Με τις εκφυλιστικές εικόνες των τελευταίων ημερών πέφτουν οι τίτλοι τέλους στην περίπου εικοσαετή ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ, ενός εγχειρήματος που εμφανίστηκε ως εκλογική συμμαχία του Συνασπισμού με δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, συμμετείχε με συνέπεια στις ανασυνθετικές και κινηματικές διεργασίες των επόμενων χρόνων (Ευρωπαϊκό και Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ, αντιπολεμικά συλλαλητήρια, φοιτητικό κίνημα, Δεκέμβρης 2008, αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές κινητοποιήσεις κ.α.) ενώ στα χρόνια του μνημονίου κατάφερε να γίνει πρωταγωνιστής των εξελίξεων σε Ελλάδα και Ευρώπη. Με τα προτάγματα της κινηματικής συνέπειας από τις πλατείες των αγανακτισμένων, με αντισυστημικές αιχμές, με κάλεσμα για ενότητα της Αριστεράς και, φυσικά, με κυβερνητική πρόταση κατάφερε να ανατρέψει τις πολιτικές ισορροπίες της μεταπολίτευσης και να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.
Σκοπός του παρόντος άρθρου δεν είναι να περιγράψει την ιστορία και τους ακριβείς λόγους της κατάληξης του, αλλά να σκιαγραφήσει κάποια χρήσιμα συμπεράσματα για την Αριστερά στην επόμενη φάση της ιστορίας της.
Το τέλος της κεντροαριστεράς…
Πρώτο συμπέρασμα: η αποτυχία της κεντροαριστεράς να προσφέρει μια βιώσιμη στρατηγική για τον κόσμο της εργασίας, αλλά και για το πολιτικό προσωπικό που αντιτίθεται στον νεοφιλελευθερισμό, καταδεικνύεται και από την κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ.
Η άνοδος της κεντροαριστεράς στη μεταπολεμική Ευρώπη και, μετά τη μεταπολίτευση, στην Ελλάδα, στηρίχθηκε στην οικονομική ευημερία του καπιταλισμού και στον φόβο για τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», που έβρισκαν απήχηση στους εργαζομένους της Δύσης. Αυτή η ισορροπία οδήγησε σε παραχωρήσεις προς τα λαϊκά στρώματα, θεμελιώνοντας το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος. Η σοσιαλδημοκρατία αναδείχθηκε ως πολιτικός διαχειριστής αυτών των παραχωρήσεων, χωρίς να αμφισβητήσει την καπιταλιστική τάξη. Ωστόσο, η έλευση του νεοφιλελευθερισμού τη δεκαετία του ’80, μέσω των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, οδήγησε σταδιακά στην μετατροπή των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε σοσιαλφιλελεύθερα, με την υιοθέτηση του Τρίτου Δρόμου, την εμφάνιση των «νέων εργατικών», την «Ατζέντα Σρέντερ 2010» και στα καθ’ημάς την επικράτηση του «εκσυγχρονισμού». Ακόμα και με αυτές τις δομικές αλλαγές, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δίσταζαν να λάβουν μέτρα ακραίας εναρμόνισης με τις νεοφιλελεύθερες επιταγές: το 2001 η διαβόητη «μεταρρύθμιση Γιαννίτση» σκόνταψε σε τόσο σφοδρή αντίδραση των συνδικάτων και της Αριστεράς, που χρειάστηκε μια τελετουργική θυσία για να εξευμενιστεί η εργατική τάξη. Στην «ισχυρή Ελλάδα» του χρηματιστηρίου, των ολυμπιακών έργων και του ευρώ ακόμα κόστιζε πιο πολύ στους καπιταλιστές μια γενική απεργία διαρκείας παρά μια παραχώρηση.
