Macro

Λονδίνο: Από τη σοσιαλιστική ουτοπία στον χρηματοπιστωτικό παράδεισο

Ο Κεν Λίβινγκστον, στέλεχος της αριστερής πτέρυγας των Εργατικών και συνεργάτης του πρώην ηγέτη του κόμματος Τζέρεμι Κόρμπιν (2015-2020), διοίκησε την πόλη του Λονδίνου ουσιαστικά χωρίς διακοπή από το 1981 έως το 1986 και, στη συνέχεια, από το 2000 έως το 2008. Ο απολογισμός του αποτυπώνει ένα από τα παράδοξα στα οποία προσκρούει η Αριστερά μόλις βρεθεί στην εξουσία: ορισμένες από τις πιο εμβληματικές επιτυχίες της τελικά προετοιμάζουν τις νίκες των αντιπάλων της.
Για την αριστερή πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας, το Λονδίνο των αρχών της δεκαετίας του 1980 έχει χαραχθεί στις μνήμες σαν μια σοσιαλδημοκρατική εκδοχή της Παρισινής Κομμούνας: ένα μοναδικό σοσιαλιστικό πείραμα, που δέχθηκε λυσσαλέο πόλεμο από τα ταμπλόιντ και τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος, αλλά ήταν ολοφάνερα προορισμένη για την επιτυχία. Μια επιτυχία στην πραγματικότητα τόσο μεγάλη ώστε κρίθηκε απαραίτητο να καταπνιγεί.
Η περίοδος αυτή έφερε τη σφραγίδα του Κένεθ (Κεν) Λίβινγκστον, ο οποίος εξελέγη το 1981 επικεφαλής του Συμβουλίου Μείζονος Λονδίνου (Greater London Council, GLC)1. Το δεξί χέρι του, ο Τζον ΜακΝτόνελ, ήταν πρόεδρος της επιτροπής Οικονομικών. Η Νταϊάν Άμποτ, η οποία το 1987 θα γινόταν η πρώτη μαύρη γυναίκα στη Βουλή των Κοινοτήτων, συμμετείχε στο σχήμα ως εκπρόσωπος Τύπου. Ο Τζέρεμι Κόρμπιν, πρόσφατα εκλεγμένος βουλευτής των Εργατικών, βρισκόταν πολύ κοντά στο συμβούλιο και μοιραζόταν τον πολιτικό προσανατολισμό του. Λίγο περισσότερα από τριάντα χρόνια μετά, θα αναλάμβανε την ηγεσία του κόμματος, με ένα επιτελείο όπου ο ΜακΝτόνελ και η Άμποτ θα κατείχαν σημαντικές θέσεις.
Η νέα ηγετική ομάδα του GLC για τον Λίβινγκστον συμβόλιζε «την άνοδο στην εξουσία τής μετά το 1968 γενιάς». Ήταν μια Αριστερά με υψωμένες τις σημαίες της υπεράσπισης των φυλετικών και σεξουαλικών μειονοτήτων, ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον σεξισμό. Μια Αριστερά της γιορτής, της δημιουργίας, των γκράφιτι, της ποπ μουσικής και των πολύχρωμων ρούχων, που μοιραζόταν τις ιδέες της με ενθουσιασμό και προτιμούσε να ποντάρει στους συνεταιρισμούς και στην κοινοτική στέγαση παρά στις εθνικοποιήσεις.
