Διαχρονικά, η εσωτερική διακυβέρνηση συνδέεται άμεσα με την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, πέρα από τις επιπτώσεις στο εσωτερικό πεδίο, το διεθνές κύρος της χώρας υποβαθμίστηκε δραματικά και η χώρα απομονώθηκε διπλωματικά και βγήκε από τις ράγες των διεθνών εξελίξεων.
Η μακρά επιβίωση της δικτατορίας οφειλόταν σε καθοριστικό βαθμό στην ανοχή και στήριξη που της παρείχαν οι ΗΠΑ: η δικτατορία εξασφάλισε από τις ΗΠΑ επαρκές πεδίο αποδοχής ή εύνοιας σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό περίγυρο που η προσπάθεια των πραξικοπηματιών προσέκρουσε σε τείχος ισχυρών αντιδράσεων.
Σε επίπεδο τακτικής, οι ΗΠΑ αποτιμούσαν θετικά την έλευση της δικτατορίας αναφορικά με μία σειρά παραγόντων, συχνά αντιφατικών, που συνέβαλλαν στην εξυπηρέτηση ζωτικών στρατηγικών συμφερόντων τους στην περιοχή: οι ανάγκες του ΝΑΤΟ, η άσκηση πιέσεων από την αμερικανική κοινή γνώμη και τα κοινοβουλευτικά σώματα, η στάθμιση των στρατηγικών δεδομένων και της ισορροπίας των δυνάμεων στην περιοχή σε εποχή σταθερής εφαρμογής της πολιτικής της «ανάσχεσης», η φοβία απέναντι στο ενδεχόμενο αύξησης της κομμουνιστικής επιρροής στην Ελλάδα.
Αναγκαίο για την κατανόηση των γεγονότων είναι η εμπέδωση ότι εκφράζονταν διαφορετικές απόψεις για το ελληνικό θέμα εντός της αμερικανικής γραφειοκρατίας: State Department, CIA, Πεντάγωνο, Βουλή των Αντιπροσώπων, Γερουσία, δεν είχαν πάντα, και για όλα τα θέματα, ενιαία στάση, γεγονός που οφειλόταν πρωτίστως στις ομάδες συμφερόντων που εξέφραζαν και δευτερευόντως στις διαφορετικές οπτικές για τα αμερικάνικα συμφέροντα στην περιοχή και τα μέσα εξυπηρέτησής τους.
Λόγω της ρευστότητας της κατάστασης οι ενέργειες της αμερικανικής κυβέρνησης θα εξαρτηθούν από την εκάστοτε μεταβλητή συγκυρία. Αρχικά, η στάση της φάνηκε να είναι περισσότερο αυστηρή: εκδήλωση ενδιαφέροντος για επάνοδο στην κοινοβουλευτική τάξη, εμπάργκο στη χορήγηση βαρέος οπλισμού και απειλή διακοπής της βοήθειας.
Ταυτόχρονα, σημαντικά γεγονότα στο χώρο της ευρύτερης Ανατολικής Ευρώπης και Μ. Ανατολής έστρεφαν τις ΗΠΑ προς τη στήριξη της δικτατορίας: πόλεμος των Έξι Ημερών (Ιούνιος 1967), εισβολή στην Τσεχοσλοβακία (Αύγουστος 1968), επικράτηση Καντάφι και απομάκρυνση των συμμαχικών βάσεων από τη Λιβύη (Σεπτέμβριος 1969), αντιαμερικανικές εκδηλώσεις στην Ιταλία και την Τουρκία τον Δεκέμβριο 1969.
Σε αυτό το πλαίσιο, η σημασία του ελληνικού χώρου αναβαθμιζόταν ως ένα από τα λίγα αξιόπιστα ερείσματα που εναπέμεναν για την εξυπηρέτηση καίριων αναγκών της Ατλαντικής Συμμαχίας. Έτσι, με στόχο την ενίσχυση των προωθημένων χωρών του ΝΑΤΟ μετά τα γεγονότα της Πράγας, αποφασιζόταν η αναστολή του εμπάργκο προτού αναγγελθεί η οριστική κατάργησή του, ένα χρόνο αργότερα.
Λόγω όλων αυτών των συνθηκών και των εκτιμήσεων, η αμερικανική πίεση, «βελούδινη» όπως χαρακτηρίστηκε, θα περιοριζόταν στη διατύπωση συστάσεων και ευχολογίων για την επαναφορά της Δημοκρατίας με αποτελέσματα μηδενικά.