Αυτές οι κεντροαριστερές αβρότητες έπαψαν βίαια με την έλευση της οικονομικής κρίσης. Μέτρα πολλές φορές χειρότερα από το ασφαλιστικό Γιαννίτση, ελήφθησαν εν μία νυκτί από τον εκπρόσωπο του «λεφτά υπάρχουν» (Γιώργος Παπανδρέου), και αντιδράσεις πολύ πιο μαζικές και δυναμικές δεν έφτασαν για να ταρακουνήσουν το πολιτικό προσωπικό που τα ψήφισε και τα εφάρμοσε. Παρόλα αυτά, μέσα σε 2 χρόνια το κραταιό κόμμα του λαού, το κόμμα των καταπιεσμένων, το κόμμα που «έδωσε στον λαό ψωμάκι» και είχε ισχυρότατες κοινωνικές συμμαχίες, απέμεινε σκιά του εαυτού του και κατάντησε κομπάρσος στην κυβέρνηση Σαμαρά, παραμένοντας κομπάρσος του πολιτικού συστήματος έως και σήμερα.
…και η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ
Δυστυχώς, την ίδια μοίρα επεφύλασσε η ιστορία και στον ΣΥΡΙΖΑ, αν και με μεγαλύτερη βιαιότητα τόσο στην άνοδο όσο και στην πτώση. Εδώ, η προσαρμογή στην κεντροαριστερά δεν ήρθε «καταστατικά», ως ιδρυτική προδιαγραφή. Ο ΣΥΡΙΖΑ γιγαντώθηκε στον καιρό της κρίσης ακριβώς λόγω της αντίθεσής του στην κεντροαριστερά. Μέρος του αποκολλήθηκε το 2010 για να σχηματίσει την ΔΗΜΑΡ, η οποία συμμετείχε στην τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά (υποθετικά για να σώσει την χώρα) με καταστροφικά αποτελέσματα (και) για την ίδια. Η προσαρμογή του στην κεντροαριστερά ήρθε προγραμματικά, όταν σύρθηκε στην ψήφιση και εφαρμογή του μνημονίου. Συνοδεύτηκε από συνειδητή μετατόπιση της κοινωνικής του απεύθυνσης: εγκατέλειψε την αναφορά του στην εργατική τάξη και χύθηκε στα θολά νερά της λεγόμενης μεσαίας τάξης, της «ανθρώπινης σκόνης» που πάει όπου φυσάει ο άνεμος. Το παζλ της προσαρμογής συμπληρώθηκε και από την οργανωτική του μετάλλαξη, η οποία έφτασε στην «ανώτερη» μορφή της στο συνέδριο του 2022 με την εκχώρηση δικαιώματος ψήφου στους “φίλους” του κόμματος, δηλαδή με την καταστατική πλέον επικράτηση της κυρίαρχης φιλελεύθερης ιδεολογίας (δηλαδή της ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης) στην κομματική λειτουργία. Τελικό συμπέρασμα: η διαχείριση της κρίσης του καπιταλισμού και του νεοφιλελεύθερου προγράμματος κατάφερε να κατεδαφίσει δυόμισι κόμματα σε 14 χρόνια στην Ελλάδα.
Με την πρωτεύουσα ή τις δευτερεύουσες αντιθέσεις;
Μια ακόμη σημαντική ιδεολογική υποχώρηση της ριζοσπαστικής αριστεράς ήταν η έμφαση που έδωσε στα κινήματα υπέρ των ατομικών ελευθεριών και ταυτοτήτων, γεγονός που αποδυνάμωσε την ανάδειξη της ταξικής αντίθεσης, προβάλλοντας τις ταυτοτικές. Η ριζοσπαστική αριστερά βρίσκεται μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι και καλείται να αναγνωρίσει ποιες αντιθέσεις πρέπει να βρίσκονται στον πυρήνα της δράσης της, ώστε να αποφύγει τον αποπροσανατολισμό από τον θεμελιώδη στόχο της κοινωνικής αλλαγής. Η άνοδος των πολιτικών ταυτότητας από τη δεκαετία του 1960 έφερε νέες μορφές κινημάτων που προώθησαν την αναγνώριση και την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και που κατάφεραν να επιτύχουν σημαντικές κατακτήσεις, κυρίως σε επίπεδο ατομικών ελευθεριών και κοινωνικής αναγνώρισης και αδιαμφισβήτητα αποτελούν μέρος του αγώνα για μια δικαιότερη κοινωνία. Ωστόσο, επικεντρώνονται συχνά σε ζητήματα προσωπικής αναγνώρισης, ενισχύοντας έτσι την ατομικότητα και τον κατακερματισμό έναντι της συλλογικής δράση.
