Από το 1889, όταν η Δεύτερη Διεθνής αποφάσισε να καθιερώσει την 1η Μαΐου ως Διεθνή Ημέρα των Εργατών, μέχρι σήμερα, πολλοί εορτασμοί της Πρωτομαγιάς σε διάφορα μέρη του κόσμου κατέληξαν σε αιματηρά επεισόδια, με νεκρούς και τραυματίες σχεδόν αποκλειστικά από την πλευρά των διαδηλωτών. Μια από τις «ματωμένες Πρωτομαγιές» που έμειναν στην ιστορία ήταν αυτή που έγινε το 1929 στο Βερολίνο, όπου κατά τη διάρκεια των τριήμερων παράνομων διαδηλώσεων που πραγματοποίησε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD) υπήρξαν σφοδρές συγκρούσεις ανάμεσα σε μέλη και οπαδούς του και στην αστυνομία, επικεφαλής της οποίας ήταν στέλεχος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD). Με την ευκαιρία της φετινής Πρωτομαγιάς μεταφράσαμε και αναδημοσιεύουμε σήμερα στις Ιδέες το άρθρο του Λόρεν Μπάλχορν «May Day, Bloody May Day» που γράφτηκε στο περιοδικό «Jacobin» την 1η Μαΐου 2019, ενενήντα χρόνια μετά τα γεγονότα του «ματωμένου Μάη».
Χ.Γο.
Η πρώτη Μαΐου είναι η ημέρα που τιμούμε την ιστορία των σοσιαλιστικών κινημάτων, γιορτάζουμε τις νίκες μας και θρηνούμε τις ήττες μας. Φέτος συμπληρώνονται ενενήντα χρόνια από τον αυτο-τραυματισμό της γερμανικής Αριστεράς που εδραίωσε τον διχασμό μεταξύ των σοσιαλδημοκρατών και των κομμουνιστών και βοήθησε να στρωθεί ο δρόμος του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Ο «ματωμένος Μάης» του 1929 χρησιμεύει ως υπόμνηση τού τι μπορεί να πάει λάθος όταν τα διακυβεύματα είναι μεγάλα και το σοσιαλιστικό κίνημα βρίσκεται σε σύγχυση.
Η σύγκρουση ήταν ένα στιγμιότυπο της αδιάκοπης και βίαιης αντιπαλότητας μεταξύ του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD) και του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD), δύο μαζικών κομμάτων που το καθένα τους είχε εκατοντάδες χιλιάδες μέλη και εκατομμύρια οπαδούς. Το SPD κυβερνούσε το Βερολίνο από το 1921, ως ο μικρότερος εταίρος ενός κεντρώου συνασπισμού. Στις αρχές του 1929, φοβούμενη την πολιτική βία μεταξύ των ναζιστικών ταγμάτων εφόδου Συμμαχίας των Μαχητών του Κόκκινου Μετώπου των κομμουνιστών (RFB), η βερολινέζικη κυβέρνηση απαγόρευσε όλες τις διαδηλώσεις.
Τόσο οι σοσιαλδημοκράτες όσο και οι αστοί πολιτικοί φοβούνταν ότι το Βερολίνο θα μπορούσε να γίνει πεδίο μάχης μεταξύ της Ακροδεξιάς και της Ακροαριστεράς. Από την πλευρά τους, οι κομμουνιστές θεώρησαν αυτή την απόφαση ως προσβολή, ως μια ακόμα ένδειξη της προδοσίας του SPD, και αποφάσισαν να διαδηλώσουν αδιαφορώντας για την απαγόρευση. Ο δικός τους ζήλος, η αδιαλλαξία του SPD και η ροπή της αστυνομίας προς την υπερβολική βία θα στοίχιζε τελικά τη ζωή τριάντα τριών ανθρώπων. Το χειρότερο ήταν ότι η άγρια αντιπαράθεση μεταξύ των εργατικών κομμάτων θα άφηνε τη γερμανική δημοκρατία ανοχύρωτη απέναντι στην άνοδο του ναζισμού.