Η ανάδειξη του Ρίτσαρντ Νίξον στην Προεδρία, το 1969, θα βελτιώσει, έτι περαιτέρω, τις σχέσεις δικτατορίας-ΗΠΑ. Πρώτο βήμα της νέας κυβέρνησης ήταν η πλήρωση της κενής για ένα έτος θέσης του πρέσβη στην Αθήνα, από τον Χένρυ Τάσκα.
Ο ίδιος ο Νίξον θα δεχθεί σε ακρόαση τον αντιπρόεδρο της στρατιωτικής κυβέρνησης Στ. Παττακό, ενώ ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Σπίρο Άγκνιου (ελληνικής καταγωγής) θα επισκεπτόταν την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1971 και θα είχε συνομιλίες, σε θερμό κλίμα, με τον δικτάτορα Παπαδόπουλο.
Μέσα στο ζοφερό αυτό τοπίο παραφωνία αποτελούσε μόνο η σθεναρή στάση σημαντικών μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας (Έντουαρντ Κέννεντυ, Ρόζενταλ, Φουλμπράιτ). Οι παρεμβάσεις τους στα δύο νομοθετικά σώματα θα συνδυάζονταν με επικριτικά σχόλια κατά του καθεστώτος στην Ελλάδα από κορυφαία όργανα του αμερικανικού τύπου, κυρίως τους NYTimes και την WashingtonPost.
Παρόλα αυτά, η αμερικανική κυβέρνηση κατόρθωσε, με ισχνή έστω πλειοψηφία, να αποτρέψει τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης καταδικαστικής ή ανασταλτικής στη διοχέτευση στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα.
Τελικά, η κυβέρνηση της Αθήνας θα παραιτούνταν, τον Ιανουάριο 1973, από τη δωρεάν στρατιωτική βοήθεια προκειμένου να αποφύγει τη συχνή ανακίνηση του θέματος στο Κογκρέσο, που προκαλούσε συζητήσεις καθόλου κολακευτικές για το καθεστώς και έφερνε στο φως τα εγκλήματά του και τις παραβιάσεις των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Η αμυντική συνεργασία Ελλάδας-ΗΠΑ διένυε μία χρυσή εποχή, ιδίως μετά την απομάκρυνση των συμμαχικών βάσεων από τη Μάλτα. Έτσι, οι ΗΠΑ επιζήτησαν την παροχή πρόσθετων λιμενικών διευκολύνσεων στην Ελλάδα. Στις 8 Ιανουαρίου 1973, υπεγράφη «τεχνική συμφωνία», 5ετους διάρκειας, που προέβλεπε τη χρησιμοποίηση όρμων και λιμένων «υπό καθωρισμένου αριθμού και τύπου σκαφών του 6ου στόλου των ΗΠΑ…προς εξυπηρέτησιν των σκοπών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας». Ειδικότερα, επιλεγόταν, ο χώρος της Ελευσίνας για τον ελλιμενισμό σε πρώτη φάση 6 αντιτορπιλικών και σε δεύτερη ενός αεροπλανοφόρου καθώς και για την εγκατάσταση στην περιοχή Αμερικανών στρατιωτικών και μελών της οικογένειάς τους.
Τελείως διαφορετική στάση σε σχέση με τις ΗΠΑ ακολούθησε η Ευρώπη. Οι κύριοι ευρωπαϊκοί θεσμοί, ΕΟΚ και Συμβούλιο της Ευρώπης καθώς και η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη καταδίκασαν την καταπάτηση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και απομόνωσαν διπλωματικά την Ελλάδα.
Μολονότι η Συμφωνία Σύνδεσης με την ΕΟΚ δεν προϋπέθετε ρητά την ομαλή λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, η αδρανοποίηση της εφαρμογής της προέκυψε από την defacto διακοπή της λειτουργίας βασικών θεσμικών Oργάνων, όπως το Συμβούλιο Σύνδεσης και η μικτή Κοινοβουλευτική Επιτροπή.
Η εξέλιξη αυτή, πέρα από το πολιτικό και διπλωματικό κόστος και την απομόνωση της χώρας σε μία περίοδο σημαντικών ευρωπαϊκών εξελίξεων, οδήγησε στο να στερηθεί η Ελλάδα σημαντικά χρηματοδοτικά κεφάλαια καθώς και τη δυνατότητα για αυξημένη εξαγωγή και προστασία των αγροτικών της προϊόντων. Αυτονόητη ήταν και η παρέλκυση της προοπτικής για την πλήρη ένταξη στην ΕΟΚ σε μία εποχή που η τελευταία ισχυροποιούνταν με την προσχώρηση, το 1972, της Βρετανίας, της Ιρλανδίας και της Δανίας.
