Macro

Μαρία Βλαζάκη: Η προεκλογική εργαλειοποίηση των Γλυπτών από την κυβέρνηση Μητσοτάκη

Ο πρωθυπουργός της χώρας στη συνάντηση που είχε με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας την Τετάρτη 11 Ιανουαρίου δήλωσε σε σχέση με το φλέγον θέμα του επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο και την επανένωσή τους στο Μουσείο της Ακρόπολης: «Δεν αναμένω άμεσα αποτελέσματα, αλλά πιστεύω ότι ήδη έχουμε κάνει πολύ συστηματικές κινήσεις και, εφόσον ο ελληνικός λαός μάς εμπιστευτεί και πάλι μετά τις εκλογές, πιστεύω ότι τελικά αυτόν τον στόχο θα μπορέσουμε να τον πετύχουμε». Με τη φράση αυτή υπονοεί προφανώς ότι αν αλλάξει η κυβέρνηση, δεν θα επιτευχθεί ο στόχος. Πιο ξεκάθαρα το είχε δηλώσει η υπουργός Πολιτισμού στις 7 Ιανουαρίου, «Ο Τσίπρας επί τεσσεράμισι χρόνια ως πρωθυπουργός δεν έκανε απολύτως τίποτα για την προώθηση του εθνικού μας αιτήματος», αποκρύπτοντας την αλήθεια και παραπληροφορώντας τον κόσμο κατά την προσφιλή τακτική της σε θέματα σύγχρονου πολιτισμού (όπως στην υπόθεση Λιγνάδη) και κυρίως πολιτιστικής κληρονομιάς. Ως πλέον κραυγαλέες περιπτώσεις αναφέρονται τα αρχαία του μετρό Θεσσαλονίκης, η υπόθεση Στερν, η Ακρόπολη, το Τατόι, οι «Δεσμώτες» του Φαλήρου.
 
Με συνταγή Αμφίπολης
 
Και στην περίπτωση των Γλυπτών η αλήθεια είναι ακριβώς το αντίθετο, διότι η προηγούμενη κυβέρνηση άφησε ισχυρή παρακαταθήκη. Πρέπει, όμως, να πιάσουμε το νήμα από το 2014 και να θυμίσουμε παρόμοιες καταστάσεις με τις σημερινές, καθώς βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο, εν μέσω πολύ δύσκολων προβλημάτων οικονομικών, κοινωνικών και γεωπολιτικών, και η κυβέρνηση της Ν.Δ. επαναλαμβάνει ό,τι έκανε το 2014 σε ένα ίδιο κλίμα, σε μια παρόμοια ατμόσφαιρα. Προτάσσει το μείζον εθνικό ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο ως όπιο προς τον ελληνικό λαό για να ξεχνά τα φλέγοντα ζητήματα και τα σκάνδαλα που αποκαλύπτονται καθημερινά, και ως ισχυρό χαρτί για τον προεκλογικό της αγώνα.
 
Το δεύτερο εξάμηνο του 2014 η τότε κυβέρνηση, με γενική γραμματέα ΥΠΠΟΑ τη Λίνα Μενδώνη, είχε προσπαθήσει πάλι να αποπροσανατολίσει τον κόσμο από τα ακανθώδη θέματα της οικονομικής κρίσης με το καθημερινό σίριαλ του ταφικού μνημείου της Αμφίπολης. Προϊούσης της προεκλογικής περιόδου και όταν πλέον ο ίδιος κόσμος διαπίστωσε αυτό που οι αρχαιολόγοι λέγαμε από την αρχή, ότι δεν πρόκειται για τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και πως το μνημείο είναι συλημένο, η κυβέρνηση προχώρησε σε νέο σίριαλ: τα Γλυπτά του Παρθενώνα και η Αλαμουντίν. Επρόκειτο για μια τραγική κίνηση. Μόλις είχαμε επιστρέψει από τη συνάντηση της αρμόδιας Διακυβερνητικής Επιτροπής (ΙCPRCP) της UNESCO στο Παρίσι, όπου είχαμε κατορθώσει, ως ειδική Επιτροπή με διυπουργική συνεργασία, μια μεγάλη νίκη: να αποδεχτούν και να υπερψηφίσουν τα κράτη-μέλη της UNESCO τη διαδικασία της διαμεσολάβησης μεταξύ των δύο μερών. Όμως η ελληνική κυβέρνηση, διαπιστώνοντας ότι το σπουδαίο αυτό βήμα θέλει χρόνο για να εξελιχθεί και πως θα πιστωθεί στην επόμενη κυβέρνηση, το προσπέρασε και ουσιαστικά το ακύρωσε κάνοντας μια κίνηση εντυπώσεων και ψηφοθηρίας, καλώντας την Αμάλ Αλαμουντίν και αλλάζοντας τη στάση της χώρας μας από τους διπλωματικούς χειρισμούς στη δικαστική διεκδίκηση. Η Ελλάδα παρουσιάστηκε αφερέγγυα τόσο απέναντι στην UNESCO όσο και στους Βρετανούς, οι οποίοι προχώρησαν σε αντιπερισπασμό και δάνεισαν προσωρινά στο Μουσείο Ερμιτάζ τον ποτάμιο θεό Ιλισό από τα Γλυπτά. Ταυτόχρονα, βρήκαν την ευκαιρία να αρνηθούν τελικά τη συμμετοχή τους στη διαδικασία της διαμεσολάβησης.
 
