Macro

Μάσιμο Ρεκαλκάτι: Ο πειρασμός του φασισμού

Σύμφωνα με τον Παζολίνι, ο «νέος φασισμός» δεν είχε κάποια σχέση με τις αναγεννημένες φασιστικές οργανώσεις μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, αλλά σχετιζόταν με τη δύναμη διάπλασης των ζωών και των συνειδήσεων, που το νέο «σύστημα των καταναλώσεων» είχε κατορθώσει να δημιουργήσει από τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα. Αυτή η γενική θέση –η οποία καθαυτή είναι ίσως συζητήσιμη– έχει την αξία ότι αποδεσμεύει τον φασισμό από το πρόβλημα της δυνητικής πολιτικής του αναδιοργάνωσης, για να τον αναγάγει σε ένα μεγάλο ανθρωπολογικό θέμα: είμαστε τόσο βέβαιοι ότι οι ανθρώπινες υπάρξεις αγαπούν περισσότερο την ελευθερία τους από τις αλυσίδες τους; Ο φασισμός ως απόρριψη της κριτικής σκέψης, μαζοποίηση, στρατιωτικοποίηση, θυσιαστική εξόντωση του ατόμου, θέτει αυτό το ιλιγγιώδες ερώτημα: η ανθρώπινη ύπαρξη φέρει εντός της την επιδίωξη της ελευθερίας ή την τάση προς την άρνησή της;
 
Οπως έχουν καταδείξει πειστικά ψυχαναλυτές όπως ο Βίλχελμ Ράιχ και ο Εριχ Φρομ, το αληθινό σκάνδαλο δεν είναι τόσο ο φασισμός ως πολιτικο-στρατιωτικό καθεστώς καταπιεστικού χαρακτήρα όσο η επιθυμία του φασισμού, η γοητεία του, η σαγηνευτική επίδρασή του στις μάζες. Οπως γράφει ο Ράιχ στο βιβλίο του «Η μαζική ψυχολογία του φασισμού», το αληθινό πρόβλημα δεν είναι το γιατί οι μάζες υπέμειναν παθητικά την καταπίεση του φασισμού, αλλά το γιατί τον είχαν τόσο παθιασμένα επιθυμήσει. Ιδού το πιο ακανθώδες σημείο, που η κρίση του σύγχρονου κόσμου φαίνεται να έχει ξαναφέρει στο φως: είναι δυνατό να επιθυμούμε τον φασισμό; Υπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου –στο ασυνείδητό του– ένας φασιστικός πειρασμός, μια αγελαία τάση να λατρεύει τον αφέντη, κάτι σαν επιθυμία για φασισμό; Οταν ο Φρόιντ έγραφε το έργο του «Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του Εγώ», η Ευρώπη γκρεμιζόταν στην άβυσσο του ολοκληρωτισμού.
 
Σε αυτό το έργο ο Φρόιντ υποδεικνύει, με ένα πνεύμα που αγγίζει τη μαντική ικανότητα, μιαν ανησυχητική εικόνα της ενόρμησης που δημιουργεί τους δεσμούς της μάζας και που θα σπρώξει την Ευρώπη προς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πόλεμος, η βίαιη σύγκρουση αντιπαρατιθέμενων μαζών, η ανατροπή κάθε δημοκρατικής διάταξης, η φονταμενταλιστική αντίθεση των ιδεολογιών, πήγαζαν σύμφωνα με τον Φρόιντ από έναν μετασχηματισμό του κοινωνικού δεσμού σε ορδή. Η ενθουσιώδης λατρεία για τον «ηγέτη» γεννάει το μαζικό και παρανοϊκό μίσος για τον αντίπαλο. Αυτό σημαίνει ότι ο λόγος του Διαφωτισμού δεν ήταν η τελευταία λέξη της Ευρώπης για τον άνθρωπο. Η ανεγκέφαλη πυράκτωση της ζωής των φασιστικών μαζών καταδεικνύει την αντίστροφη όψη του κριτικού λόγου: κοχλάζουσες ενορμήσεις, επιθετικές κινήσεις, αρπαχτικές ωθήσεις, οι οποίες, αποκλείοντας κάθε μορφή συμβολικής μεσολάβησης –τη δημοκρατία–, απαιτούν επιτακτικά την ικανοποίησή τους.
 