Στο πλαίσιο αυτό, συμπεριλαμβανομένης της διατομεακής διάστασης, η κοινωνική καταπίεση αντιμετωπίζεται συχνά ως ζήτημα του τρόπου σκέψης των ανθρώπων, με τα υλικά στοιχεία της καταπίεσης να θεωρούνται αποτέλεσμα νοητικών κατασκευών. Αυτό οδηγεί σε έναν αγώνα που επικεντρώνεται περισσότερο στην πολιτική ορθότητα στη γλώσσα, την ομιλία και τη γραφή, υπονοώντας μια στενή αντίληψη για τη γνώση και τη δράση στην προσέγγιση της πολιτικής ταυτότητας. Για αυτόν τον λόγο δεν έχουν μπορέσει να αποτελέσουν τον κινητήριο μοχλό της κοινωνικής αλλαγής αποσπώντας συνάμα την προσοχή από τον αγώνα για την οικονομική και κοινωνική ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, που είναι η κυριότερη αιτία των ανισοτήτων.
Η στροφή της ριζοσπαστικής αριστεράς στα κινήματα αυτά, χωρίς την ταυτόχρονη σύνδεση τους με τις σημαντικές ταξικές και πολιτικές προεκτάσεις των διεκδικητικών αγώνων του κόσμου της εργασίας, άφησε τις βασικές δομές του καπιταλιστικού συστήματος ανεπηρέαστες, επιτρέποντας τη συνέχιση της οικονομικής εκμετάλλευσης και της κοινωνικής ανισότητας. Μπορούμε να αντλήσουμε μαθήματα από την ιστορία και να αναλογιστούμε περιπτώσεις όπως το Κίνημα Πολιτικών Δικαιωμάτων στις ΗΠΑ. Παρά τις θετικές εξελίξεις στον τομέα των πολιτικών δικαιωμάτων και την τυπική εξάλειψη των διακρίσεων, οι οικονομικές ανισότητες μεταξύ Αφροαμερικανών και λευκών πολιτών παραμένουν και σήμερα, με αποτέλεσμα πολλές από τις κατακτήσεις να έχουν περιορισμένο αντίκτυπο στην καθημερινή πραγματικότητα των καταπιεσμένων τάξεων.
Αποτελεί πρόκληση να κατανοήσουμε ότι η επικέντρωση σε δευτερεύοντα ζητήματα μπορεί να αποδυναμώσει τον αγώνα για τις βασικές ταξικές αντιθέσεις που βρίσκονται στην καρδιά της κοινωνικής εκμετάλλευσης. Για παράδειγμα, η εστίαση αποκλειστικά σε θέματα αναγνώρισης χωρίς ταυτόχρονη αναφορά στις υλικές συνθήκες ζωής οδηγεί σε έναν κατακερματισμένο πολιτικό λόγο, όπου οι διάφορες μορφές ανισότητας αντιμετωπίζονται μεμονωμένα, χωρίς να κατανοείται η διασύνδεσή τους. Η προσέγγιση αυτή υπονομεύει τη δυνατότητα της Αριστεράς να οικοδομήσει μια ενωτική στρατηγική, ικανή να προσελκύσει και να κινητοποιήσει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, ιδιαίτερα τις εργατικές τάξεις και τους νέους, που βιώνουν την οικονομική επισφάλεια.