Οι προσπάθειες της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ
 
Το 2015, λοιπόν, η νέα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν έμεινε αδιάφορη, αλλά με επιμονή ξεκίνησε από την αρχή όλες τις επαφές στην OYNESCO που συνέτειναν στην αύξηση του αριθμού των κρατών-μελών, τα οποία σήμερα μας υποστηρίζουν στο καίριο αυτό ζήτημα. Από το 2015 έως το 2019 έγιναν άοκνες προσπάθειες για να αλλάξει η ατζέντα, στις οποίες συμμετείχαν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον πρωθυπουργό και όλους τους υπουργούς Πολιτισμού έως τα στελέχη του υπουργείου Πολιτισμού και του υπουργείου Εξωτερικών. Αποκαταστάθηκε η γραμμή διεκδίκησης σε πολιτιστική και ηθική βάση μέσω της διπλωματικής, νομικής και πολιτικής οδού. Οι αποφάσεις της Ολομέλειας της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ το 2015 και το 2018 για την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προέλευσης συμπεριέλαβαν πρώτη φορά μια έμμεση παραπομπή στα Γλυπτά. Και το κυριότερο, το 2018 καταφέραμε για πρώτη φορά να αναγνωριστούν στην αρμόδια διακυβερνητική Επιτροπή της UNESCO οι ιστορικές, πολιτιστικές, νομικές και ηθικές διαστάσεις του ζητήματος της επιστροφής των Γλυπτών, τα οποία ανήκουν σε εμβληματικό Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. [βλ. αναλυτικά, Οι πρωτοβουλίες της προηγούμενης κυβέρνησης για την επιστροφή των μαρμάρων / Μαρία Βλαζάκη: Τέσσερα χρόνια διεκδικήσεων για τον επαναπατρισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα | Αυγή (avgi.gr)].
 
Το 2019 ξανάρχεται η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση και, αντί για δικαστικό αγώνα, τώρα διά στόματος πρωθυπουργού ανακοινώνει τον δανεισμό Γλυπτών του Παρθενώνα! Βεβαίως, αντιμετωπίζοντας τη δίκαιη κατακραυγή από τη χώρα και τις διεθνείς Επιτροπές, αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί. Ακολούθησε ένα σημαντικό γεγονός: η απόφαση της UNESCO τον Σεπτέμβριο του 2021 για επίλυση του ζητήματος σε διακυβερνητικό επίπεδο μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας. Μια απόφαση, η οποία ήταν η κατάληξη της σειράς συστάσεων της UNESCO κατά τα προηγούμενα χρόνια, που κερδήθηκαν με την άριστη συνεργασία των δύο ελληνικών υπουργείων Πολιτισμού και Εξωτερικών και με σπουδαιότερη αυτή του 2018.
 
Η απόφαση της UNESCO του 2021
 
Τι συμβαίνει, όμως, σήμερα; Μια αντίστοιχη συμπεριφορά με το 2014 απέναντι στο ιδιαίτερα ευαίσθητο εθνικό θέμα. Για άλλη μια φορά εγκαταλείπεται ένα πολύ ενθαρρυντικό βήμα για τη διεκδίκηση των Γλυπτών, δηλαδή η σημαντική απόφαση της UNESCO του 2021, η οποία επίσης θέλει χρόνο για να ευοδωθεί. Η ελληνική κυβέρνηση, με εσπευσμένες και αγχώδεις κινήσεις λόγω επικείμενων εκλογών, εγκατέλειψε την προσπάθεια αυτή και προχώρησε σε επικίνδυνες ατραπούς με μυστικές και αντιθεσμικές κινήσεις αποικιοκρατικής νοοτροπίας προκειμένου να ανακοινώσει προεκλογικά το πόσο κοντά βρίσκεται στην όποια συμφωνία (Τα Νέα 3.12.2022), αμβλύνοντας το κοινό αίσθημα με μια πολιτική υποτέλειας: ας έρθουν και όπως να ’ρθουν. Το ίδιο και οι Βρετανοί, δράττονται της ευκαιρίας για να προωθήσουν τις πάγιες θέσεις τους περί κυριότητας και δανεισμού σε μια στιγμή μάλιστα που έχει αναγγελθεί ότι το Βρετανικό Μουσείο θα κλείσει για επισκευές. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να εξηγηθούν ο καταιγισμός των βρετανικών δημοσιευμάτων, τα οποία μιλούν για δανεισμό ή ανταλλαγή με συγκεκριμένα εμβληματικά ελληνικά κινητά μνημεία, και η αρχική σιωπή της ελληνικής κυβέρνησης.
 