Ωστόσο, το GLC του Λίβινγκστον δεν χαρακτηριζόταν από σεχταρισμό. Αντίθετα, προσπάθησε να δημιουργήσει γέφυρες με την παραδοσιακή συνδικαλιστική Αριστερά, αντλώντας έμπνευση, για παράδειγμα, από την εμπειρία φυλετικής και διαπεριφερειακής αλληλεγγύης που παρατηρήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970, κατά τη διάρκεια της εργασιακής διαμάχης στα εργαστήρια φωτογραφίας Grunwick. Τότε, εργάτες από το Γιόρκσαϊρ και αλλού συμμετείχαν στις απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων στο εργοστάσιο του Dollis Hill (βορειοδυτικό Λονδίνο), που ήταν κατά πλειοψηφία γυναίκες ασιατικής καταγωγής. Για την αριστερή ερευνήτρια και γεωγράφο Ντορίν Μάσεϊ, που εργαζόταν τότε στο GLC, υπήρξε μια σύντομη χρονική περίοδος κατά την οποία «οι διάφορες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης που είχαν ξεπηδήσει με την απεργία των ανθρακωρύχων» (και συμβολίζονταν από την προσέγγιση μεταξύ του ηγέτη τους Άρθουρ Σκάργκιλ και του Λίβινγκστον) φάνηκε «ότι θα μπορούσαν να αλλάξουν την πορεία των πραγμάτων, σαν να είχε ξεκινήσει μια συνομιλία ανάμεσα στις παλιές μορφές αντίστασης και όσες ακολουθούσαν δειλά στα χνάρια τους». Ωστόσο, χρειάστηκαν μόλις μερικοί μήνες μέχρι αυτό το διπλό κίνημα να καταπνιγεί, όχι μόνο από την πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ και τους συμμάχους της, αλλά και από «την πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής Αριστεράς και όλους όσοι, από το ένα έως το άλλο άκρο της πολιτικής σκακιέρας, είχαν επιλέξει να αντιμετωπίσουν με περιφρόνηση αυτή την προσπάθεια φεμινιστικής, αντιρατσιστικής, αντι-ομοφοβικής και αντικαπιταλιστικής διακυβέρνησης»2. Αντίδραση που προμήνυε τη συνέχεια.

Υποστήριξη στην απεργία των ανθρακωρύχων

Η εποχή του GLC γέννησε όμως και την πολυπολιτισμική πρωτεύουσα που γνωρίζουμε σήμερα, την εστία των «δημιουργικών βιομηχανιών». Εκείνη την εποχή, οι δημοτικές αρχές ακούστηκαν για πρώτη φορά να προφέρουν τις λέξεις που ο σημερινός δήμαρχος, ο Εργατικός Σαντίκ Χαν (προερχόμενος από τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος), επανέλαβε μετά το δημοψήφισμα για το Brexit: «Το Λονδίνο είναι μια ανοιχτή πόλη». Ήταν μια κομβική στιγμή, την οποία ο Λίβινγκστον, τριάντα χρόνια αργότερα, περιέγραφε με αυτά τα λόγια: «Εκείνο που θέλαμε ήταν να ανακόψουμε τη φθίνουσα πορεία της πόλης, παρ’ όλο που δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε ότι μια ημέρα θα ανταγωνιζόταν τη Νέα Υόρκη, όπως τελικά έγινε»3. Ακριβώς αυτό συνέβη, αλλά όχι με τον τρόπο που είχε φανταστεί ο Λίβινγκστον.
Για να γίνει κατανοητό αυτό που κατόρθωσε το GLC, πρέπει να εξετάσουμε τη βιομηχανική δράση του ξεχωριστά από την πολιτιστική. Το μεγαλύτερο μέρος του αξιοσημείωτου προϋπολογισμού του διοχετεύθηκε στο Γραφείο Επιχειρήσεων Μείζονος Λονδίνου (GLEB). Το όργανο αυτό, που επινοήθηκε από τους Λίβινγκστον και ΜακΝτόνελ, καθώς και από τον πρόεδρό του, τον μηχανικό Μάικ Κούλεϊ, ως εργαστήριο «λαϊκής αστικοποίησης», στόχο είχε τη δημιουργία κρατικών μονοπωλίων, ελεγχόμενων και διαχειριζόμενων από τους εργαζόμενούς τους. Η αντίληψη ήταν πολύ μακριά από την παλαιού τύπου γραφειοκρατική διαχείριση, την «τόσο αδιάφορη απέναντι στον καταναλωτή», που είχε καταλήξει «να απαξιώσει το σύνολο των δημόσιων επιχειρήσεων»4.