Καμιά ενότητα
Η εχθρότητα μεταξύ των δύο κομμάτων ήταν ολοφάνερη αρκετές μέρες πριν από την Πρωτομαγιά. Στις 27 Απριλίου 1929, η εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος «Die Rote Fahne» (Η Κόκκινη Σημαία) δημοσίευσε απόφαση της «Επιτροπής Μάη της ευρύτερης περιφέρειας του Βερολίνου» που αναφερόταν στις προετοιμασίες για τον εορτασμό της Ημέρας των Εργατών την επόμενη βδομάδα.
Οι εργάτες του Βερολίνου σε όλα τα εργοστάσια έχουν αποφασίσει να αφήσουν κάτω τα εργαλεία τους την 1η Μαΐου και να διαδηλώσουν όποιες κι αν είναι οι συνέπειες. Οι εργάτες του Βερολίνου θα τηρήσουν και φέτος την παράδοση της μαχητικής πρωτομαγιάτικης πορείας, παρά την επιθυμία του Τσέργκιμπελ … Η Επιτροπή Μάη του Βερολίνου δηλώνει στο όνομα της βερολινέζικης εργατικής τάξης ότι αν ο Τσέργκιμπελ τολμήσει να χύσει εργατικό αίμα την Πρωτομαγιά, οι εργάτες θα απαντήσουν με μαζική πολιτική απεργία … Ολική παύση εργασίας την 1η Μαΐου! Σηκώστε ψηλά τις κόκκινες σημαίες. Αδειάστε τους δρόμους για την πραγματοποίηση της μαζικής διαδήλωσης!
Ο εν λόγω Καρλ Φρίντριχ Τσέργκιμπελ ήταν αμφιλεγόμενος διευθυντής της αστυνομίας του Βερολίνου και πιστό μέλος του SPD από το 1901, όταν εντάχθηκε σ’ αυτό ως μαθητευόμενος βαρελοποιός. Ο Τσέργκιμπελ ανέβηκε όλα τα σκαλιά της κομματικής ιεραρχίας, αρχίζοντας το 1907 ως κομματικός υπάλληλος και αργότερα, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του Νοέμβρη την περίοδο 1918-19, ως μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της Γερμανικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, ενώ εκπροσώπησε το SPD και στο κοινοβούλιο πριν διοριστεί διευθυντής της αστυνομίας της Κολωνίας, το 1924, και της νεοδημιουργηθείσας ευρύτερης περιφέρειας του Βερολίνου, το 1926.
Επιφορτισμένος με τη διατήρηση της ειρήνης στην αχανή και πολωμένη μητρόπολη, ο Τσέργκιμπελ απαγόρευσε για πρώτη φορά τις υπαίθριες πολιτικές εκδηλώσεις τον Δεκέμβριο του 1928, με πρόσχημα τη ματαίωση μιας συγκέντρωσης του Αδόλφου Χίτλερ. Η πρωσική κυβέρνηση επέκτεινε αυτή την απαγόρευση σε όλο το κράτος τον Μάρτιο του 1929, μια απόφαση που ο Τσέργκιμπελ επικαλέστηκε στη συνέχεια για να απαγορεύσει όλες τις πρωτομαγιάτικες εκδηλώσεις. Το SPD και τα συνδικάτα που συνδέονταν με αυτό αποδέχτηκαν την απαγόρευση και αποφάσισαν να τιμήσουν την ημέρα με συγκεντρώσεις σε εσωτερικούς χώρους. Η Επιτροπή Μάη από την άλλη ήταν αποφασισμένη να διαδηλώσει και έδωσε εντολή στους υποστηρικτές της να προετοιμάσουν τη διαδήλωση με κινητοποιήσεις στις εργατικές γειτονιές, την Κυριακή 28 Απριλίου. Επέμεναν ότι η συγκέντρωση της Πρωτομαγιάς θα ήταν ειρηνική, αλλά τόνιζαν ότι δεν θα επέτρεπαν σε μια αστική κυβέρνηση να τους σταματήσει από το να κάνουν πορεία την πιο ιερή τους μέρα.