Μετά τις ανακοινώσεις της Σίας Αναγνωστοπούλου στις 5 Ιανουαρίου και του Αλέξη Τσίπρα για επίσημη ενημέρωση της Βουλής και του ελληνικού λαού, μετά και τη συνάντηση με το προεδρείο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων στις 7 Ιανουαρίου, μόνο τότε υπήρξαν δηλώσεις τόσο της Λ. Μενδώνη όσο και του Γ. Γεραπετρίτη, και του ίδιου του πρωθυπουργού στη συνέχεια. Στα κείμενα της υπουργού Πολιτισμού, μάλιστα, επαναλαμβάνονται αναληθή στοιχεία, με αιχμές για πολιτική αντιπαράθεση στο πολύ σημαντικό και ευαίσθητο θέμα. Βέβαια, η συνέντευξη της Βρετανίδας υπουργού Πολιτισμού Μισέλ Ντόνελαν στο BBC την ίδια ημέρα με την δήλωση του Έλληνα πρωθυπουργού αποκαλύπτει για ακόμη μια φορά τις προθέσεις της Βρετανίας και του Βρετανικού Μουσείου.
 
Ηδη από τον Σεπτέμβριο του 2019 είχα γράψει ως κατακλείδα στην ΑΥΓΗ: «Το κλίμα διεθνώς έχει γίνει πολύ θετικό για την επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα. Η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης έχει αυξηθεί κατά πολύ, αυξάνοντας παράλληλα τις ελπίδες μας για την οριστική επιστροφή. Σε αυτό συμβάλλουν οι ανά την υφήλιο Εθνικές Επιτροπές. Περίπου το 80% των Βρετανών επιθυμεί την επιστροφή. Απαιτούνται χρόνος, συνέχεια, συνέπεια, μεθοδικότητα και επιμονή, όχι πισωγυρίσματα και αντιφάσεις που δυστυχώς εκπέμπουν λάθος μηνύματα. Η νέα κυβέρνηση πρέπει να ενώσει τη φωνή της με την προηγούμενη για τη μόνιμη επιστροφή και επανένωση των Γλυπτών, ώστε το μνημείο-σύμβολο της χώρας και της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς να αποκτήσει την ακεραιότητά του στον φυσικό του χώρο, χωρίς συζητήσεις περί δανεισμού, ο οποίος στην πράξη σημαίνει αναγνώριση της κυριότητας του Βρετανικού Μουσείου, υιοθέτηση των θέσεών του και ακύρωση της προόδου των τελευταίων ετών». Αυτά επαναλαμβάνω και σήμερα. Δυστυχώς το πάθημα δεν έχει γίνει μάθημα.
 
Εμπρός για τον αγώνα τον καλό!
 
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα είμαι βέβαιη, όπως συνεχώς δηλώνω, ότι θα επιστρέψουν στην Ελλάδα, μέσα όμως από συνεχείς, συνεπείς και κυρίως δίκαιους αγώνες. Διαχρονικά είναι αίτημα όλων των κυβερνήσεων ώστε να αποκατασταθεί μια ιστορική αδικία. Όλοι μαζί θα πανηγυρίσουμε, όποτε έρθουν, γιατί θα έρθουν. Όμως η χώρα μας δεν πρέπει να παρουσιάζεται αναξιόπιστη απέναντι στην UNESCO, στον βασικό μας υποστηρικτή, λόγω προεκλογικών περιόδων. Ήδη έγινε για δεύτερη φορά!
 
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι είναι απολύτως απαραίτητες η συνεργασία των Επιτροπών θεσμικών οργάνων ΥΠΠΟΑ και ΥΠΕΞ με τις διεθνείς Επιτροπές και η συνεπής ελληνική διεκδίκηση επανένωσης του μνημείου με επιστημονικά επιχειρήματα. Το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων υιοθέτησε πρόσφατα τον όρο «ηθική των μουσείων» ώστε τα μουσεία να είναι χώροι συμφιλίωσης και εξιλέωσης, και όχι έκθεσης κλεμμένων πολιτιστικών αγαθών. Σήμερα, υπό την πίεση αυτής της νέας τοποθέτησης των μουσείων και του παγκόσμιου κλίματος υπέρ των επαναπατρισμών, το θέμα έχει ωριμάσει πολύ και στη Βρετανία, η οποία πρέπει να παραχωρήσει την κυριότητα, που σημαίνει εκ μέρους της χώρας μας επιμονή και υπομονή, και όχι σύνδεση με πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη. Χρειάζεται η πολιτική βούληση της βρετανικής κυβέρνησης ώστε να αλλάξει ο σχετικός νόμος (British Act) ή να ενεργοποιηθούν οι διατάξεις του Charities’ Act για τα Γλυπτά. Ως δάνειο θα είχαν έρθει από καιρό. Αυτό πρότεινε πάντα η Βρετανία, αυτό αρνιόταν σταθερά η χώρα μας.
 
Εμπρός, λοιπόν, για τον αγώνα τον καλό!
 
* Η Μαρία Βλαζάκη είναι επίτιμη γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, πρώην πρόεδρος της Επικουρικής Επιτροπής της Σύμβασης του 1970 της UNESCO και τέως γενική γραμματέας ΥΠΠΟΑ