Macro

Μαρία Γκασούκα: Woke ατζέντα και μαρξιστική φεμινιστική κριτική

Το Black Lives Matter (Οι ζωές των μαύρων έχουν αξία), αλλά και σημαντικά γεγονότα όπως οι διαδηλώσεις για τον θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ το 2020, έχουν επαναφέρει τη συζήτηση γύρω από την woke ατζέντα και έχουν αναπτύξει έναν ενδιαφέροντα διάλογο διεθνώς. Ο όρος woke προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, από το “wokeness” (“ξύπνια/ος” ή “ευαισθητοποιημένη/ος”) και έχει τις ρίζες του στην αφροαμερικανική κουλτούρα, η οποία αρχικά χρησιμοποιούταν για να περιγράψει την ευαισθητοποίηση γύρω από τις κοινωνικές και πολιτικές αδικίες που συνδέονται με τη φυλή, τα πολιτικά δικαιώματα και την καταπολέμηση των φυλετικών διακρίσεων. Με την πάροδο του χρόνου επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει και άλλες μορφές ανισότητας και καταπίεσης.
 
 
Τα χαρακτηριστικά της woke ατζέντας
 
 
Βασικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης ατζέντας αποτελούν πλέον α) η ευαισθητοποίηση για κοινωνικά ζητήματα που συνδέονται με τη φυλή, το φύλο, την εθνοτικότητα, τη σεξουαλικότητα κ.λπ., β) η υποστήριξη των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και η καταπολέμηση των διακρίσεων που βιώνουν τα μέλη της, γ) η πολιτική ορθότητα διά της προσπάθειας αποφυγής γλωσσικών εκφράσεων και συμπεριφορών που μπορεί να θεωρηθούν προσβλητικές ή διακριτικές, δ) η κριτική της δομής της εξουσίας και των θεσμών που ενδέχεται να συντηρούν τις ανισότητες και τις διακρίσεις. Η woke ατζέντα εισάγει νέα δεδομένα στη δημόσια συζήτηση γύρω από την κοινωνική δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενσωματώνοντας μεταξύ άλλων θέματα που αφορούν την ποικιλομορφία και την ενδυνάμωση των περιθωριοποιημένων φωνών. Αναγνωρίζει ότι οι διάφορες μορφές καταπίεσης είναι αλληλένδετες και ότι οι εμπειρίες καταπίεσης ποικίλλουν ανάλογα με την ταυτότητα του ατόμου. Παρά τις όποιες αντιθέσεις, αντιρρήσεις και γενικότερα την αυστηρή κριτική που της ασκείται, το βέβαιο είναι ότι η woke ατζέντα εστιάζει σε σημαντικά ζητήματα που, κατά την άποψή της, αφορούν την κοινωνία και την ανθρώπινη εμπειρία, προωθώντας τη δικαιοσύνη και την ισότητα. Έτσι δεν είναι τυχαίο που φεμινιστικά ρεύματα αποδέχονται μεγάλο μέρος της woke ατζέντας, καθώς την συναντούν σε πεδία όπως η ισότητα των φύλων, η καταπολέμηση της πατριαρχίας, η έμφυλη βία, κ.ά. Από την άλλη, ο νεοφιλελευθερισμός ενώ υιοθετεί ορισμένες πτυχές της, κυρίως στον εταιρικό χώρο και στον τομέα της καταναλωτικής αγοράς, ως μέσο ενίσχυσης του προφίλ των εταιρειών και διεύρυνσης της πελατείας, ασκεί κριτική όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η woke ατζέντα μπορεί να επιβάλλει κανονισμούς που παρεμβαίνουν στις ελεύθερες αγορές και στην οικονομική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, η Άκρα Δεξιά βρίσκεται εντελώς απέναντι απέναντι στην woke ατζέντα, βασιζόμενη στην ιδεολογική της δέσμευση για την προστασία των παραδοσιακών αξιών και της εθνικής ταυτότητας. Την προσλαμβάνει ως απειλή για τον κοινωνικό συντηρητισμό, θεωρώντας ότι προωθεί την αποδόμηση των παραδοσιακών θεσμών, της οικογένειας και της εθνικής συνοχής.
 
 
Οι διαφορές
 
 
Ο μαρξιστικός φεμινισμός προσεγγίζει κριτικά την woke ατζέντα, αναγνωρίζοντας τη συνεισφορά της στην αύξηση της ευαισθητοποίησης σχετικά με τις ανισότητες, αλλά ταυτόχρονα θεωρεί πως εστιάζει υπερβολικά στις ατομικές ταυτότητες και στην πολιτική ορθότητα, παραμελώντας την ταξική ανάλυση και τη συλλογική δράση κατά του καπιταλισμού. Για τις μαρξίστριες φεμινίστριες, η κεντρική λύση στην καταπίεση βρίσκεται στην ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και στην προώθηση της ταξικής ενότητας, η οποία θα επιτρέψει την πραγματική απελευθέρωση όλων των καταπιεσμένων ομάδων και την υπέρβαση της πατριαρχίας ειδικότερα. Αν και οι δύο προσεγγίσεις έχουν κοινούς στόχους, οι διαφορές τους εντοπίζονται στη θεμελιώδη εστίασή τους στην ανάλυση της κοινωνίας και της καταπίεσης. Πιο συγκεκριμένα, ο μαρξιστικός φεμινισμός θεωρεί ότι ο αγώνας για την απελευθέρωση των γυναικών, και όχι μόνο, συνδέεται ευθέως με την ταξική πάλη και την πάλη κατά του καπιταλισμού ευρύτερα, γεγονός που συμπυκνώνεται στις λέξεις-κλειδιά καταπίεση/εκμετάλλευση. Δεν αποδέχεται την καταπίεση αποκλειστικά ως ζήτημα ταυτότητας (φυλή, φύλο, σεξουαλικός προσανατολισμός), αλλά επικεντρώνεται στην συνολική εκμετάλλευση από το καπιταλιστικό σύστημα και στην ποικιλία των εκφάνσεών της. Κατά την άποψή του η έμφαση στην ταυτότητα μπορεί να οδηγήσει σε αποσπασματικές λύσεις, χωρίς να ανατρέπεται η βασική δομή του καπιταλισμού, που είναι η κύρια πηγή ανισοτήτων. Με δυο λόγια, αν και ο μαρξιστικός φεμινισμός αναγνωρίζει ήδη από την εμφάνισή του τη σημασία του τρόπου με τον οποίο διάφορες μορφές καταπίεσης διαπλέκονται (π.χ., φύλο, φυλή, τάξη), υποστηρίζει ότι όλες οι μορφές καταπίεσης είναι τελικά συνδεδεμένες με τον καπιταλισμό και την ταξική δομή. Έτσι, η woke ατζέντα δίνοντας έμφαση στις ατομικές ταυτότητες, ενδέχεται να υπονομεύσει τη συλλογική ταξική πάλη και την ανατροπή του καπιταλισμού.
 