Αρκετές εγκαταλειμμένες βιομηχανικές ζώνες γνώρισαν μια δεύτερη άνοιξη χάρη στην ίδρυση συνεταιρισμών και μικρών επιχειρήσεων. Περιοχές που παλαιότερα φιλοξενούσαν βαριές βιομηχανίες έγιναν εργοτάξια τεράστιων «λαϊκών» προγραμμάτων αποκατάστασης, κατά το πρότυπο των γιγαντιαίων Royal Docks, στο Newham, όπου εφαρμόστηκε ένα εγχείρημα συνεταιριστικής οικονομίας και στέγασης. Το GLC απέκτησε πολλές ακόμη εκτάσεις που θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν ανάλογες πρωτοβουλίες –για παράδειγμα, στην Coin Street (κοντά στο Royal National Theatre), κατά μήκος του Battlebridge Basin (όχι μακριά από τον σιδηροδρομικό σταθμό King’s Cross), στο βόρειο τμήμα της συνοικίας του Southwark, με τα κτίρια της ζυθοποιΐας Courage… Για τη Χίλαρι Γουέινραϊτ και τη Μορίν Μάκιντος, δύο πολεοδόμους που εκείνη την εποχή συμμετείχαν στα έργα του GLEB, «κανένα από τα εγχειρήματα αυτά δεν θα ήταν εφικτό χωρίς την προηγούμενη έντονη κινητοποίηση των κατοίκων στις συγκεκριμένες περιοχές»5.
Όσο ριζοσπαστικό κι αν ήταν, το οικονομικό πρόγραμμα δεν έκανε τόσο πάταγο όσο η κοινωνική και πολιτιστική πολιτική της δημοτικής αρχής, που ξεδιπλώθηκε με αναμφισβήτητα θεαματικό τρόπο. Στον τομέα αυτόν, και ιδιαίτερα στα μετα-αποικιακά ζητήματα, η αντίθεση με την παλαιά φρουρά του Εργατικού Κόμματος ήταν καταφανής. Το 1981, κατά τη διάρκεια των ταραχών που ξέσπασαν στη συνοικία του Μπρίξτον με αφορμή την αστυνομική βία, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του GLC εμφανίστηκε «στους δρόμους της πόλης κατά το αποκορύφωμα των συγκρούσεων», όπως έγραφαν οι «Times» με έκδηλη φρίκη. Μάλιστα, εκείνος που αργότερα θα αποκτήσει το προσωνύμιο «Κόκκινος Κεν» προτιμά να απορρίψει την πρόσκληση για τον γάμο του διαδόχου του θρόνου, που εκτυλίσσεται στην απέναντι όχθη του Τάμεση (μεταξύ του πρίγκηπα Κάρολου και της Νταϊάνα Σπένσερ), ώστε να μπορέσει να βρεθεί «στην πρώτη γραμμή»6 μαζί με τους διαδηλωτές.
Οι συνοικίες του κέντρου της πόλης μοιάζουν να δέχονται ευνοϊκά την ειλικρινή υποστήριξη του GLC στη μάχη κατά του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, υπέρ της επανένωσης της Ιρλανδίας, υπέρ της δημιουργίας «μαύρων τμημάτων» στο Εργατικό Κόμμα ή υπέρ των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων –θέσεις που, στα μάτια του Τύπου, αποτελούσαν ιεροσυλία πιο σοβαρή ακόμη και από τα οικονομικά μέτρα του Συμβουλίου. Το 1983, σχολιάζοντας αυτή την απροσδόκητη δημοτικότητα, ο Λίβινγκστον εξηγεί ότι οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί δεν μπορούν να υπακούν μόνο στις επιθυμίες της αρσενικής λευκής εργατικής τάξης: «Για να αλλάξουμε την κοινωνία, πρέπει να ενώσουμε ειδικευμένους εργάτες, ανειδίκευτους εργάτες, ανέργους, γυναίκες, μαύρους, εκπροσώπους των καταπιεσμένων σεξουαλικών μειονοτήτων (…). Με άλλα λόγια, εμείς πρέπει να αλλάξουμε»7.
