Η Ματί Ντιόπ μοιάζει σχεδόν να απολογείται. «Σόρι αν ακούγεται πολύ κλισέ!», λέει λίγο πριν αποχαιρετιστούμε. «Αλλά έχω μια πολύ βαθιά αγάπη για την ελληνική ιστορία, τον πολιτισμό».
Μιλάει για την αρχαία τραγωδία και το πώς αποτελεί βάση για ό,τι ταινία έχει κάνει ποτέ της. Και μιλάει και για μια προσωπική σύνδεση: «Η μητέρα μου ζει στην Ελλάδα!», λέει με ενθουσιασμό. «Οπότε έχω μια ισχυρή σύνδεση με αυτό το μέρος».
Είναι όμως μια άλλη σύνδεση, που η ίδια δεν είχε στο μυαλό της, που έρχεται στην συζήτηση καθώς συνομιλούμε μαζί της στο περιθώριο του κινηματογραφικού φεστιβάλ του Λονδίνου. Εκεί όπου η ταινία της Δαχομέη έχει μόλις προβληθεί, συνεχίζοντας μια σπουδαία διαδρομή που ξεκίνησε με τη Χρυσή Άρκτο τον περασμένο Φλεβάρη στο φεστιβάλ Βερολίνου. Μια ταινία για κλεμμένους θησαυρούς του Μπενίν που όμως πολύ εύκολα θα φέρει το νου μας και σε κάποιους άλλους κλεμμένους θησαυρούς – τα Ελγίνεια.
Τον Νοέμβριο του 2021, 26 βασιλικοί θησαυροί από τη Δαχομέη ετοιμάζονται να φύγουν από το Παρίσι για να επαναπατριστούν στον τόπο προέλευσης τους, στο σημερινό Μπενίν. Μαζί με χιλιάδες άλλα, αυτά τα έργα λεηλατήθηκαν κατά τη διάρκεια της εισβολής του γαλλικού αποικιοκρατικού στρατού το 1892. Για αυτούς τους 26 θησαυρούς, 130 χρόνια αιχμαλωσίας φτάνουν στο τέλος τους.
Εδώ μπαίνει στην ιστορία η σκηνοθέτης Ματί Ντιόπ, που είχε κερδίσει το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες για την πρώτη της μόλις μεγάλου μήκους ταινία(!), το θαυμάσιο και στοιχειωμένο δράμα νόστου “Atlantics” που βρίσκεται στο Netflix. Η γαλλοσενεγαλέζα δημιουργός προσεγγίζει την ιστορία της επιστροφής των θησαυρών, όχι ως μια νίκη ή ως ένα θρίαμβο, αλλά ως μια ματιά πάνω στην διαχρονική πληγή της αποικιοκρατίας.
Δίνει φωνή σε ένα από τα αγάλματα – κυριολεκτικά! Το υβριδικό της ντοκιμαντέρ το αφηγείται το τελευταίο από τα αντικείμενα που επαναπατρίζονται, καταθέτονας το χρονικό της αρπαγής αλλά και στοχαζόμενο πάνω στην επιστροφή σε ένα νέο κόσμο, που δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Πίσω στο Μπενίν στο μεταξύ, στο τοπικό Πανεπιστήμιο, οι φοιτητές, εκπρόσωποι μια νέας γενιάς συζητούν και αντιπαρατίθενται γύρω από τη σημασία της χειρονομίας, ανασύροντας σκοτεινές μνήμες αποικιοκρατίας.
Είναι μια ιστορία που μοιάζει να επαναλαμβάνεται σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης Ιστορίας, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του χάρτη. Είναι δύσκολο ας πούμε να δεις αυτή την ταινία και να μην σκεφτείς τα Ελγίνεια, την αρπαγή, το γεγονός πως ένα τεράστιο κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς μιας χώρας απουσιάζει από αυτήν – για εμάς, είναι απλά εικόνες από ένα απόμακρο μουσείο, και για τη χώρα στης οποίας την κατοχή βρίσκονται, μια διαχρονική υπενθύμιση ισχύος.
