Macro

Μαρία Γκασούκα: Λόγος, γλώσσα, φύλο: η αναγκαιότητα της υπέρβασης του γλωσσικού σεξισμού

«Η γλώσσα δεν αντικατοπτρίζει απλώς τον τρόπο που σκεφτόμαστε: διαμορφώνει επίσης τη σκέψη μας. Εάν χρησιμοποιούνται συνεχώς λέξεις και εκφράσεις που υποδηλώνουν ότι οι γυναίκες είναι κατώτερες από τους άντρες, αυτή η υπόθεση κατωτερότητας τείνει να γίνει μέρος της νοοτροπίας μας. Εξ ου και η ανάγκη να προσαρμόσουμε τη γλώσσα μας όταν οι ιδέες μας εξελίσσονται» (UNESCO, 2011, Π. 4).
 
Tο φαινόμενο του γλωσσικού σεξισμού αποτελεί μία από τις πιο οδυνηρές εκφάνσεις του σεξισμού ευρύτερα, εκείνης δηλαδή της ρατσιστικής πρακτικής μέσω της οποίας υποβαθμίζονται άτομα με βάση το φύλο τους. Σε κοινωνίες με μακρά πατριαρχική παράδοση όπως η ελληνική υποβιβάζονται οι γυναίκες, αφού οι άντρες διαθέτουν αισθητά μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική δύναμη. Στο πλαίσιο του γλωσσικού σεξισμού επισημαίνεται αφενός ο αναχρονιστικός, ιεραρχικός τρόπος με τον οποίο ορίζονται, αναφέρονται ή/και αποσιωπούνται οι γυναίκες, αφετέρου ο τρόπος με τον οποίο αξιοποιούνται οι κυρίαρχες γλωσσικές στρατηγικές κατά την έμφυλη αλληλεπίδραση. Υποστηρίζω ότι o λόγος και η γλώσσα απηχούν ιεραρχημένες, εξουσιαστικές, κοινωνικές πραγματικότητες και συντελούν στην ανάπτυξη έμφυλων ανισοτήτων και διακρίσεων. Κι αυτό γιατί η γλώσσα και ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεται στις οντότητες του κόσμου αλληλεπιδρούν με τον τρόπο με τον οποίο αυτός ο κόσμος γίνεται αντιληπτός.
 
Ετσι στο πλαίσιο του λόγου και της γλώσσας αναπαράγεται και διαιωνίζεται, ανάλογα με τις ιστορικές και πολιτιστικές συνθήκες, το πλέγμα των κυρίαρχων κάθε φορά έμφυλων προκαταλήψεων και στερεοτύπων. Κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης της γλώσσας ταυτίστηκε η αρσενική υποκειμενικότητα με την αντικειμενικότητα εν γένει και, όπως επισημαίνεται, οι γυναίκες έχουν αποκλειστεί σε μεγάλο βαθμό από την παραγωγή μορφών σκέψης αλλά και εικόνων και συμβόλων μέσω των οποίων εκφράζεται και υλοποιείται η σκέψη. Και προφανώς η γλωσσική διαφοροποίηση δεν ανάγεται στη βιολογική διαφοροποίηση μεταξύ των φύλων, αλλά στην έμφυλη διαφορά των κοινωνικών ρόλων που τους έχουν απονεμηθεί: της ισχύος και της δύναμης για τους άντρες και της αδυναμίας και της υποβάθμισης για τις γυναίκες σε όλους τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας: διαπροσωπικές σχέσεις, εργασιακές θέσεις, πολιτική κ.ά. Η ανισότητα των φύλων διατηρείται μέσω του γλωσσικού νοήματος, αφού νομιμοποιούνται οι ασύμμετρες σχέσεις με το να εμφανίζεται η κυριαρχία ως δικαιολογημένη και να φυσικοποιείται, παρουσιάζοντας ως αιώνιο και φυσικό ό,τι στην πραγματικότητα είναι ιστορικό και μεταβατικό.
 