Πουθενά η πρόθεση αυτή δεν ήταν πιο εμφανής από ότι στα φεστιβάλ, τις συναυλίες και τις άλλες δημόσιες εκδηλώσεις που σημαδεύουν τη συγκεκριμένη περίοδο. Σε αυτό το σημείο, η νέα Αριστερά που βρίσκεται στο τιμόνι του GLC έρχεται σε ρήξη με τον πολιτιστικό πουριτανισμό, ο οποίος ανέκαθεν έρρεε στις φλέβες των λονδρέζων Εργατικών. Ξαφνικά, οι καλλιτεχνικές και μποέμικες υπο-κουλτούρες που είχαν αναπτυχθεί στη βρετανική πρωτεύουσα ή την είχαν επιλέξει για βάση τους στον απόηχο της εποχής του Flower Power βρίσκονται στην καρδιά της εξουσίας. Το απόγειό τους υπήρξε το φεστιβάλ που διοργανώθηκε τον Ιούλιο του 1984, στην πιο κρίσιμη καμπή της απεργίας των ανθρακωρύχων: «Όλη τη μέρα συνέρρεαν στο County Hall [έδρα του GLC] πάνκηδες, σκίνχεντ, ράστα, Λονδρέζοι όλων των αποχρώσεων, που ανέβαιναν τα σκαλοπάτια της μεγαλοπρεπούς κεντρικής σκάλας –κάποτε αποκλειστικό προνόμιο των VIP– και διέσχιζαν τους πολυτελείς διαδρόμους του ισογείου», διηγούνται οι Γουέινραϊτ και Μάκιντος. «Στην αίθουσα συνεδριάσεων του συμβουλίου, οι ομιλητές διαδέχονταν ο ένας τον άλλον στο μικρόφωνο για να συζητήσουν το σχέδιο κατάργησης του GLC, πριν δώσουν τον λόγο στην Αν Σκάργκιλ και σε άλλες συζύγους απεργών ανθρακωρύχων. Η ατμόσφαιρα ήταν καταπληκτική, πρωτοφανής για το County Hall»8.
Επρόκειτο για μια άσκηση συμμετοχικής δημοκρατίας σε φυσική κλίμακα, μια προεπισκόπηση της πόλης που ονειρευόταν η νέα Αριστερά του Λονδίνου. Κανείς δεν θα μάθει ποτέ εάν αυτό το μοντέλο μπορούσε να λειτουργήσει σε βάθος χρόνου: προφανώς, η Θάτσερ φοβόταν ότι θα μπορούσε.

«Το Γκουαντάναμο της Γουόλ Στριτ»

Ο Λίβινγκστον, επικεφαλής μιας αριστερής πρωτεύουσας σε μια χώρα που το 1983 είχε μετακινηθεί μαζικά προς τα δεξιά, δεν παραλείπει να καταγγέλλει τις επιπτώσεις των συντηρητικών πολιτικών, έχοντας, για παράδειγμα, μόνιμα αναρτημένους τους αριθμούς ανέργων σε μεγάλα πανό στην πρόσοψη του County Hall, ακριβώς απέναντι από το Κοινοβούλιο. Το πνεύμα του ήταν ότι το Λονδίνο πρέπει να προϊδεάζει για το πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια σοσιαλιστική κυβέρνηση. Οι Συντηρητικοί το κατάλαβαν πολύ καλά. Και έκαναν ό,τι ήταν απαραίτητο ώστε να μην συμβεί κάτι τέτοιο.