Η τραγωδία του διχασμού
Τα σχέδια για την Πρωτομαγιά, που απαθανατίστηκαν στα επεισόδια της λαϊκής τηλεοπτικής σειράς «Babylon Berlin», ήταν στην καλύτερη περίπτωση ένας ευσεβής πόθος και στη χειρότερη μια απερίσκεπτη ψευδαίσθηση. Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι εργάτες αποδέχτηκαν την οδηγία των συνδικάτων. Αν και η Επιτροπή Μάη ήταν μια ισχυρή μαζική δύναμη του εργατικού κινήματος, εκπροσωπούσε μόνο μια ριζοσπαστική μειονότητα πιστή στο Κομμουνιστικό Κόμμα και σε διάφορες δορυφορικές του αριστερές μικροομάδες, με σημαντικότερη τη «Λενινιστική Λίγκα» που είχε ιδρυθεί από διαγραμμένα κομματικά στελέχη. Η άκρα Αριστερά δεν είχε την πλειοψηφία σε καμιά από τις μεγάλες βιομηχανίες του Βερολίνου και η δυνατότητά της να οργανώσει μια γενική απεργία αγνοώντας την απαγόρευση ήταν μηδενική. Πολλοί ψηφοφόροι του SPD υποστήριζαν, από θέση αρχής, το δικαίωμα των κομμουνιστών να κάνουν πορεία, αλλά δεν είχαν τη διάθεση να συμμετάσχουν σε μια μαζική πρόκληση.
Αφού το ενδεχόμενο επιτυχίας ήταν σχεδόν μηδενικό, γιατί οι κομμουνιστές ήθελαν τόσο πολύ να προκαλέσουν αναστάτωση; Η συγκεκριμένη επιλογή τους συνδεόταν με πρόσφατες αλλαγές στα υψηλά κλιμάκια του κόμματος και στη Σοβιετική Ένωση, το νευρικό κέντρο του κομμουνιστικού κινήματος. Το KPD υπό τον νέο ηγέτη του Ερνστ Τέλμαν, που διορίστηκε με τη στήριξη της Μόσχας, είχε ενστερνιστεί τη θέση της «Τρίτης Περιόδου» που είχε υιοθετήσει η Κομμουνιστική Διεθνής μόλις πριν από λίγους μήνες. Αυτός ο όρος αναφερόταν στη νέα ιστορική φάση που υποτίθεται ότι ακολούθησε τη μεταπολεμική επαναστατική έξαρση και τη μετέπειτα οικονομική σταθεροποίηση. Σ’ αυτήν την Τρίτη Περίοδο, υποστήριζε η Μόσχα, οι επαναστάσεις δεν ήταν μόνο θεωρητικά εφικτές, αλλά και πιθανές. Η ενωτική δράση με συντηρητικότερα τμήματα εργατικού κινήματος ανήκε στο παρελθόν – τη θέση της είχε πάρει η επαναστατική αποφασιστικότητα.
Σύμφωνα με τους ηγέτες της Κομμουνιστικής Διεθνούς, οι σοσιαλδημοκράτες ήταν στην πραγματικότητα «σοσιαλφασίστες» που, με τη συγκράτηση των εργατών, αντικειμενικά βοηθούσαν το κεφάλαιο και τον φασισμό. Αν δεν υπήρχε ο συντηρητισμός και η αμφιταλάντευση της σοσιαλδημοκρατίας, η Γερμανία θα ήταν ήδη μια σοσιαλιστική δημοκρατία. Τα μέλη του SPD ήταν καλοδεχούμενα και ενθαρρύνονταν να συμμετέχουν στις δράσεις του KPD, αλλά μόνο με τη μορφή ενός «ενωμένου μετώπου από τα κάτω» – δηλαδή, χωρίς τους ηγέτες τους. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η ανηλεής ρητορική του KPD απομάκρυνε τους όποιους ενδεχόμενους υποστηρικτές του και κρατούσε σταθερά διχασμένες τις δύο πτέρυγες τους εργατικού κινήματος.