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται διεθνώς και στη χώρα μας θεσμικές αλλαγές στη γλωσσική πολιτική (λ.χ. Νόμος για την Ουσιαστική Ισότητα, Οδηγός Υπέρβασης του Γλωσσικού Σεξισμού κ.λπ.), αν και κατά κανόνα χωρίς την κανονιστική έγκριση φορέων όπως λ.χ. η Ακαδημία Αθηνών. Ωστόσο αρκετοί εθνικοί και υπερεθνικοί φορείς (π.χ. EIGE) και αντίστοιχοι φορείς λήψης αποφάσεων έχουν συχνά συμφωνήσει με τα επιχειρήματα των υποστηρικτριών/ών της χρήσης μη σεξιστικής γλώσσας, γεγονός το οποίο εκφράστηκε μέσω νομοθεσιών, oδηγών, συστάσεων κ.λπ.
 
Οι νέες αντιλήψεις χάραξης γλωσσικής πολιτικής, η οποία λαμβάνει υπόψη τη διάσταση του φύλου, αποτελούν προϊόντα ερευνών (όπως αυτή του Καναδά 1987, της Ε.Ε., 2012-2014 κ.λπ.), συνδέονται με το ζήτημα της έμφυλης δημοκρατίας και τα γλωσσικά δικαιώματα και έχουν οδηγήσει στην πιο ενδιαφέρουσα περίοδο των αγώνων κατά του γλωσσικού σεξισμού. Εξαιρετική «καλή πρακτική», το πιο ευρέως αναγνωρισμένο διεθνές σχετικό πρότυπο, αποτελεί το ανωτέρω ψήφισμα της UNESCO, η οποία εφαρμόζει μη σεξιστική γλώσσα στα εσωτερικά έγγραφα και τις δημοσιεύσεις της. Επίσης επέδρασε στην έκδοση παρόμοιων κατευθυντήριων γραμμών για δημοσιεύσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2008), οι οποίες αναφέρονται σε όλες τις γλώσσες εργασίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.) και εξειδικεύτηκαν το 2017 από το EIGE στον γνωστό και στην Ελλάδα «Θησαυρό Γλώσσας», τον οποίο δημιούργησε.
 
Η προσπάθεια έμφυλου εκδημοκρατισμού της γλώσσας, που οφείλεται στη φεμινιστική σκέψη, συνοδεύτηκε και από αρνητικές αντιδράσεις, τόσο συλλογικές (ανώτατοι μορφωτικοί οργανισμοί) όσο και ατομικές, όπως συνέβη πρόσφατα και στη χώρα μας. Δεν προκλήθηκαν μόνο από την καινοτομία του, αλλά εξαρτήθηκαν και εξαρτώνται από ευρύτερες πεποιθήσεις και στάσεις απέναντι στα ζητήματα φύλου και αποδοχής της πατριαρχίας, όπως και αντιστάσεις κατά διαφόρων καινοτομιών.
 
Πολλοί/ές υποστηρίζουν ότι το σύστημα του φύλου αποτελεί καθαρά γλωσσικό φαινόμενο, δεν αντανακλά τις κοινωνικές διαιρέσεις και ότι οι σχετικές αξιώσεις βασίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία της σχέσης μεταξύ γραμματικού γένους και κοινωνικού φύλου. Οι περισσότερες από τις εναλλακτικές στρατηγικές, λένε, είναι περιττές, λειτουργούν ως αποκλεισμός και σε κάθε περίπτωση ας μείνει θέμα προσωπικής επιλογής. Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση της Real Academia Española στην πρόταση της Αριστεράς να διατυπωθεί το υπό διαμόρφωση ισπανικό Σύνταγμα σε μη σεξιστική γλώσσα και να γίνονται ορατά στο πλαίσιό του τα γένη. Ισχυρίστηκε ότι η γλώσσα του τρέχοντος Συντάγματος είναι «γραμματικά άψογη» και ότι η χρήση του πληθυντικού αρσενικού ως γενικής μορφής αναφορά σε Ισπανούς άντρες και γυναίκες είναι «σωστή» και «συμπεριληπτική».
 