Η κατάργηση του GLC (και άλλων έξι συμβουλίων του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος του Λονδίνου) ψηφίστηκε το 1986, τη χρονιά του «Big Bang» της Θάτσερ –της σειράς μέτρων που απορρυθμίζουν τη χρηματοπιστωτική αγορά του Λονδίνου. Τον «καπιταλισμό των τζέντλεμεν» διαδέχεται ένας χρηματοπιστωτικός τομέας χωρίς ιερό και όσιο, με κυρίαρχες τις ψηφιακές συναλλαγές, που ταυτόχρονα δημιουργεί μια νέα φιλοαμερικανική ελίτ. Το Σίτι του Λονδίνου, γέφυρα που ενώνει Νέα Υόρκη, Φρανκφούρτη, Παρίσι και Σανγκάη, επιβάλλεται ως η ευρωπαϊκή Γουόλ Στριτ. Την ίδια εποχή, το Canary Wharf, η δεύτερη επιχειρηματική συνοικία της πρωτεύουσας, γνωρίζει μια ακόμη πιο θεαματική μεταμόρφωση και μετατρέπεται σε ένα είδος «Γκουαντάναμο της Γουόλ Στριτ»9, όπου η Lehman Brothers και οι όμοιοί της μπορούν να επιδίδονται στις πιο παρακινδυνευμένες στοιχηματικές κινήσεις. Το σημερινό Λονδίνο είναι άρρηκτα δεμένο με αυτά τα δύο παράλληλα συμβάντα του 1986.
Το 2000, ο πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ και ο υπουργός Οικονομικών του Γκόρντον Μπράουν δεν φείδονται προσπαθειών προκειμένου να εμποδίσουν τον Λίβινγκστον να κατέλθει ως υποψήφιος των Εργατικών στην πρώτη απευθείας εκλογή δημάρχου στο Λονδίνο10. Καθώς οι προσωπικές επιθέσεις δεν αρκούν, Μπλερ και Μπράουν καταφεύγουν σε διαδικαστικά τερτίπια σε βάρος του Λίβινγκστον και, τελικά, στην ανοικτή εκλογική νοθεία στις εσωτερικές εκλογές του κόμματος. Διαγραμμένος από το Εργατικό Κόμμα, ο πρώην πρόεδρος του GLC διατηρεί την υποψηφιότητά του ως ανεξάρτητος και σημειώνει συντριπτική νίκη με ποσοστό 58%. Παρ’ όλο που επιχειρεί να συγκροτήσει το επιτελείο του από μέλη της μικρής τροτσκιστικής ομάδας Socialist Action, ο Λίβινγκστον δεν επιδιώκει, στα οκτώ χρόνια της θητείας του, να προτείνει μια συνεκτική εναλλακτική λύση απέναντι στο νεοφιλελεύθερο Νέο Εργατικό Κόμμα (New Labour).
Το κύριο όπλο του πρώτου δημάρχου του Λονδίνου; Οι συγκοινωνίες. Σε ολόκληρη τη βρετανική ιστορία, ο Λίβινγκστον είναι ο μόνος που τόλμησε να κάνει μετωπική επίθεση στο λόμπι του αυτοκινήτου. Το εμβληματικό μέτρο του, η καθιέρωση αστικών διοδίων για την είσοδο στο κέντρο της πόλης, έχει ως άμεση συνέπεια τη μείωση της κυκλοφορίας σε ποσοστό μεγαλύτερο του 10%. Συναντά όμως λυσσαλέα αντίσταση, με κύριο ενορχηστρωτή την καθημερινή συντηρητική εφημερίδα «Evening Standard», ενώ δεν λαμβάνει καμία στήριξη από την κυβέρνηση των Εργατικών, που μοιάζει να αντιμετωπίζει το όλο θέμα ως ένα ακόμη καπρίτσιο του Λίβινγκστον. Παράλληλα, οι ποδηλατόδρομοι επεκτείνονται, επιβάλλεται ανώτατο όριο στην τιμή του εισιτηρίου των λεωφορείων και τα δρομολόγιά τους καλύπτουν ευρύτερες περιοχές, κινήσεις που έχουν ως αποτέλεσμα να αυξηθεί αισθητά η χρήση τους. Ένας νέος οργανισμός, με την ονομασία Transport for London (TfL), αρχίζει να επαναφέρει το ιδιωτικό σιδηροδρομικό δίκτυο κάτω από δημόσιο έλεγχο, αναδιοργανώνοντάς το στο πλαίσιο του London Overground, με πρότυπο το γερμανικό S-Bahn. Ολοκαίνουργιες γραμμές τραμ επεκτείνονται στα νότια προάστια, από το Croydon ώς το Wimbledon, ενώ ακόμη και τα ταξιδιωτικά πλοιάρια του Τάμεση υπάγονται σε ένα σύστημα δημόσιας ρύθμισης11.