Η Δαχομέη προβλήθηκε στο πρόσφατο φεστιβάλ Βερολίνου, όπου η Ντιόπ κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο, μια εντυπωσιακή, θαρραλέα απόφαση από την επιτροπή που τίμησε μια τόσο ακατηγοριοποίητη, αλλά και πολιτικά μαχητική ταινία. Στην τελετή λήξης μάλιστα, η Ντιόπ στάθηκε στο πλευρό της Παλαιστίνης, ξεσηκώνοντας θυελλώδεις αντιδράσεις από το τοπικό πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας.
Μήνες αργότερα, η Ντιόπ συνεχίζει να μιλάει με ορμή και αιχμή απέναντι σε κάθε μορφή καταπίεσης, εκμετάλλευσης και αποικιοκρατίας. Με αφορμή την κυκλοφορία της Δαχομέης στις ελληνικές αίθουσες, σε διανομή της One from the Heart, το NEWS 24/7 μίλησε αποκλειστικά με την Ματί Ντιόπ για τους κλεμμένους θησαυρούς, την αναγκαιότητα της συλλογικής αντίστασης στην νεοαποικιοκρατία, αλλά και το πώς το έργο της πηγάζει μέσα από την αρχαία ελληνική τραγωδία.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να σου πω ότι χάρηκα πάρα πολύ που κέρδισε η ταινία στο Βερολίνο. Είναι ένα τόσο εμπνευσμένο βραβείο, νομίζω, το να κερδίζει το μεγάλο βραβείο αυτού του είδους η ταινία. Τώρα που ξεκίνησε να παίζεται στη Γαλλία, αλλά και τώρα στο Ηνωμένο Βασίλειο για το φεστιβάλ, πώς ήταν η ανταπόκριση; Είμαι πολύ περίεργος λόγω του θέματος του φιλμ.
Η πρώτη προβολή της ταινίας δεν έγινε στη Γαλλία, αλλά στο Μπενίν. Και για μένα ήταν πολύ σημαντικό ότι η πρώτη κυκλοφορία έγινε στο Μπενίν και στην αφρικανική ήπειρο. Τις περισσότερες φορές όταν μια ταινία γυρίζεται στην Αφρική, οι τελευταίες χώρες στις οποίες κυκλοφορεί η ταινία είναι η Αφρική. Έτσι, ήταν πολύ σημαντικό για μένα να υπερασπιστώ αυτή την τοποθέτησή μου.
Η ανταπόκριση στο Μπενίν και τη Σενεγάλη ήταν πολύ μεγάλη, αλλά είναι χώρες όπου δεν έχουν ακόμα τις ίδιες δυνατότητες στην κινηματογραφική βιομηχανία. Οπότε είναι δύσκολο να κάνεις τον κόσμο να πάει σινεμά. Και γι’ αυτό θέλω να επιστρέψω για να οργανώσω περισσότερες υπαίθριες προβολές προκειμένου ο πληθυσμός να μπορέσει να βιώσει την ταινία. Αλλά η ανταπόκριση ήταν μεγάλη τόσο στο Μπενίν όσο και στη Σενεγάλη.
Μετά, η ταινία κυκλοφόρησε πράγματι στη Γαλλία. Έζησα κάτι που δεν είχα ξαναζήσει ποτέ, δηλαδή κάτι που υπερβαίνει λίγο την απλή κυκλοφορία μιας ταινίας. Ένιωσα ότι το κοινό… Ένιωσα λίγο σαν να κλονίζεται η κοινωνία. Ναι. Επειδή ο αριθμός των σχολίων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σχετικά με την ταινία, ειδικά από τη νεολαία, από νέους ανθρώπους, ήταν αρκετά σοκαριστικός. Μπορούσα να καταλάβω ότι συνέβαινε κάτι πέρα από τον κινηματογράφο.
