφές αν παρατηρήσουμε τις κεντρομόλες δυνάμεις που διέπουν την κίνηση των αμερικανικών επενδυτικών funds. Κατά τη γνώμη του, και οι δύο αλληλένδετες όψεις της «μηχανής κράτους-κεφαλαίου» τείνουν προς την ενοποίηση, τη συγκέντρωση, το μονοπώλιο (βίας, εξουσίας και μέσων παραγωγής) και όχι προς τη διάχυση και την εξατομίκευση – η οποία, όπου και όταν εμφανίζεται, εξαρτάται από τη συγκέντρωση και την εξυπηρετεί.
Κριτικές επισημάνσεις
Περνώντας τώρα στις κριτικές επισημάνσεις, θα έλεγα πως, παρότι η παραπάνω ανάλυση περί συγκέντρωσης εξουσίας και κεφαλαίου είναι πειστική, δεν αρκεί από μόνη της για να αναιρέσει τη γονιμότητα του έργου στοχαστών όπως ο Μισέλ Φουκό, που συχνά δέχεται τα βέλη του Λατσαράτο. Κι αυτό όχι μόνο γιατί ο ίδιος ο Φουκό επισημαίνει ρητά ότι υπάρχουν και ολοποιητικές και εξατομικευτικές όψεις της σύγχρονης εξουσίας (βλ. π.χ. «Η μικροφυσική της εξουσίας», σ. 85), αλλά και επειδή οι τροπικότητες των σύγχρονων εξουσιαστικών σχέσεων θα παρέμεναν ακατανόητες χωρίς τη φουκοϊκή έμφαση στην παρακίνηση, την προτροπή σε λόγο, τους μηχανισμούς επίδοσης/απόλαυσης και επιμέλειας εαυτού, με λίγα λόγια χωρίς την ανάδειξη της «θετικότητας» των σημερινών εξουσιαστικών μορφών, την οποία ανέδειξε ο Φουκό και δικαίως εξακολουθούν να τονίζουν οι Νταρντό και Λαβάλ. Ακόμα κι αν αυτές οι τάσεις ισχύουν μόνο (ή κυρίως) για τη Δύση, ακόμα και αν διαπλέκονται (ιδίως σήμερα) με άλλες διαστάσεις, ενίοτε αντίθετες, δεν σημαίνει ότι είναι ανύπαρκτες, ασήμαντες ή δευτερεύουσες.
Στη συνέχεια, παρότι ο Λατσαράτο ορθώς υπογραμμίζει τη σημασία του πολέμου, την οποία μάλιστα επικαλείται ως «πολιτικό» παράγοντα και αντίδοτο στον οικονομισμό ορισμένων μαρξιστικών θεωρήσεων, παραμένει το ερώτημα κατά πόσον και ο ίδιος εντέλει ξεφεύγει από έναν ορισμένο οικονομισμό. Κι αυτό γιατί ο πόλεμος (που, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, υπήρχε σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία) παρουσιάζεται στο βιβλίο αποκλειστικά ως αποτέλεσμα τάσεων και κρίσεων του κεφαλαίου, χωρίς οι πολιτικοί, πολιτισμικοί και εξουσιαστικοί παράγοντες (γεωπολιτική και ιστορία, θρησκεία, ανταγωνισμοί ισχύος, ακρότητες και ανορθολογισμοί των κρατούντων, εγγενής τάση της βίας για κλιμάκωση κ.λπ.) να φαίνεται ότι διαδραματίζουν στ’ αλήθεια κάποιον καθοριστικό ρόλο.
Εξάλλου, ακόμα και αν υιοθετήσουμε αυτή τη μη οικονομίστικη αλλά και πάλι οικονομοκεντρική θεώρηση του πολέμου (η οποία, ας το ξανασημειώσουμε, είναι όντως χρήσιμη σε πολλές περιπτώσεις), κάποια σημεία του επιχειρήματος του Λατσαράτο παραμένουν ασαφή. Παραδείγματος χάρη, γιατί ακριβώς χρειάζεται το σημερινό κεφάλαιο τον πόλεμο; Και με ποιους συγκεκριμένους τρόπους αξιοποιεί τον πόλεμο; Ο πόλεμος (ταξικός, διακρατικός, εμφύλιος) φαίνεται να βρίσκεται ταυτόχρονα παντού στο βιβλίο, αλλά δεν επεξηγούνται οι ειδικότεροι ορισμοί και μηχανισμοί του. Ή, άλλο παράδειγμα: ενώ ο συγγραφέας ορθά τίθεται στο πλευρό των Παλαιστινίων που αγωνίζονται για το δικό τους κράτος και καταγγέλλει την καταπίεση και τα εγκλήματα που υφίστανται, δεν εξηγεί γιατί τους αποκαλεί «προλεταριάτο του Νότου». Κι αν είναι όντως προλεταριάτο του Νότου, γιατί το κεφάλαιο να θέλει να τους εξοντώσει και όχι να τους εκμεταλλευτεί, αντλώντας υπεραξία από τη ζωντανή εργασία τους; Δεν υποστηρίζω ότι δεν μπορούν να υπάρξουν απαντήσεις, λιγότερο ή περισσότερο πειστικές, σε αυτά τα ερωτήματα. Υποστηρίζω όμως ότι αυτές οι απαντήσεις δεν δίνονται με σαφήνεια στα κείμενα του υπό συζήτηση βιβλίου.
Τέλος, η σημασία που αποδίδει ο συγγραφέας στον ρόλο του αμερικανικού κεφαλαίου και των αμερικανικών funds, τον οδηγεί συχνά σε μια μονοαιτιατική θεώρηση των διεθνών συσχετισμών, μέσω της παραγνώρισης ότι υπάρχουν και άλλοι δρώντες στην ιστορία. Σε αυτό το πλαίσιο, η επίθεση του Πούτιν στην Ουκρανία παρουσιάζεται σχεδόν σαν αμυντική κίνηση, ενώ η Ρωσία συμπεριλαμβάνεται (από κοινού με την Παλαιστίνη!) στον παγκόσμιο Νότο, όχι προφανώς γεωγραφικά αλλά πολιτικά.
Συμπερασματικά
Συμπερασματικά, θα μπορούσε κανείς, αν λάμβανε υπόψη μόνο τις αδρές γραμμές του βιβλίου του Λατσαράτο, να αντικρύσει έναν παλαιού τύπου μαρξιστή που δυσανασχετεί με τους «μεταμοντέρνους» (ο όρος πράγματι εμφανίζεται στις υποσημειώσεις του βιβλίου) και, θέλοντας να επιστρέψει στις παλιές, καλές, βασικές αρχές του μαρξισμού, καταλήγει σε αμφιλεγόμενα διεθνοπολιτικά συμπεράσματα. Διαβάζοντας πιο προσεκτικά, θα διαπίστωνε βέβαια ότι ο συγγραφέας δεν διστάζει να κάνει κριτική και στον ίδιο τον Μαρξ, όπως και ότι έχει όντως κάτι να πει τόσο για το παρόν μας όσο και για το έργο των στοχαστών με τους οποίους αντιπαρατίθεται. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι και ο ίδιος τίθεται εκτός του χορού της κριτικής.
Γιάννης Κτενάς