Εκ των υστέρων, αυτή η στάση μπορεί να φαίνεται παράλογη. Όμως, τότε ήταν εναρμονισμένη με τις εμπειρίες πολλών αριστερών εργατών που είχαν δει την κυβέρνηση του SPD να συνεργάζεται στενά με τον στρατό για να συντρίψει τις λαϊκές εξεγέρσεις που γίνονταν σε όλη την Γερμανία, στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Αν και μάλλον χοντροκομμένο, το σκεπτικό του KPD ήταν ξεκάθαρο και εύλογο: όσο πιο πολύ οι εργάτες αντιλαμβάνονταν τη χρεοκοπία των σοσιαλδημοκρατών ηγετών τους, τόσο πιο κοντά στο σοσιαλισμό θα ερχόταν η εργατική τάξη. Η απαγόρευση της Πρωτομαγιάς δεν ήταν μόνο μια προδοσία της σοσιαλιστικής παράδοσης, αλλά και μια εξαιρετική ευκαιρία για τους κομμουνιστές να εκθέσουν τους «ρεβιζιονιστές» και να προσελκύσουν περισσότερους εργάτες στις γραμμές τους.
Ο κυβερνητικός απολογισμός του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος συνιστούσε έναν περισσότερο από επαρκή λόγο για την αμφισβήτηση από τους κομμουνιστές της αφοσίωσης αυτού του κόμματος στον σοσιαλισμό. Μετά την ενσωμάτωση στο Βερολίνο των περιχώρων του, η οποία διπλασίασε το μέγεθός του μετατρέποντάς το στην τρίτη μεγαλύτερη πόλη του κόσμου μετά το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, υπήρξε μια οξεία διαίρεση μεταξύ των δυτικών και νότιων μεσοαστικών περιοχών και των ανατολικών και βόρειων προλεταριακών γειτονιών του στις οποίες κυριαρχούσαν το SPD και το KPD.
Τα εργατικά κόμματα είχαν μια μικρή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο του Βερολίνου από το 1921 μέχρι τις τελευταίες ελεύθερες εκλογές του Μαρτίου 1933, αλλά το SPD προτιμούσε να κυβερνά με δυνάμεις στα δεξιά του παρά με τους απρόβλεπτους και μαχητικούς κομμουνιστές. Στην πόλη, την οποία κυβερνούσε ο κεντρώος Γκούσταβ Μπος με τη στήριξη του SPD, η αστυνομία του Τσέργκιμπελ παρενοχλούσε τακτικά την άκρα Αριστερά, προχωρώντας ακόμα και σε επιθέσεις εναντίον της.
Αν και χωρίς να φτάνει τα εντυπωσιακά επιτεύγματα της Κόκκινης Βιέννης στη γειτονική Αυστρία, η κεντροαριστερή κυβέρνηση του Βερολίνου έκανε κάποιες θετικές μεταρρυθμίσεις, κατασκεύασε εντυπωσιακές κοινωνικές κατοικίες, όπως το συγκρότημα κατοικιών Hufeisensiedlung (Πέταλο αλόγου), έργο του αρχιτέκτονα Μπρούνο Τάουτ, και επέκτεινε σημαντικά το δίκτυο των κοινωνικών πάρκων της πόλης.
Ήταν μια κατάσταση που απείχε πολύ από τον σοσιαλισμό, αλλά η ζωή πολλών εργατών σταθεροποιήθηκε και η φοβερή απελπισία, που έκανε την επανάσταση να φαίνεται αναγκαία το 1919, είχε σχεδόν εξαφανιστεί.