Η αδυναμία των πολιτικών ταυτότητας να αμφισβητήσουν τις βασικές δομές του καπιταλισμού γίνεται φανερή και από τον τρόπο που ενσωματώνονται στο σύστημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η χρήση των κινημάτων κατά των διακρίσεων από πολυεθνικές εταιρείες, όπως η Nike και η Coca-Cola, για την προώθηση της πολυπολιτισμικότητας. Παρόλο που οι καμπάνιες «συμπερίληψης» μπορεί να δημιουργούν την εντύπωση κοινωνικής προόδου, οι ίδιες εταιρείες συχνά διατηρούν χαμηλούς μισθούς και προβληματικές συνθήκες εργασίας στις θυγατρικές τους. Αυτό δείχνει πως, αν δεν αμφισβητηθούν οι οικονομικές και ταξικές σχέσεις που στηρίζουν την ανισότητα, η προώθηση της ισότητας μέσω των πολιτικών ταυτότητας κινδυνεύει να μετατραπεί σε εργαλείο ενσωμάτωσης στο υπάρχον σύστημα κατανάλωσης.
Επιπλέον, η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου η Αριστερά στράφηκε σε επιμέρους διεκδικήσεις χωρίς να αντιμετωπίσει τις βαθύτερες ταξικές αντιθέσεις. Κατά τη δεκαετία του 2000, ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε σε κινήματα ταυτότητας, για να ενισχύσει την πολιτική του βάση σε μια περίοδο οικονομικής σταθερότητας, όπου τα αιτήματα αυτών των κινημάτων μπορούσαν να ικανοποιηθούν χωρίς να απειληθεί η κοινωνική συνοχή. Ωστόσο, όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, η έλλειψη εστίασης στις δομικές αιτίες της ανισότητας αποδείχθηκε ανεπαρκής για την αντιμετώπιση των συστημικών προβλημάτων που προκάλεσε η καπιταλιστική κρίση.
Η ριζοσπαστική αριστερά, λοιπόν, χρειάζεται να επαναπροσανατολιστεί σε ζητήματα που έχουν τη δυνατότητα να ενώσουν ευρείες κοινωνικές ομάδες και να δημιουργήσουν έναν συνεκτικό αγώνα ενάντια στις ρίζες της εκμετάλλευσης. Αυτό σημαίνει την ανάδειξη της ταξικής πάλης ως βασικού άξονα, που δεν διαιρεί αλλά συνενώνει τις καταπιεσμένες ομάδες στη βάση κοινών οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων. Η ενίσχυση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ο αγώνας κατά της εκμετάλλευσης μπορούν να αποτελέσουν θεμέλια για τη διαμόρφωση μιας ισχυρής κοινωνικής πλειοψηφίας, ικανής να αντισταθεί στο τρέχον σύστημα, για το οποίο η ζωή είναι αναλώσιμη.
Αντί, λοιπόν, να εγκλωβίζεται σε έναν αμυντικό ρόλο και να περιορίζεται σε αιτήματα αναγνώρισης, η Αριστερά οφείλει να ενσωματώσει τα κινήματα ταυτότητας σε μια στρατηγική που να εστιάζει στην ταξική ενότητα και τη συλλογική δράση, προάγοντας έναν πολιτικό λόγο που όχι μόνο αναγνωρίζει την ποικιλομορφία αλλά και τη συνδέει με τη βαθιά ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη. Έτσι, μπορεί να αναδειχθεί σε μια συνεκτική δύναμη αλλαγής, που θα εμπνέει και θα κινητοποιεί.
Οικονομική κρίση: διαρκής πραγματικότητα για την ελληνική κοινωνία
Η ελληνική οικονομία και κοινωνία έχει κλείσει 14 χρόνια διαρκούς κρίσης, με διάφορες μορφές. Εκδηλώθηκε το 2010 με την μορφή κρίσης δημόσιου χρέους, μετασχηματίστηκε σε μνημονιακή κρίση με εντεινόμενο υφεσιακό σπιράλ, ενώ πλέον εκδηλώνεται έντονα ως κρίση ακρίβειας τροφοδοτούμενη από παντός είδους καρτέλ. Πάντα όμως παραμένει στον πυρήνα της κρίση υπερσυσσώρευσης, η οποία εντείνεται από την επιμονή στο νεοφιλελεύθερο δόγμα.