Η Ευρώπη, που ο Φρόιντ περιγράφει σαν μια συσσωμάτωση δεσμών εμπνεόμενων από το στρεβλό όνειρο μιας αδιαίρετης, συμπαγούς, ταυτοτικής ενότητας, ήταν τότε μια Ευρώπη που δοκίμασε να αντιμετωπίσει τη σύγχυσή της, την έλλειψη σταθερότητας, με την υπνωτισμένη ταύτιση με το βλέμμα και με το ραβδί του «ηγέτη». Στη σύγχρονη Ευρώπη, η απειλή για την (επισφαλή) ενότητά της φαίνεται να ενσαρκώνεται κυρίως από το φαινόμενο της μετανάστευσης. Πρόκειται για μια «επείγουσα» κατάσταση, η οποία, σύμφωνα με ορισμένους, θέτει σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Σε μια πολιτική πραγματικότητα που είναι ακόμα ευάλωτη και πλούσια σε αντιφάσεις, όπως είναι η ευρωπαϊκή πραγματικότητα, η παρουσία αυτού του εξωτερικού «κινδύνου», σε συνδυασμό με τα νέα μεγάλα προβλήματα που γεννάει η παγκοσμιοποίηση, έχει αναζωπυρώσει όχι τόσο τον νεοφασιστικό πολιτικό ακτιβισμό, αλλά –πράγμα αρκετά πιο επικίνδυνο– την επιθυμία του φασισμού.
 
Πρόκειται για ένα πολύτιμο δίδαγμα της συλλογικής ψυχολογίας: όταν η κοινωνική αναστάτωση, η ανασφάλεια και η αστάθεια φτάνουν στο αποκορύφωμά τους, η αγελαία ενόρμηση, που ωθεί στην ταύτιση με τη «μάζα», μπορεί πάντοτε να ξαναβρίσκει το σφρίγος της. Αν ο κόσμος είναι ξένος και εχθρικός, το ζητούμενο είναι να κλειστούμε, να προστατευτούμε από αυτόν τον κόσμο. Εδώ είναι που η ενόρμηση της αυτοσυντήρησης αποκαλύπτεται ως ενόρμηση θανάτου. Πράγματι, όσο περισσότερο η ζωή αναδιπλώνεται και αμύνεται από τον κόσμο, που βιώνεται ως τόπος απειλητικών αναστατώσεων, τόσο περισσότερο η ζωή αυτοκαταστρέφεται, περιορίζει την τάση της για άνοιγμα και για ελευθερία. Τότε στον πυρήνα της εγκαθίσταται εκείνος που ο Ουμπέρτο Εκο είχε ορίσει «αιώνιο φασισμό», δηλαδή η τάση που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να ζει τον κόσμο σαν έναν τόπο επικίνδυνων εισβολών και αναμείξεων που πρέπει να αποκρούονται.
 
Η επιθυμία του φασισμού είναι «αιώνια», επειδή εκφράζει μια τάση που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη πραγματικότητα: την τάση να απαλλαγούμε από την ανησυχία της ελευθερίας, να προτιμήσουμε τη σταθερότητα των αλυσίδων και της δικτατορίας σε σχέση με την αβεβαιότητα της ζωής, να αναζητήσουμε καταφύγιο στο τσιμεντάρισμα της ταυτότητάς μας αντί να ρισκάρουμε το άνοιγμα και την ανάμειξη με το διαφορετικό. Το ασυνείδητο των σύγχρονων μαζών –όσο και αν αυτές στερούνται κάθε ιδεολογικού περιβλήματος και τείνουν προς την κονιορτοποίηση– ωθεί στην ίδια κατεύθυνση προς την οποία πορεύτηκε το μαύρο φάντασμα του ολοκληρωτισμού: αποζητάει το βαρύ χέρι του ηγέτη, τη στρατιωτικοποίηση των περιοχών, το κλείσιμο των συνόρων, την καταπίεση, τον εθνικό αποκλεισμό, την απόκρουση του εισβολέα. Οι αντιδραστικές Δεξιές στην Ευρώπη και στον κόσμο καβαλούν το συγκινησιακό κύμα της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης».
 
Η αυταπάτη του τείχους, που είχε υποσχεθεί ο Τραμπ, γίνεται έτσι το σύμβολο μιας ανανεωμένης επιθυμίας του φασισμού. Δεν θα ήταν, ωστόσο, σωστό να χλευάσουμε ή να αντιμετωπίσουμε αφ’ υψηλού αυτές τις ενορμητικές κινήσεις της ψυχής, επειδή αυτές δεν αφορούν μόνο μια πολιτική παράταξη, αλλά καθέναν από μας στον πιο μύχιο εαυτό του. Το καθήκον της πολιτικής δεν είναι να αρνείται την ύπαρξή τους, ούτε και να τις οικειοποιείται ως κυνικά μέσα για να πετύχει μιαν εύκολη συναίνεση. Η απελευθέρωση από την επιθυμία του φασισμού είναι ένα μακρόπνοο ηθικό και πολιτισμικό εγχείρημα. Η πολιτική οφείλει να αποδεικνύει ότι δεν υποχωρεί στη διαχωριστική και απομονωτική αυταπάτη του τείχους, αλλά και ότι δεν περιφρονεί το αίτημα νομιμότητας και προστασίας, το οποίο προέρχεται από εκείνη την άτιμη αιώνια επιθυμία.
 

Αρθρο του Ιταλού ψυχαναλυτή Μάσιμο Ρεκαλκάτι που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα La Repubblica

Θανάσης Γιαλκέτσης