Παράλληλα, με μια σειρά ψηφισμάτων, το Συμβούλιο της Ευρώπης εγκαλούσε την Ελλάδα για παραβίαση θεμελιωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων. Η δικτατορία μπροστά στο ενδεχόμενο αποπομπής της Ελλάδας απειλούσε τις πλουσιότερες χώρες της Ευρώπης με οικονομικές κυρώσεις (!), κατήγγειλε για συνωμοσία το Συμβούλιο και χαρακτήριζε ως μισέλληνες τα μέλη του. Βάσει της πολιτικής αυτής αλλά και της αναξιοπιστίας της δικτατορίας να παράσχει εγγυήσεις για την βελτίωση των δημοκρατικών θεσμών στη χώρα, το Συμβούλιο της Ευρώπης, με πρωτοστάτες τους Ολλανδούς και τους Σκανδιναβούς, αποφάσισε, στις 12 Δεκεμβρίου 1969, την αποβολή της Ελλάδας από τους κόλπους του. Πριν ανακοινωθεί επίσημα η απόφαση, η δικτατορία, με έναν ελιγμό ενδεικτικό του αφελούς τρόπου που αντιμετώπιζε τα διεθνή θέματα, δήλωσε ότι η Ελλάδα αποχωρούσε εκείνη πρώτη από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Είναι πλέον σαφές ότι ένας από τους λόγους του πραξικοπήματος το 1967, ήταν η «διευθέτηση» του Κυπριακού, δηλαδή μία λύση η οποία θα εξυπηρετούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες και θα διευκόλυνε τους σχεδιασμούς της Τουρκίας.
Από δημοσιοποίηση εγγράφων, αλλά και από μαρτυρίες συνεργατών του Γρίβα την περίοδο της ΕΟΚΑ Β’, κυρίως από την προσεκτική μελέτη των αναθεωρητών της Ιστορίας, είναι εμφανές ότι το 1974 δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός αλλά το αποκορύφωμα μιας συνωμοσίας που άρχισε να εξυφαίνεται αρκετά χρόνια νωρίτερα, με στόχο το πραξικόπημα, τη στρατιωτική εισβολή, την τραγωδία και τη διχοτόμηση του νησιού.
Τον Σεπτέμβρη του 1964 η κυβέρνηση Μακαρίου υπογράφει συμφωνία με τη Σοβιετική Ένωση για τον εξοπλισμό της Εθνικής Φρουράς. Σε συνέντευξή του στον απεσταλμένο του Τσεχοσλοβακικού πρακτορείου ειδήσεων («Φιλελεύθερος», 15.9.1964) ο Μακάριος αναφέρει:
“Γνωρίζω ότι μερικαί χώραι του ΝΑΤΟ δεν βλέπουν ευνοϊκώς την προσφοράν βοήθειας εκ μέρους της Σοβιετικής Ενώσεως. Εν τούτοις, η απόφασις των αυτή μου είναι εντελώς αδιάφορος. Υπαράνω (sic) όλων, ενδιαφέρομαι διά την ελευθερίαν και την εδαφικήν ακεραιότητα της χώρας μου. Πιστεύω ότι αι δηλώσεις και αι προειδοποιήσεις του κ. Κρούστσεφ απετέλεσαν ανασταλτικόν παράγοντα εις τα σχέδια των επιδρομικών δυνάμεων. Ο λαός της Κύπρου είναι πολύ ευγνώμων διά την στάσιν της Σοβιετικής Ενώσεως, η οποία ενισχύει την απόφασιν του να μη ενδώση εις τας πιέσεις και να δεχθή λύσιν του προβλήματος του, η οποία θα εξυπηρετή όχι τα πραγματικά συμφέροντα του Κυπριακου λαού, αλλά τα συμφέροντα μερικών άλλων χωρών”.
