Κατά το διάστημα που παλεύαμε για να μην ψηφιστεί ο νόμος που θα ξερίζωνε τα πέντε μεγάλα και εμβληματικά δημόσια μουσεία της χώρας από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και θα τα μετέτρεπε σε ΝΠΔΔ, ορισμένοι είχαν καθησυχαστικά χαρακτηρίσει ως υπερβολικούς τους φόβους μας για το μέλλον των μουσείων και της πολιτιστικής κληρονομιάς με τη ρύθμιση αυτή. Και εννοώ κάποιους καλοπροαίρετους, γιατί οι υπόλοιποι υποστηρικτές αυτού του εγκλήματος γνώριζαν πολύ καλά τι σημαίνει.
Σήμερα πλέον, μετά την ψήφιση του Ν. 5021/2023 για τη μετατροπή των πέντε επιφανών μουσείων σε ΝΠΔΔ και κυρίως μετά τον διορισμό των Διοικητικών Συμβουλίων και των γενικών διευθυντών, επιβεβαιώθηκαν με τον πλέον απροκάλυπτο και αποκαλυπτικό τρόπο οι δικαιολογημένοι φόβοι και ανησυχίες μας. Η σύνθεσή τους φωνάζει από μόνη της, αφού βεβαίως είχαν προηγηθεί αρνήσεις από τρανταχτά ονόματα. Για το τι ακριβώς εκφράζουν οι διορισμένοι αρκεί κανείς να διαβάσει τα διάφορα δημοσιεύματα που κατακλύζουν τα ΜΜΕ, όπως π.χ. της Ενωτικής Αγωνιστικής Κίνησης στο ΥΠΠΟ ή του Τοπικού Παραρτήματος Κρήτης του ΣΕΑ.
Σε καθένα από τα μουσεία, οι πέντε «προσωπικότητες με συμβολή στον επαγγελματικό ή κοινωνικό χώρο τους» και «τα πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους στον χώρο των τεχνών, των γραμμάτων και των επιστημών», όπως ο νόμος αναφέρει, είναι στην πλειονότητά τους άσχετοι με το αντικείμενο της αρχαιολογίας και μουσειολογίας. Πρόκειται για αλλοπρόσαλλες τοποθετήσεις που κάθε άλλο υπηρετούν και ικανοποιούν τους σκοπούς τους οποίους είχε προβάλει ως άλλοθι η κυβέρνηση. Από τις 25 προσωπικότητες, μόνο οι 6 είναι αρχαιολόγοι, ενώ 9 είναι μηχανικοί, 3 επιχειρηματίες, 2 δικηγόροι, 1 εγκληματολόγος, 1 μαθηματικός, 1 ζωγράφος, 1 συντηρήτρια και 1 κληρικός. Αυτοί οι «ημέτεροι» θα αποφασίζουν για τον «εκσυγχρονισμό των πέντε μουσείων και το άνοιγμά τους στην κοινωνία», ως εάν μέχρι σήμερα αυτά ήταν κλειστά, δεν διεξήγαγαν πλήθος εκπαιδευτικών προγραμμάτων, δεν οργάνωναν περιοδικές εκθέσεις, ξεναγήσεις και πάμπολλες άλλες εκδηλώσεις. Εκτός και αν το άνοιγμα στην κοινωνία ερμηνεύεται ως επιχειρηματικά συμφέροντα και εμπορευματοποίηση των πολιτιστικών αγαθών. Και, αν κρίνουμε από την αντιμετώπιση των κρατικών νοσοκομείων που τώρα πλέον ξεκίνησε η κυβέρνηση να τα προσφέρει ως βορά στο ιδιωτικό κεφάλαιο μετατρέποντάς τα σε ΝΠΙΔ, καταλαβαίνει κανείς αμέσως σε τι χέρια προοιωνίζεται να περιέλθει η πολιτιστική κληρονομιά της χώρας. Αντιλαμβάνεται τι θα συμβεί στα πολιτιστικά αγαθά της Ελλάδας, τα οποία προστατεύονται από νόμο που εκπορεύεται απευθείας από το σύνταγμα λόγω του ιδιαίτερα πολύτιμου και ευαίσθητου χαρακτήρα τους και τα οποία είναι εκτός πάσης συναλλαγής και εμπορικής εκμετάλλευσης, η δε λειτουργία των μουσείων που τα στεγάζουν είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Δεν το αναλογίζεται, όμως, κανείς από αυτούς τους 40 συνολικά «ημέτερους» νεοδιορισμένους στα πέντε μουσεία Έλληνες πολίτες, υπηρεσιακούς αλλά και εξωυπηρεσιακούς; Και αν κάποιοι έχουν συνειδητοποιήσει και αναγνωρίσει το άτοπο της συμμετοχής τους σε τέτοιες συνθέσεις, ποτέ δεν είναι αργά. Κάνουμε έκκληση σε αυτούς, μπορούν να αποχωρήσουν με γενναιότητα, άλλως το όνομά τους θα μείνει συνδεδεμένο στο μέλλον με αυτή τη δυστοπική κατάσταση.
Η παραπάνω ρύθμιση ανακοινώθηκε χωρίς καμία αιδώ το βράδυ της Σταύρωσης, όταν οι υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ είχαν κλείσει, και εν μέσω αργιών και προεκλογικής περιόδου. Με τον ίδιο τρόπο, αναίσχυντα, εντός προεκλογικής περιόδου ανακοινώνονται απανωτά εγκαίνια μουσείων που διοργανώνονται με κλειστή τη Βουλή, βιαστικά, και κυρίως χωρίς οι εκθέσεις τους να έχουν ολοκληρωθεί. Μάλιστα, φτάνουν στο σημείο να μεταφράζουν ανάποδα, προς όφελός τους, το πόρισμα της UNESCO για τα έργα στην Ακρόπολη. Πότε στο παρελθόν έχουν ξαναγίνει τόσες πολλές αθέμιτες κινήσεις;
Μόνη ελπίδα είναι πλέον η επαναφορά στην εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ και των προοδευτικών δυνάμεων που έχουν δηλώσει ότι θα αποκαταστήσουν το δίκαιο παντού, συμπεριλαμβανομένου και του πολύπαθου τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς, και ότι θα καταργήσουν τάχιστα τον Νόμο 5021/23, τον χαρακτηριζόμενο ως αντισυνταγματικό, καθώς και τον μακροχρόνιο δανεισμό των αρχαιοτήτων για 50 έτη.
Η Μαρία Βλαζάκη είναι αρχαιολόγος, επίτιμη διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, πρώην γενική γραμματέας του ΥΠΠΟΑ.