Ένιωσα ότι ήταν απαραίτητη αυτή η ταινία. Επειδή το στίγμα της αποικιοκρατίας είναι πραγματικά ένα θέμα που νομίζω ότι επανέρχεται και αναδεικνύεται από τη νέα γενιά. Και ένιωσα ότι κατά κάποιο τρόπο η Δαχομένη φαινόταν να συναντά τη γενιά της. Είναι πραγματικά όμορφο να παρακολουθείς τον τρόπο με τον οποίο η ταινία ανταποκρίνεται πραγματικά στην πολιτική επιτακτικότητα και τον πολιτικό προβληματισμό. Σε σκέψεις της εποχής μας.
Στη συνέχεια πήγε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης και τώρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου. Και πρέπει να πω ότι μέχρι στιγμής οι αντιδράσεις του Τύπου και του κοινού είναι πολύ γενναιόδωρες και και για άλλη μια φορά, νιώθω ότι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από ταινίες που τους κάνουν να σκέφτονται και να αναρωτιούνται και να μπαίνουν σε διάλογο με θέματα όπως η νεοαποικιοποίηση. Αλλά με έναν τρόπο που δεν είναι χτισμένος γύρω από ενοχές ή γύρω από «υπέρ ή κατά», αλλά κάτι πιο διαφοροποιημένο, κάτι όπου το κοινό έχει πραγματικά χώρο να αναρωτηθεί και να σκεφτεί και να περιηγηθεί μέσα από έναν κόσμο ιδεών που δεν επιβάλλονται, αλλά περισσότερο μοιράζονται. Και νομίζω ότι το κοινό έχει πολύ χώρο στην ταινία.
Σίγουρα. Και ένας από τους λόγους που ρωτάω και για τις αντιδράσεις είναι επειδή εγώ ας πούμε όταν την είδα το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν αμέσως τα Ελγίνεια Μάρμαρα.
Ναι, ναι.
Τα οποία βρίσκονται ακόμα στο Βρετανικό Μουσείο, όπως ξέρεις. Οπότε κατά κάποιο τρόπο όλοι μπορούμε να βρούμε…
…γέφυρες.
Ναι. Όπου αυτά τα σημάδια του αποικισμού είναι πάντα εμφανή. Πιστεύεις ότι αυτό το κίνημα για επιστροφή των αρχαίων είναι ρεαλιστικό; Είσαι αισιόδοξη για τέτοιου είδους κινήματα; Γιατί από την πλευρά των αποικιοκρατών, αυτό είναι ακόμα μια επίδειξη δύναμης. Είναι λίγο «το βρήκα, το κρατάω». Ξέρεις: Είναι εδώ και είναι δικό μας και δεν πρόκειται να παραδώσουμε πίσω καμία δύναμη.
Ναι. Ακριβώς γι’αυτό δεν είμαι πολύ αισιόδοξη ότι θα υπάρξουν περισσότεροι επαναπατρισμοί. Μου είναι δύσκολο να έχω μια ιδέα για το πώς θα εξελιχθεί όλο αυτό, αλλά κυρίως κι επειδή σε πολιτικό επίπεδο η κατεύθυνση που παίρνει η Ευρώπη είναι πραγματικά κακή. Η ήπειρος φαίνεται ότι προσελκύεται κυρίως από τις ακροδεξιές ιδέες. Οπότε αυτό σίγουρα δεν είναι καλό σημάδι για την ενδεχόμενες αποκαταστάσεις. Όταν άκουσα πρώτη φορά για τους 26 θησαυρούς που επιστρέφουν στο Μπενίν, ένιωσα ότι μάλλον θα ήταν το ένα και μοναδικό τέτοιο φαινόμενο για τουλάχιστον δέκα χρόνια.