Την προηγούμενη τετραετία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη εκμεταλλεύτηκε τη σύντομη πολιτική δημοσιονομικής χαλάρωσης και αύξησης δημόσιων επενδύσεων, ξοδεύοντας αφειδώς τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Έτσι κατάφερε να συγκροτησει το δικό της κοινωνικό μπλοκ εξουσίας: το μεγαλύτερο μέρος από τα 50 δις του Ταμείου Ανάκαμψης που κινήθηκαν την πρώτη τετραετία της κατέληξε σε ιδιαίτερα μεγάλο πλήθος επιχειρήσεων μεγάλων, μεσαίων, μικρών και πολύ μικρών, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο. Κλάδοι ολόκληροι γνώρισαν σημαντική ανάκαμψη, που οδήγησε και σε σημαντική άνοδο μισθών σε κάποια επαγγέλματα. Παράλληλα, η επιδοματική πολιτική οδήγησε σε πρόσκαιρη τόνωση της ζήτησης. Δόθηκε έτσι η ευκαιρία να χτιστεί ένα ηγεμονικό αφήγημα περί καθολικής ανάπτυξης από την οποία θα κερδίσουν «όλοι».
Φυσικά, μιας και η κρίση παραμένει στον πυρήνα της υπερσυσσώρευσης, το πρόβλημα απλά μετατέθηκε προς το μέλλον, και με την μορφή της φούσκας.
Στη διεθνή οικονομία τα πράγματα είναι ακόμη πιο κατακλυσμιαία. Στο σύνολο των ανεπτυγμένων οικονομιών του δυτικού κόσμου αλλά και στην πλειονότητα των BRICS, τους τελευταίους μήνες σημειώθηκαν ιστορικά υψηλές τιμές στους χρηματιστηριακούς δείκτες. Την ίδια στιγμή στις ίδιες χώρες οι δείκτες μεταποίησης στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών (δηλαδή αυτοί που δείχνουν την κατάσταση στη λεγόμενη πραγματική οικονομία) μπαίνουν στα κόκκινα. Στην Ευρωζώνη μόνο, ο ρυθμός ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας υποχώρησε από 3% σε σχεδόν 0%, ενώ η χρηματιστηριακή αγορά εκτινάχθηκε κατά 30% περίπου. Η αποσύνδεση της πραγματικής από την χρηματιστηριακή αγορά αποτελεί την επιτομή της φούσκας.
Όπως έλεγε και ο Κέινς “οι αγορές μπορούν να παραμείνουν παράλογες περισσότερο από όσο εμείς μπορούμε να παραμείνουμε ψύχραιμοι”, αλλά όλες οι φούσκες κάποια στιγμή σκάνε. Δεν έχει νόημα να προσδιορίσουμε με ακρίβεια το πότε θα συμβεί αυτό, αλλά σίγουρα θα γίνει στο επόμενο πολιτικό χρονικό διάστημα. Οι επιπτώσεις της θα είναι πολύ πιο σοβαρές από αυτές του 2007-2008, μιας και δε βγαίνουμε από μια μακρά εποχή άνθησης του καπιταλισμού. Πλέον η νέα οικονομική κρίση μας βρίσκει σε εποχή λιτότητας, επανεμφάνισης του στασιμοπληθωρισμού, καθώς και στον πολιτικό χάρτη με δυνατή την ακροδεξιά και τον πόλεμο να έχει εγκαθιδρυθεί πλέον με τα ανοιχτά μέτωπα σε Ουκρανία και Παλαιστίνη.
Μνημονιακή προσαρμογή ή εναλλακτικό σχέδιο «από την αρχή και πάση θυσία»;
Ήδη βλέπουμε στην Ελλάδα το πολιτικό σύστημα να ετοιμάζεται για την επόμενη ημέρα. Πιο πριν η ΝΔ μπορούσε να κρατήσει με τα λεφτά του ταμείου ανάκαμψης το δικό της κοινωνικό μπλοκ εξουσίας, πλέον αυτό δεν ισχύει και είναι ορατό το ενδεχόμενο της αποστοίχισης αυτού του κοινωνικού μπλοκ. Οι συστημικές δυνάμεις θα χρειαστούν ένα ανανεωμένο πρόγραμμα λιτότητας και σχέδιο για να διασωθούν τα ποσοστά κέρδους του κεφαλαίου σε βάρος των εργαζόμενων και μικρομεσαίων στρωμάτων. Θα χρειαστούν ένα νέο μνημόνιο.