Όμως, για να γίνουν αυτά τα μικρά βήματα προόδου, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα πούλησε την ψυχή του στο διάβολο. Μετά τη συνεργασία του με την παλιά κυρίαρχη τάξη που είχε στόχο να καταπνίξει τις δημοκρατικές και σοσιαλιστικές διαθέσεις που πήγαζαν από τη Γερμανική Επανάσταση, τήρησε την τάξη με τη βοήθεια του παλιού πρωσικού στρατού και της αστυνομίας και στις περισσότερες περιπτώσεις θεωρούσε βασικό του αντίπαλο όχι τη Δεξιά, αλλά την Αριστερά. Αυτό εξηγείται και από το γεγονός ότι το ναζιστικό κόμμα έγινε μαζική δύναμη μόνο μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του Οκτωβρίου 1929, ενώ το KPD ήταν ένα κόμμα με εκατοντάδες χιλιάδες μέλη τη δεκαετία του 1920, το οποίο είχε προσπαθήσει σε διάφορες ευκαιρίες να ανατρέψει την κυβέρνηση με τη βία.
Ανίκανα να αντιληφθούν τη θανάσιμη απειλή των χιτλερικών, αυτό που φαινόταν να απασχολεί περισσότερο τα δύο κόμματα ήταν πώς το ένα θα εμποδίσει το άλλο να σαμποτάρει την πορεία της εργατικής τάξης προς τον σοσιαλισμό, που το καθένα τους τον έβλεπε να πραγματοποιείται υπό τη δική του ηγεσία. Η εσωτερική λογική του ακραίου αριστερισμού της Τρίτης Περιόδου αφενός, και των υπερ-συμβιβαστικών μικρών βημάτων αφετέρου, δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει σ’ αυτό το αποτέλεσμα.
Όχι ακριβώς καταιγίδα
Στους μήνες και τις εβδομάδες που προηγήθηκαν της Πρωτομαγιάς του 1929 υπήρξε ένας έξαλλος λεκτικός πόλεμος μεταξύ του SPD και του KPD. Το Κομμουνιστικό Κόμμα φαινόταν να είναι σίγουρο ότι η Πρωτομαγιά θα του έβγαινε σε καλό και μιλούσε για αποφάσεις στήριξης που έρχονταν από χώρους εργασίας σε όλη την πόλη. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, από την άλλη, το παράκανε στις προειδοποιήσεις για τις κομμουνιστικές προκλήσεις και παρότρυνε τους οπαδούς του να υπακούσουν στην κυβέρνηση. Δείχνοντας υπερβολική αυτοπεποίθηση ή για τον αντίθετο λόγο, οι κομμουνιστές κυκλοφόρησαν στο τέλος Απριλίου την ψευδή φήμη ότι είχε αρθεί η απαγόρευση της διαδήλωσης.
Την ίδια μέρα, η «Die Rote Fahne» διακήρυσσε στους αναγνώστες της:
Το Κομμουνιστικό Κόμμα, που έχει νικήσει τον ρεφορμισμό στα περισσότερα θέματα και με τη συνεχιζόμενη άνοδό του θα συνεχίσει να πετυχαίνει ακόμα πιο αποφασιστικές νίκες εις βάρος του, σφυρηλατεί μαζί με τις ευρύτερες προλεταριακές μάζες μια στέρεη και ανίκητη προλεταριακή ενότητα. Μετά την ύφεση που επικράτησε μεταξύ δύο επαναστατικών κυμάτων, μετά την άμπωτη που ακολούθησε τα πρώτα ταραγμένα χρόνια των αγώνων της μεταπολεμικής περιόδου, έρχεται μια νέα επαναστατική παλίρροια. Οι δυνατές βροντές είναι τα πρώτα σημάδια που προαναγγέλλουν την μελλοντική προλεταριακή καταιγίδα.
Οι συνδικαλιστικές συνελεύσεις που έγιναν το πρωί είχαν μεγάλη συμμετοχή. Το Κομμουνιστικό Κόμμα αποφάσισε οι δικές του εκδηλώσεις να γίνουν νωρίς το απόγευμα και να περιλαμβάνουν κάποιες μικρότερες πορείες που θα συνέκλιναν στο κέντρο της πόλης για να δείξουν τη συμβολική τους ανυπακοή. Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία που να αφορούν τη συμμετοχή στις εκδηλώσεις. Πηγές του KPD ανέφεραν ότι υπήρξε «μαζική ανταπόκριση», αλλά αυτόπτες μάρτυρες από το χώρο του SPD ισχυρίστηκαν ότι σε κάποιες από τις δευτερεύουσες πορείες συμμετείχαν το πολύ πενήντα άτομα. Το πιθανότερο είναι ότι μαζική ανταπόκριση υπήρξε μόνο στα παραδοσιακά κομμουνιστικά προπύργια των περιοχών Βέντιγκ και Νόικολν, όπου αργότερα θα ξέσπαγαν άγριες μάχες, και φαίνεται ότι σ’ αυτές τις πορείες συμμετείχαν επίσης συμπαθούντες μη μέλη του ΚΚ και αριστεροί σοσιαλδημοκράτες.