Το βέβαιο είναι πως υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της χρήσης γλωσσικών δομών με βάση το φύλο και της κατασκευής και εσωτερίκευσης του κοινωνικού φύλου. Οι νόρμες που τυποποιούν αυτές τις δομές υποβιβάζουν τις γυναίκες σε μια αποκλίνουσα και υποδεέστερη θέση έναντι των αντρών. Και όπως τονίσαμε η χρήση της σεξιστικής γλώσσας δεν αποτελεί μόνο αποτέλεσμα σεξιστικών πεποιθήσεων, αλλά και συνηθειών. Είναι κοινωνικοποιημένες και κοινωνικοποιημένοι οι άνθρωποι να χρησιμοποιούν σκόπιμα εκείνη τη μορφή γλώσσας, η οποία αντιμετωπίζει τους άντρες ως τον κανόνα και κάνει τις γυναίκες λιγότερο ορατές και μακρόβιες οι συνήθειες οι οποίες καθοδηγούν τη γλωσσική συμπεριφορά.
 
Πρόκειται για ζήτημα βαθιά πολιτικό, για ζήτημα ουσιαστικής δημοκρατίας, με σοβαρές συνέπειες στις ζωές των αντρών και των γυναικών. Η χρήση λέξεων και γλωσσικών μορφών με διαφορετικό τρόπο που επιχειρείται σήμερα μετονομάζει και ερμηνεύει εκ νέου την πραγματικότητα και ως εκ τούτου μπορεί να συμβάλει στην έμφυλη κοινωνική αλλαγή, μειώνοντας τα γλωσσικά στερεότυπα, την ασύμμετρη αντιμετώπιση των φύλων μέσω της γλώσσας και των ανισοτήτων εξουσίας. Και είναι παρήγορο το γεγονός ότι οργανισμοί κύρους (λ.χ. American Psychological Association, 1975, 2009) σε δημοσιεύσεις ή ευρύτερα κείμενά τους απορρίπτουν παραδοσιακούς γλωσσικούς κανόνες.
 
Με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, από τη μια η ορατότητα των γυναικών και η γνωστική διαθεσιμότητα των γυναικείων υποδειγμάτων και από την άλλη προκύπτουν πιο ισορροπημένες διανοητικές αναπαραστάσεις ως προς το φύλο. Κυρίως όμως συμμετέχουν οι γυναίκες, και όχι μόνο, στη συμβολική κατασκευή του κόσμου. Ωστόσο χρειάζεται προσοχή. Μια μεταρρύθμιση της γλώσσας από μόνη της δεν μπορεί να αλλάξει τις έμφυλες σχέσεις, αν δεν αλλάξουν και άλλοι κοινωνικοί παράγοντες και δομές. Αρα η εξάλειψη του γλωσσικού σεξισμού εξαρτάται και από τις αλλαγές που θα σημειωθούν στο κοινωνικό, πολιτικοοικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο, οι οποίες θα στοχεύουν στην εξάλειψη ευρύτερων σεξιστικών αντιλήψεων και πρακτικών. Το εάν η γλώσσα είναι σεξιστική αποτελεί σύμπτωμα, όχι την ίδια την ασθένεια. Για να αλλάξει επιβάλλεται πριν απ’ όλα να κατανοήσουμε τις βαρύτατες συνέπειες της έμφυλης διαίρεσης/ιεραρχίας σε κάθε πτυχή της ζωής των ανθρώπων.
 
ΥΓ. Ευχαριστώ θερμά την «Εφημερίδα των Συντακτών» που για άλλη μία φορά φιλοξενεί τις απόψεις μου σε θέματα φύλου, διακρίσεων και φεμινισμού, αλλά και ευρύτερα για τον χώρο που τόσο πρόθυμα παραχωρεί στη φεμινιστική προβληματική, γεγονός καθόλου αυτονόητο.
 
Η Μαρία Γκασούκα είναι ομότιμη καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Αιγαίου