Με τα παραπάνω ο Μακάριος δηλώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την αντίθεσή του στα σχέδια Άτσεσον Ι και ΙΙ. Ο Γ. Παπανδρέου τον είχε πιέσει αφόρητα να τα αποδεχτεί (γνωστή η ρήση του περί πολυκατοικίας και ρετιρέ), αλλά δεν μπορούσε παρά να σεβαστεί την άρνησή του. Η μελέτη των πρακτικών των Συνεδριάσεων της Ελληνικής Βουλής από εκείνη τη στιγμή και μέχρι την κυβερνητική κρίση και την Αποστασία το επόμενο καλοκαίρι δείχνει τη βαρύτητα αυτού του γεγονότος στις μεθοδεύσεις της ανατροπής της κυβέρνησης Παπανδρέου, πτυχή που δεν έχει μελετηθεί επαρκώς.
Την 22α Απριλίου 1967, η «Χαραυγή» (εφημερίδα του ΑΚΕΛ) κυκλοφορεί με το πρωτοσέλιδο: «Νέα σελίδα φρικτού µαρτυρίου για την πατρίδα µας, ΕΠΕΒΛΗΘΗ ΩΜΗ ΣΤΡΑΤIΩΤIΚΗ ∆IΚΤΑΤΟΡIΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ∆Α». «Αισθήματα οργής στην Κύπρο. ΣΟΒΑΡΩΤΑΤΟI ΟI ΚIΝ∆ΥΝΟI ΓIΑ ΤΗΝ ΕΘΝIΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ. Κυβέρνηση και λαός να επαγρυπνούν»
Σε άρθρο της με τίτλο «Νέα Περίοδος ελληνικής τραγωδίας» που δημοσιεύθηκε την ίδια μέρα γράφει μεταξύ άλλων: «Η νέα εκτροπή που έγινε από χθες τα μεσάνυκτα στην Ελλάδα συvεπλήρωσε την κλιμάκωση του αντιδημοκρατικού πραξικοπήματος που είχε αρχίσει τον Ιούλιο του 1965. Στην Ιστορία του ελληνικού Έθνους έχει σημειωθεί μια νέα ημερομηνία, η 21η Απριλίου του 1967, ενώπιον της οπαίας ωχριά η 4η Αυγούστου του 1936, που είναι συνταυτισμένη µε τη μεταξική δικτατορία» και προαναγγέλλει ότι «Συστήνεται πλατιά Επιτροπή Αγώνα για τη Δημοκρατία».
Σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις ο Σπ. Κυπριανού, υπουργός Εξωτερικών των κυβερνήσεων Μακαρίου και μετέπειτα Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο ΡΙΚ το 2001, Εκπομπή «Διάλογοι», επεσήμανε: «η Χούντα αν και στα λόγια όμνυε στην Ένωση, όλες της οι πράξεις οδηγούσαν στην Διχοτόμηση και την απεμπώληση τμήματος της Κύπρου στην Τουρκία». Απαίτηση της Χούντας η απομάκρυνσή του. Στην επιστολή παραίτησής του διαβάζουμε με προφητική ενάργεια το τι έμελλε να ακολουθήσει.
Συμπληρώνει ο Νίκος Κρανιδιώτης “Η Χούντα ομιλεί διαρκώς για ένωση και επιτίθεται σφοδρότατα εναντίον των κομμουνιστών. Οργανά της ιδρύουν στην Κύπρο το Παγκύπριο Ενωτικό Μέτωπο (…) που με τις εφημερίδες του αρχίζει μια συστηματική επίθεση εναντίον της κυπριακής κυβέρνησης, του καθεστώτος της ανεξαρτησίας και των Κυπρίων κομμουνιστών” (Ν. Κρανιδιώτη: “Οι διεθνείς διαστάσεις του Κυπριακού”, εκδόσεις “Θεμέλιο”, σελ. 54).
Το Παγκύπριο Ενωτικό Μέτωπο, ήταν μία από τις πολλές παρακρατικές Οργανώσεις που δημιούργησε η Χούντα για την ανατροπή του Μακαρίου την οποία κατηγορούσε για προδοτικό ρόλο και για εγκατάλειψη της πολιτικής της Ένωσης με την Ελλάδα.
“Ο καθοδηγητής της οργάνωσης – γράφει ο Μ. Δρουσιώτης – είναι πια γνωστός. Ηταν η ελληνική ΚΥΠ και το Β’ Επιτελικό γραφείο του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς” (Μ. Δρουσιώτη: “Η “εισβολή” της χούντας στην Κύπρο”, εκδόσεις “Στάχυ”, σελ. 91), ενώ ο Ν. Κρανιδιώτης δίνει πιο ολοκληρωμένη την εικόνα όταν σημειώνει πως πίσω από το Εθνικό Μέτωπο ήταν “και οι μυστικές αμερικανικές υπηρεσίες” (Ν. Κρανιδιώτη, στο ίδιο, σελ. 58 και “Ανοχύρωτη Πολιτεία” εκδόσεις “Εστία”, τόμος Α’ σελ. 557).