Μια εκδήλωση που θα μπορούσε να είχε λήξει ειρηνικά είχε μοιραία εξέλιξη, όταν η αστυνομία του Βερολίνου, εξοργισμένη από τις αντιδράσεις τους πλήθους και έχοντας ακόμα χαραγμένες στη μνήμη της τις ένοπλες εργατικές εξεγέρσεις, άρχισε να πυροβολεί κατά των διαδηλωτών και να εμπλέκεται σε αψιμαχίες με περίπου χίλιους από αυτούς, τους οποίους καταδίωξε σε όλη την πόλη. Οι πυροβολισμοί από τους αστυνομικούς που ήταν στους δρόμους ήταν άγριοι και είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο δεκάδων και τον τραυματισμό εκατοντάδων ανθρώπων, ενώ κάποιες φορές σημάδευαν και τα παράθυρα στα οποία υπήρχαν κόκκινες σημαίες. Νωρίς το βράδυ οι περισσότεροι διαδηλωτές υποχώρησαν στο βόρειο και ανατολικό μέρος της πόλης και άρχισαν να κατασκευάζουν αυτοσχέδια οδοφράγματα – ξαναφέρνοντας στο νου τόσο των αστυνομικών όσο και των σοσιαλιστών μνήμες της επανάστασης.
Το πρώτο θύμα του ματωμένου Μάη ήταν ο Μαξ Γκεμάινχαρντ, κάτοικος της περιοχής του «κόκκινου» Βέντιγκ, ο οποίος έχοντας μόλις επιστρέψει από μια μεγάλη συγκέντρωση του SPD έσκυψε από το παράθυρό του για να δει τι γινόταν και σκοτώθηκε επί τόπου από σφαίρα αστυνομικού που δέχτηκε στο κεφάλι. Η είδηση του θανάτου του διαδόθηκε αστραπιαία σε όλη την πόλη, με αποτέλεσμα την κλιμάκωση της σύγκρουσης. Άγριες μάχες έγιναν στη νοτιοανατολική γειτονιά του Νόικολν, όπου η αστυνομία χρησιμοποίησε θωρακισμένα οχήματα για να γκρεμίσει τα οδοφράγματα.
Στις 2 Μαΐου, εξοργισμένο από όσα είχαν συμβεί την προηγούμενη νύχτα, το KPD προσπάθησε να καλέσει σε νέα γενική απεργία ενάντια στην κρατική καταστολή. Απέτυχε. Ακόμα και η «Die Rote Fahne» παραδέχτηκε ότι σ’ αυτήν την κινητοποίηση πήραν μέρος μόνο 25.000 εργάτες, ενώ ο πραγματικός αριθμός ήταν σχεδόν σίγουρα μικρότερος. Οι ανυπόμονοι μαχητές του RFB αποφάσισαν να πάρουν πιο δραστικά μέτρα και άρχισαν να εξαπολύουν αυθόρμητες επιθέσεις κατά της αστυνομίας. Αυτές συνεχίστηκαν όλη την ημέρα, αλλά στις 3 Μαΐου οι μάχες κόπασαν. Η πρωσική κυβέρνηση απαγόρευσε τη λειτουργία του RFB και η αστυνομία επανέκτησε τον έλεγχο της πόλης.