Ένιωσα ότι ήταν ένα κάποιο θαύμα. Και επίσης ότι ήταν και επικοινωνιακή στρατηγική από τον Εμανουέλ Μακρόν, όπως πάντα. Ας μην νομίζουμε ότι επειδή αυτά επέστρεψαν είμαστε καλά τώρα και ότι αυτό θα συνεχιστεί. Θέλω να πω, ελπίζω ότι θα γίνει, αλλά δεν είμαι σούπερ αισιόδοξη. Και αυτός είναι ακόμη περισσότερο ο λόγος για τον οποίο σκέφτηκα ότι πρέπει να γυριστεί η ταινία, γιατί τουλάχιστον, η ταινία μπορεί να κυκλοφορήσει και να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη για την απουσία αυτών των θησαυρών από την αφρικανική ήπειρο.
Κι αυτό είναι και για τους Αφρικανούς, αλλά και για τους Δυτικούς. Γιατί παραδόξως, έχω την αίσθηση ότι επειδή τα αποικιοκρατικά ζητήματα χαρακτηρίζονται τόσο πολύ από άρνηση, από τραύμα, νομίζω ότι μια από τις κύριες αντιδράσεις τραύματος είναι το να εθελοτυφλούμε, να αρνούμαστε να δούμε, να αρνούμαστε αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Και έτσι νομίζω ότι αυτή η ταινία μπορεί να βοηθήσει και να ευαισθητοποιήσει ακόμη και το δυτικό κοινό σχετικά με το θέμα.
Γιατί για να είμαι ειλικρινής, έκανα περίπου 100 προβολές από τότε που άρχισα να προωθώ την ταινία. Και μπορώ να πω ότι το κοινό, το δυτικό κοινό, οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους είχαν ήδη την πληροφορία ότι αυτά τα αντικείμενα βρίσκονται στην Ευρώπη, στο μουσείο. Αλλά είναι άλλο πράγμα να γνωρίζεις, και άλλο πράγμα να συνειδητοποιείς πραγματικά τη βία της κατάστασης, την αδικία της κατάστασης.
Οι πολίτες της Δύσης θα πρέπει επίσης ίσως να αγωνίζονται, να ζητούν από τις κυβερνήσεις τους να σταματήσουν αυτή την κατάσταση, να ενθαρρύνουν τις κυβερνήσεις τους να επιστρέψουν τους κλεμμένους θησαυρούς, γιατί νομίζω ότι δεν θα πρέπει να το ζητούν μόνο οι αφρικανικές κυβερνήσεις και ο αφρικανικός λαός. Οι δυτικοευρωπαίοι πολίτες θα μπορούσαν επίσης να αναλάβουν την ευθύνη αυτών των διεκδικήσεων.
Νομίζω ότι αυτό θα ήταν δίκαιο προκειμένου να υποστηρίξουν μια ρήξη με τη νεοαποικιοκρατία. Θα ήταν όμορφο να ακούσουμε Έλληνες και Αφρικανούς μαζί, με την ίδια φωνή σχετικά με το Βρετανικό Μουσείο, γιατί όπως είπες, είναι ένα και το αυτό. Δεν είναι ακριβώς η ίδια ιστορία και οι ίδιες στιγμές και η ίδια δυναμική της κυριαρχίας, αλλά ναι.
Δεν ξέρω λοιπόν για τις πραγματικές αποκαταστάσεις σε πολιτικό επίπεδο, αλλά νομίζω ότι η ταινία μπορεί τουλάχιστον να ρίξει φως στο θέμα και να ευαισθητοποιήσει τους ανθρώπους, να τους βοηθήσει να αμφισβητήσουν. Νομίζω ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό, να φτάσεις πραγματικά στο μυαλό των ανθρώπων.