Ο Μητσοτάκης μπορεί και να μην αντέχει να το υλοποιήσει. Για αυτό, αφενός αναβαθμίζονται τα διάφορα θραύσματα της δεξιάς πολυκατοικίας, αφετέρου οι επιχειρηματικοί όμιλοι αναζητούν τον κεντροαριστερό ηγέτη της αρεσκείας τους. Το νέο μνημόνιο της περιόδου που ακολουθεί θα χρειαστεί μια κυβέρνηση “εθνικής ενότητας”, με κορμό τη Δεξιά αλλά και συμπαραστάτη της “εθνικά υπεύθυνης” σοσιαλδημοκρατίας για να αντέξει περισσότερο καιρό και να αποσβέσει τις κοινωνικές αντιδράσεις. Η “καλή κοινωνία” θέλει την κεντροαριστερά της.
Για τη Νέα Αριστερά, όμως, που τώρα χτίζεται, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Είναι νωπή η καταστροφική εμπειρία του παραπάνω δρόμου. Δε χρειάζεται να επαναλάβουμε πάλι τον ίδιο φαύλο κύκλο. Αυτό που χρειαζόμαστε, είναι η ενότητα της Αριστεράς που θέλει να ψάξει με τόλμη την εναλλακτική λύση, χωρίς περίπλοκες δικαιολογίες, χωρίς ωραιοποίηση, αλλά και χωρίς ηθικολογίες και χωρίς “λαγούς από καπέλα”.
Για εμάς το ερώτημα “τι πήγε στραβά το 2015” δεν έχει απλά έναν ηθικό χαρακτήρα. Η αναγνώριση το ότι το 2015 η ελληνική εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της καταρχάς, η Αριστερά κατόπιν, και σε τελική ανάλυση ο ΣΥΡΙΖΑ, υπέστησαν μια στρατηγική ήττα, σηματοδοτεί ταυτόχρονα και την αναγνώριση του ότι χρειαζόμαστε τώρα να επεξεργαστούμε από την αρχή και χωρίς προϋποθέσεις την εναλλακτική μας στρατηγική. Γιατί πολύ απλά, όταν θα πέσει στα κεφάλια μας η νέα, κρίση, όταν το πολιτικό σκηνικό θα αλλάξει και το πολιτικό σύστημα θα αναδιαταχθεί, εμείς δεν μπορούμε να πούμε “και πάλι τα ίδια θα κάνουμε”. Για αυτό και, παρότι ο διάλογος είναι πάντα χρήσιμος και ανοίγει διαύλους, μας είναι σαφές πως οποιαδήποτε συμμαχία με δυνάμεις που θα έχουν ως σκοπό να συνδιαχειριστούν την κρίση του καπιταλισμού, θα μας οδηγήσει ξανά στην άβυσσο. Αντίθετα, οφείλουμε να επιλέξουμε τον δύσκολο δρόμο της αναζήτησης της εναλλακτικής στρατηγικής σε πορεία ρήξης με το σύστημα. Σε αυτό, η εμπειρία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύτιμη, τόσο για τα θετικά που προσέφερε, όσο και για τον κριτικό απολογισμό της δομικής της στρατηγικής ανεπάρκειας. Για αυτό και η Νέα Αριστερά για εμάς, ως ο σοβαρότερος χώρος που συσσωρεύεται αυτή η πολύτιμη εμπειρία, είναι το γονιμότερο έδαφος για να γίνει αποδοτικά αυτή η συζήτηση και να οδηγήσει στην Αριστερά που χρειαζόμαστε.
Μακρίνα – Βιόλα Κώστη – Σπύρος Νιάκας