Κατά γενική ομολογία, με εξαίρεση τη δική του άποψη, το KPD βγήκε χαμένο από τη σύγκρουση. Οι ηγέτες του κόμματος εξέφρασαν τη λύπη τους για τις πράξεις εκδίκησης, τονίζοντας τις ειρηνικές τους προθέσεις. Η απαγόρευση των διαδηλώσεων όχι μόνο δεν άρθηκε, αλλά επεκτάθηκε. Σκοτώθηκαν τριάντα τρεις άνθρωποι, κυρίως στο Βέντιγκ, από τους οποίους αυτοί που ανήκαν σε κάποιο πολιτικό κόμμα μετριόνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Οι περισσότεροι φαίνεται ότι ήταν είτε συμπαθούντες είτε αθώοι περαστικοί που βρέθηκαν ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά.
Οι τελευταίες μέρες της Βαϊμάρης
Στις επόμενες βδομάδες αποκαλύφθηκε ότι η εξέγερση δεν ήταν προετοιμασμένη. Η αστυνομία δεν βρήκε κάποια μεγάλη κρύπτη όπλων και κανένας αστυνομικός δεν έχασε τη ζωή του. Όμως, για να δικαιολογήσει τις μεγάλες απώλειες αμάχων, υπερέβαλε για τον κίνδυνο του KPD και συνέχισε να παρουσιάζει την Πρωτομαγιά ως μάχη ζωής ή θανάτου. Η Γερμανική Λίγκα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα διερεύνησε τα γεγονότα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αστυνομία υπέφερε από συλλογική «εμφυλιοπολεμική ψύχωση». Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ως εκείνη η πολιτική δύναμη που είχε την ευθύνη της αστυνομίας, τουλάχιστον κατ’ όνομα, ενστερνίστηκε με μεγάλη ευχαρίστηση την εκδοχή της για τα γεγονότα. Όσα συνέβησαν την Πρωτομαγιά ήταν αποκρουστικά, αλλά αναγκαία για την προστασία του δημοκρατικού Βερολίνου.
Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος για τους δικούς της λόγους υποστήριξε ότι ο ματωμένος Μάης ήταν μια επική σύγκρουση. Αντί να παραδεχτεί ότι αυτός στηρίχτηκε σε έναν ερασιτεχνικό και λανθασμένο υπολογισμό, τον παρουσίασε ως την πρώτη εξέγερση μιας σειράς επαναστατικών κυμάτων που θα έρχονταν στο μέλλον. Τους επόμενους μήνες το κόμμα συνέχισε να υποστηρίζει πεισματικά αυτή την άποψη προβλέποντας ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες εξεγέρσεις. Η Πρωτομαγιά ήταν μόνο μια «μερική» επιτυχία, αλλά έσπειρε τον σπόρο για μια επόμενη κοινωνική έκρηξη. Σε ένα συνέδριο του DKP, που έγινε έξι εβδομάδες μετά την σύγκρουση, ο Ούλμπριχτ, γραμματέας της οργάνωσης του κόμματος στο Βερολίνο και μετέπειτα ηγέτης της Ανατολικής Γερμανίας, ανέφερε τα εξής:
Η σημερινή γενική άνοδος της μαχητικότητας των εργατών οφείλεται σ’ αυτούς τους αγώνες, ακόμα και σε εκείνους όπου οι αγωνιζόμενοι εργάτες δεν κατάφεραν να έχουν μια άμεση επιτυχία στους στόχους τους… Η εξέγερση του Μάη συνιστά μια ανώτερη μορφή αγώνα από την εξέγερση στην κοιλάδα του Ρουρ. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι εργάτες έσπασαν την απαγόρευση της διαδήλωσης, πήραν τα όπλα σε μια μαζική πολιτική απεργία για πρώτη φορά από το 1923, και έστησαν αυθόρμητα οδοφράγματα για να αμυνθούν απέναντι στον αστυνομικό τρόμο, οργανώνοντας ένα κίνημα αλληλεγγύης σε όλο το Ράιχ.
