Macro

Μακρίνα Βιόλα Κώστη: Μπαμπούλας ΑΕ

Σε κάθε αυταρχικό καθεστώς που χτίζεται πάνω στην ανασφάλεια, την επιτήρηση και την πειθάρχηση, ο εχθρός δεν είναι ποτέ απλώς υπαρκτός. Είναι κατασκευασμένος, συχνά φορώντας πρόσωπα γνώριμα: φτωχός, γυναίκα, τρανς, φοιτητής, εργάτης, μετανάστης. Ο μπαμπούλας δεν είναι παρά μια απαραίτητη φιγούρα του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού, ένα εργαλείο που δικαιολογεί την καταστολή, μετατοπίζει την ευθύνη από την οικονομική και πολιτική εξουσία προς τους αόρατους εισβολείς και ενοποιεί γύρω από τον φόβο μια κοινωνία που καταρρέει από ανισότητες.

Ο Τραμπ στις ΗΠΑ για παράδειγμα θεμελίωσε την αντιμεταναστευτική του ρητορική πάνω σε μια τριπλή στρατηγική πειθάρχησης, αφού έπλασε τον μετανάστη ως εγκληματία που βάζει σε κίνδυνο την ασφάλεια των “κανονικών” Αμερικάνων, ως οικονομική απειλή, που ρίχνει τους μισθούς, και ως πολιτισμικό εχθρό αφού υπονομεύει την εθνική ταυτότητα. Αυτό το πλαίσιο δεν είναι απλώς συντηρητικό ή ξενοφοβικό, είναι λειτουργικό στον ίδιο τον πυρήνα του νεοφιλελεύθερου κράτους. Είναι γεγονός ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές γεννούν κοινωνική ανασφάλεια, οικονομική επισφάλεια και αισθήματα απώλειας ελέγχου. Οι μετανάστες αναγορεύονται τότε σε αποδιοπομπαίους τράγους, ώστε να αποσπαστεί η προσοχή από τις πολιτικές λιτότητας, την απορρύθμιση, τις ανισότητες. Σε αυτή τη συνθήκη, ο ρατσισμός είναι ένα χρήσιμο εργαλείο. Δουλεύει για το κράτος, για το κεφάλαιο, για την παγίωση της ηγεμονίας.

Η ελληνική κυβέρνηση δε θα μπορούσε να μείνει έξω από αυτό το υπόδειγμα. Αντιμέτωπη με πολλαπλές κρίσεις νομιμοποίησης, εγκαταλείπει και τα τελευταία προσχήματα φιλελευθερισμού και χαρίζει το Υπουργείο Μετανάστευσης στον Μάκη Βορίδη. Ναι, στον Βορίδη. Αναθέτει, δηλαδή, τον έλεγχο της μεταναστευτικής πολιτικής σε έναν άνθρωπο που έχει δηλώσει δημόσια την επιθυμία του για μαζικές απελάσεις α λα Τραμπ. Που φαντασιώνεται αλυσοδεμένους ανθρώπους να διώκονται από τη χώρα στην οποία προσέφεραν, ενίοτε με αίμα. Που αποσύρει τροπολογία νομιμοποίησης εργαζόμενων μεταναστών, όχι με συλλογικά επιχειρήματα αλλά με τον αυταρχισμό του πρώτου ενικού: “θέλω”, “θα αποφασίσω”, “θα φέρω”. Αυτή η επιλογή δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αφού είναι απολύτως συνεπής μεθοδολογικά με μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που υπηρετεί τον καπιταλισμό στην πιο ακραία του έκφανση. Είναι μια επιλογή συστημική. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, που κάποιοι εξακολουθούν να βαφτίζουν φιλελεύθερη, ενσαρκώνει τη μετάλλαξη του νεοφιλελευθερισμού σε αυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης και χρειάζεται τον μετανάστη ως εχθρό. Όχι επειδή φοβάται τη μετανάστευση, αλλά επειδή φοβάται την κοινωνική αμφισβήτηση. Βλέπετε, η διαχείριση της κινητικότητας της εργασίας είναι πυρήνας του ρατσιστικού καπιταλισμού. Ο ξένος εργάτης είναι αναγκαίος όσο παραμένει αναλώσιμος και αόρατος. Όταν όμως διεκδικεί, πρέπει να διαγραφεί.

Όμως αυτή η στρατηγική δεν είναι απλώς μια θεωρητική συζήτηση. Είναι κάτι που κάποιοι ζούμε στο πετσί μας. Το 1997 ήμουν παιδί. Είχα μόλις έρθει από την Αλβανία και θυμάμαι συμμαθητές να με ρωτούν, με απόλυτη φυσικότητα, σε ποιο φανάρι “έκανα πιάτσα”. Δεν ήξερα τότε γιατί μου το λένε. Δεν ήξεραν, φαντάζομαι, ούτε αυτοί. Ήταν θύματα ενός δημόσιου λόγου που έπλαθε τον μετανάστη ως σεξουαλικά έκθετο, ηθικά κατώτερο, επικίνδυνο. Ήταν το μίσος που ενσταλάχθηκε στα σχολεία, στα δελτία ειδήσεων, στις γειτονιές. Αυτό θυμάμαι, όταν βλέπω σήμερα την επιστροφή των ίδιων εικόνων. Και σκέφτομαι εκείνη τη φράση του John Betjeman: «Η παιδική ηλικία μετριέται με ήχους, μυρωδιές και εικόνες, πριν πέσει η σκοτεινή ώρα της λογικής.». Κι όμως, το σκοτάδι της λογικής του ρατσισμού μάς περίμενε νωρίς. Και τώρα, επιστρέφει απειλητικά, θεσμικά, ως επίσημη πολιτική. Όμως σήμερα δεν είμαστε παιδιά και μπορούμε να πούμε: όχι άλλο. Οι μετανάστες δεν είναι οι εχθροί. Είναι οι γείτονες, οι φίλοι, οι εργάτες, οι φροντιστές των γονιών μας. Και όταν χτίζονται τείχη για τους ξένους, την επόμενη μέρα θα υψωθούν για όλους. Απέναντι στον αυταρχικό πρώτο ενικό του Βορίδη, αντιτάσσουμε ένα συλλογικό εμείς.

Όχι φοβισμένο, αλλά αλληλέγγυο.

Όχι μισαλλόδοξο, αλλά ορατό.

Όχι νομοταγές, αλλά ανυπότακτο.

Η ΕΠΟΧΗ