«Η δράση του “Εθνικού Μετώπου ήταν στα πρότυπα της ατομικής τρομοκρατίας (βομβιστικές επιθέσεις, κλοπές όπλων, δολοφονικές απόπειρες εναντίον προσώπων με θέση στον κρατικό μηχανισμό, καταλήψεις αστυνομικών τμημάτων κ.ά.). Έτσι η Κυπριακή κυβέρνηση υποχρεώθηκε, τον Αύγουστο του 1969, να θέσει την εν λόγω οργάνωση εκτός νόμου, αλλά αυτή συνέχισε να δρα παράνομα κάνοντας που και που την εμφάνισή της ως το Μάη του 1970. Ένα χρόνο αργότερα τη θέση της πήρε η ΕΟΚΑ Β’. Πριν όμως αναφερθούμε στη δράση της ΕΟΚΑ Β’ οφείλουμε να σημειώσουμε πως μέσα στο κλίμα που είχε δημιουργηθεί με την τρομοκρατική δραστηριότητα του “Εθνικού Μετώπου”, την υπονομευτική δράση της εθνικής φρουράς και των αμερικανονατοϊκών μυστικών υπηρεσιών, επιχειρήθηκε ανεπιτυχώς, στις 8 Μάρτη του 1970, απόπειρα κατά της ζωής του Μακαρίου. Η ενέργεια αυτή, όπως αποδείχτηκε αργότερα με αδιάσειστα στοιχεία που παραδόθηκαν στον Κύπριο πρόεδρο – υπήρξε και σχετικό δημοσίευμα με αποκαλύψεις στο Γερμανικό περιοδικό “Σπίγκελ” τον Απρίλης 1970 – ήταν ενταγμένη σε σχέδιο που είχε καταστρωθεί στην Αθήνα με την κωδική ονομασία “Ερμής”, το οποίο απέβλεπε στην πραξικοπηματική ανατροπή της κυβέρνησης Μακαρίου, στο διαχωρισμό Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και στη διχοτόμηση της Κύπρου ( Κ. Κάππος: “Εγκλημα εναντίον της Κύπρου”, εκδόσεις “Γνώσεις”, σελ. 50, Ν. Κρανιδιώτη: “Ανοχύρωτη Πολιτεία” τόμος Β’, σελ. 13-20, Σ. Γρηγοριάδη: “Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας”, τόμος 6ος, σελ. 129-130 κ.α.). Άλλωστε η χούντα με τις ενέργειές της δημιουργούσε όλο και εντονότερο ασφυκτικό κλοιό γύρω από τον Κύπριο Πρόεδρο και δε δίσταζε, για το σκοπό αυτό, να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο. Έργο της χούντας – αλλά όχι μόνο – ήταν η οργάνωση και ενίσχυση της ΕΟΚΑ Β’ του Γρίβα καθώς και η χρησιμοποίηση των επισκόπων Πάφου, Κιτίου και Κερύνειας που έφτασαν ως το σημείο να αποφασίσουν το Μάρτη του 1973 – χωρίς να το πετύχουν – το «Εκκλησιαστικό Πραξικόπημα», την απόπειρα καθαίρεσης του αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Κορυφαία στιγμή το πραξικόπημα της 15ης του Ιούλη που άνοιξε το δρόμο στην Τουρκική εισβολή.
Όταν ο Μακάριος επέστρεφε στην Κύπρο τον Δεκέμβρη του 1974, σταμάτησε στην Αθήνα και απατώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου αν πίστευε ότι θα γινόταν Πραξικόπημα απήντησε ότι «δεν πίστευα ότι θα είναι τόσο θεότρελλοι (αναφέρεται στην ΕΟΚΑ Β΄ και στην Χούντα) να το κάνουν, αφού ήξεραν ότι αυτό θα έφερνε τους Τούρκους στο νησί».
Νομίζω ότι αυτό είναι και το μεγάλο του λάθος: ότι πίστωνε τους φασίστες με πατριωτισμό.
Μαρία Γιαννακάκη