Το οικονομικό κραχ του φθινοπώρου εκείνου του έτους φάνηκε να επιβεβαιώνει την πεποίθηση των κομμουνιστών ότι η καπιταλιστική κρίση και οι επαναστατικές εξεγέρσεις όπου νά ’ναι έρχονταν. Το Κομμουνιστικό Κόμμα χρειαζόταν μια ιστορία που να εμπνέει τους οπαδούς του, και η Πρωτομαγιά του 1929 έγινε ένας βασικός κρίκος της αφήγησής του για τη σοσιαλδημοκρατική προδοσία και τον επερχόμενο κομμουνιστικό θρίαμβο.
Το μυθιστόρημα «Barrikaden am Wedding» (Οδοφράγματα στο Βέντιγκ) του δημοφιλούς συγγραφέα Κλάους Νόικραντζ, που κυκλοφόρησε το 1931 «αφιερωμένο στην άσβεστη μνήμη των 33 νεκρών από τα πυρά της αστυνομίας τις μέρες του Μάη του 1929», το οποίο παρουσίαζε τον ματωμένο Μάη ως μια ηρωική εξέγερση εμπνευσμένη από τη σοφή λενινιστική ηγεσία του κόμματος, ήταν το αγαπημένο βιβλίο των βερολινέζων κομμουνιστών.
Οι σοσιαλδημοκράτες με αφορμή, γεγονότα όπως αυτό του ματωμένου Μάη, δικαιολόγησαν τον εξοστρακισμό, τη δεκαετία του 1930, των κομμουνιστών από την πολιτική ζωή, αλλά και τη δική τους συνεργασία με το κράτος εναντίον τους. Κάθε μήνα που περνούσε η ναζιστική απειλή μεγάλωνε, αλλά κανένα από τα δύο κόμματα δεν ήταν πρόθυμο να συμμαχήσει με το άλλο σε μια ενωμένη αντιφασιστική δράση, πριν είναι πολύ αργά. Οι διαψευσμένες ελπίδες της δεκαετίας του 1920 ήταν μια πολλαπλή απόδειξη του αδιεξόδου και των δύο πλευρών. Οι σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούσαν να διανοηθούν μια σοσιαλιστική τάξη πραγμάτων πέρα από τη δική τους που στηριζόταν στη σταδιακή αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης, και οι κομμουνιστές δεν μπορούσαν να συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να έρθει με έναν τρόπο διαφορετικό από τον δικό τους που είχε στόχο την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας. Ο ματωμένος Μάης ενίσχυσε αυτές τις δύο βεβαιότητες.
Ο Τσέργκιμπελ στη ναζιστική περίοδο ήταν υπό παρακολούθηση από την Γκεστάπο και του είχε αφαιρεθεί το διαβατήριο, αλλά επέζησε και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ως εξέχων πολίτης της Δυτικής Γερμανίας. Ο Νόικραντζ εγκλείστηκε σε ψυχιατρική κλινική παρά τη θέλησή του και λέγεται ότι πέθανε εκεί το 1941. Πολλοί από τους εργάτες που βγήκαν στους δρόμους την 1η Μαΐου του 1929 είναι βέβαιο ότι υπέστησαν πολλά περισσότερα.
Λαμβάνοντας υπόψη όσα συνέβησαν μετά, ο ματωμένος Μάης δεν έμεινε στην ιστορία ούτε ως μια ηρωική μάχη για τον σοσιαλισμό ούτε ως μια ηρωική υπεράσπιση της δημοκρατίας, αλλά ως μια παράλογη, τραγική σπατάλη ανθρώπινων ζωών και πολιτικών δυνατοτήτων. Το 1929, οι αγωνιστές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν μπορούσαν να ξέρουν ότι βρίσκονταν πιο κοντά στην επίτευξη του σοσιαλισμού σε μια ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα από όσο κάθε άλλο σοσιαλιστικό κίνημα πριν ή μετά από τότε. Ο απόλυτος τρόμος που ακολούθησε είναι μια χρήσιμη, θλιβερή υπόμνηση του τι ακριβώς είναι το κίνημά μας, και γιατί έχει σημασία να νικήσουμε.
Ο Loren Balhorn είναι συνεκδότης του περιοδικού «Jacobin».
Μετάφραση: Χάρης Γολέμης