Αρκετές μαρξίστριες φεμινίστριες στέκονται επίσης με επιφύλαξη απέναντι στην πολιτική ορθότητα που προωθείται από την woke ατζέντα. Παρόλο που αναγνωρίζουν την ανάγκη για έναν πιο περιεκτικό και ευαίσθητο λόγο, ειδικότερα για έναν λόγο που θα κάνει τις γυναίκες και τους κόσμους τους ορατές, θεωρούν ότι η υπερβολική έμφαση στη γλώσσα μπορεί να μετατοπίζει την προσοχή από τις βαθύτερες οικονομικές και υλικές συνθήκες καταπίεσης. Η έμφαση στη γλώσσα και την πολιτική ορθότητα αποσπά την προσοχή από τις δομικές και οικονομικές αιτίες της καταπίεσης, οι οποίες βρίσκονται στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Κατά πάσα πιθανότητα, η αλλαγή της γλώσσας είναι δευτερεύουσα σε σχέση με την ανατροπή των υλικών συνθηκών και των σχέσεων παραγωγής που συντηρούν τις ανισότητες. Η πολιτική ορθότητα, ισχυρίζονται, αν και απαραίτητη σε κάποιο βαθμό, δεν είναι αρκετή για να αλλάξει τις δομές που παράγουν την καταπίεση. Άλλωστε, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός πως ο μαρξιστικός φεμινισμός προσφέρει μια συστηματική οικονομική ανάλυση των ανισοτήτων και της καταπίεσης των γυναικών, βασισμένη στην προαναφερόμενη πεποίθηση ότι η καταπίεση των γυναικών, όπως και των άλλων ομάδων, είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον καταμερισμό της εργασίας και την ανάγκη του καπιταλισμού για εκμετάλλευση της φθηνής εργατικής δύναμης- και της γυναικείας. Εγκαλεί κατά συνέπεια την woke ατζέντα ότι τείνει να επικεντρώνεται περισσότερο στις κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις της καταπίεσης, δίνοντας έμφαση στις εμπειρίες και τις ταυτότητες, χωρίς να εξετάζει επαρκώς τις οικονομικές σχέσεις που τις συντηρούν, παράλληλα με το ότι η έμφαση της woke ατζέντας στις ατομικές ταυτότητες και τα πολιτικά δικαιώματα μπορεί να περιορίσει την ανάγκη για οργανωμένη συλλογική δράση, που αποτελεί τον κύριο δρόμο για την ανατροπή της καταπίεσης.
 
Ολοκληρώνοντας, αξίζει η επισήμανση πως παρόλο που ο μαρξιστικός φεμινισμός αναγνωρίζει και προτάσσει την ταξική ανάλυση, αναγνωρίζει επίσης ως εξίσου σημαντικές τις φυλετικές, τις έμφυλες κ.ά. ανισότητες. Προσεγγίζει δε μεταξύ άλλων τον σεξισμό και τον ρατσισμό ως αναπόσπαστα στοιχεία του καπιταλιστικού συστήματος, που μέσω των ανισοτήτων διαχωρίζει την εργατική τάξη και ενισχύει την εκμετάλλευση. Για τον μαρξιστικό φεμινισμό η πραγματική απελευθέρωση δεν θα έρθει από την ταυτότητα ή τη γλώσσα, αλλά από την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και την εγκαθίδρυση ενός συστήματος που θα βασίζεται στην ισότητα και την κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Η woke ατζέντα συχνά δίνει έμφαση σε συμβολικές νίκες, όπως η αλλαγή της γλώσσας ή η αναγνώριση των μειονοτικών ταυτοτήτων σε θεσμικό επίπεδο. Ο μαρξιστικός φεμινισμός θεωρεί τις συγκεκριμένες στρατηγικές ως ανεπαρκείς για την πραγματική κοινωνική αλλαγή. Αντί να αλλάζουν την ουσία των σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης, τέτοιες επιλογές μπορεί να εμφανίζονται ως συμβολικοί θρίαμβοι, αφήνουν όμως άθικτες τις βασικές δομές του συστήματος. Ο μαρξιστικός φεμινισμός επιμένει στη σύνδεση της γυναικείας απελευθέρωσης με την ανατροπή των σχέσεων παραγωγής και τη ριζοσπαστική αναδιανομή του πλούτου.
 
Η Μαρία Γκασούκα είναι ομότιμη καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αιγαίου