Είναι όλα αυτά μέρος του λόγου για τον οποίο ήθελες η ταινία να έχει αυτή τη συγκεκριμένη δομή; Γιατί από τη μία πλευρά, είναι καταπληκτική ιδέα να έχουμε την αφήγηση από την οπτική γωνία του ίδιου του θησαυρού που επιστρέφει, το οποίο νιώθει ένα είδος μοναξιάς, ότι σα να μην ανήκει πουθενά… Και από την άλλη πλευρά της ταινίας, είναι η πολύ ζωντανή συζήτηση, το ντιμπέιτ στο πανεπιστήμιο. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα… όχι ακριβώς σύγκρουση, γιατί δένουν πολύ καλά μεταξύ τους τα στοιχεία –
Όχι, όχι, καταλαβαίνω γιατί λες «σύγκρουση». Γιατί το φανταζόμουν σαν μια όπερα με δύο χορωδίες, ξέρεις. Όπως πολλοί από εμάς, έχω επηρεαστεί και σημαδευτεί εξαιρετικά από τις δομές της ελληνικής τραγωδίας. Συγγνώμη, είναι λίγο κλισέ, αλλά υποθέτω ότι είναι πολύ αρχετυπικό.
Επίσης, όταν γράφεις, πραγματικά δουλεύεις πάνω σε κάποια αρχέτυπα. Και υπάρχει πάντα, σε κάποιο σημείο των ταινιών μου, κάποια αναφορά στις ελληνικές τραγωδίες. Είναι διαμορφωμένες ή δομημένες όπως αυτές. Για παράδειγμα, οι συζητήσεις στο πανεπιστήμιο. Για μένα, υπάρχει πραγματικά κάτι σημαντικό στο να έχεις δέκα φοιτητές στο κέντρο, οι οποίοι δεν λένε μια ιστορία, αλλά συζητούν μεταξύ τους και περιβάλλονται από μια Αγορά. Ξέρεις, σαν μια αρένα.
Και το επίκεντρο αυτής της αρένας είναι στην πραγματικότητα το να σκεφτείς για το παρελθόν και τις επιπτώσεις του παρελθόντος στο παρόν. Και να οραματιστείς πώς θα μπορούσε να μοιάζει ένα καλύτερο μέλλον.
Για μένα, υπάρχει κάτι σπουδαίο σε έναν χώρο ουτοπίας και κάτι σπουδαίο στη φωνή των θησαυρών. Για να αφιερώσω μια ταινία στο θέμα της επιστροφής των αρχαίων και για να παρακολουθήσω αυτόν τον επαναπατρισμό, μου ήταν προφανές ότι υπήρχε κάτι που έπρεπε να επιστρέψουμε πίσω στους ίδιους θησαυρούς. Οπότε το γεγονός ότι τους έκανα να μιλήσουν ήταν ένας τρόπος να τους δώσω πίσω την Ιστορία τους, τη φωνή τους. Και να οραματιστώ αυτά τα αντικείμενα σαν να είναι και πάλι ηθοποιοί και αφηγητές της δικής τους Ιστορίας.
Επειδή, το σημαντικότερο που έχει κάνει η αποικιοκρατία σε περιοχές όπως η Αφρική είναι το να καταστρέψει την ικανότητά τους να συνδέονται… αυτό που έχει γίνει είναι σαν ένα ρήγμα στην Ιστορία, επειδή τους έχει αφαιρεθεί η ταυτότητά τους, η Ιστορία τους.
Τώρα είναι σημαντική η κίνηση αυτή, να βάλουμε αυτές τις φωνές στο κέντρο. Τις αφρικανικές φωνές στο κέντρο της ιστορίας τους, για να μπορέσουν να γράψουν ξανά τη δική τους ιστορία, από τώρα και για το μέλλον. Είναι πραγματικά σημαντική – τόσο πολιτικά, όσο και συμβολικά και αισθητικά.
Η Δαχομέη (Dahomey) της Ματί Ντιόπ κυκλοφορεί στην Ελλάδα από την One from the Heart. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε κατά την πρεμιέρα της ταινίας στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Λονδίνου.
Θοδωρής Δημητρόπουλος