Όλα, ή σχεδόν όλα, τα μέτρα αυτά προκαλούν συγκρούσεις μεταξύ της δημοτικής αρχής και της Ντάουνινγκ Στριτ. Ο Λίβινγκστον επιχειρεί –χωρίς επιτυχία– να ακυρώσει δικαστικά το σχέδιο Μπράουν για μερική ιδιωτικοποίηση του υπόγειου σιδηροδρόμου. Το 2003, δύο ιδιωτικές εταιρείες, η Metronet και η Tube Lines, παίρνουν τα ηνία του δικτύου. Ωστόσο, η διαχείρισή τους θα αποδειχτεί τόσο καταστροφική ώστε η επόμενη δημοτική αρχή (με επικεφαλής τον Μπόρις Τζόνσον) θα τις εθνικοποιήσει διακριτικά, το 2008 και το 2010 αντίστοιχα. Και, αυτή τη φορά, ο Μπράουν δεν θα μπορέσει να κάνει τίποτε.
Η βελτίωση των δημόσιων συγκοινωνιών στο Λονδίνο έχει μια απρόβλεπτη συνέπεια: την αύξηση των τιμών των ακινήτων. Έχοντας στη διάθεσή τους ένα πιο αποδοτικό συγκοινωνιακό δίκτυο, τα μεσαία και ανώτερα στρώματα –και, ακόμη περισσότερο, τα παιδιά τους– εγκαταλείπουν τα αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού και τις επαύλεις τους στα προάστια για να εγκατασταθούν ξανά στο κέντρο του Λονδίνου. Ξαφνικά, η διαμονή κοντά σε σταθμό του υπόγειου σιδηροδρόμου, του Docklands Light Railway ή του London Overground δεν φέρνει πια στο μυαλό εξαθλιωμένα, ετοιμόρροπα και βρωμερά κτίρια, αλλά αντίθετα γίνεται επιθυμητή –και πολύ ακριβότερη. Αυτή η εκρηκτική άνοδος του κόστους στέγασης παραμένει η πιο καταφανής αποτυχία του Λίβινγκστον, ο οποίος πολύ συχνά δέχτηκε να συμβιβαστεί με το πανίσχυρο Σίτι και τους συμμάχους του στον κλάδο των ακινήτων.
Όπως θυμίζει η Μάσεϊ, «η καθοδηγητική οικονομική αρχή παραμένει η ενθάρρυνση της ακόμη μεγαλύτερης επέκτασης του χρηματοπιστωτικού και του επιχειρηματικού τομέα». Πράγματι, η βρετανική πρωτεύουσα βλέπει τις κοινωνικές ανισότητες να διευρύνονται κατά τη δεύτερη θητεία του Λίβινγκστον. Για πολλούς, πρόκειται για επιφαινόμενο, το οποίο δεν έχει σχέση με τη νέα προσέγγιση του δημάρχου στα θέματα ανάπτυξης και αναδιανομής. Στο Λονδίνο, γράφει η Μάσεϊ, «ευημερία και φτώχεια πάνε χέρι-χέρι» και το γεγονός ότι «υπάρχουν “ακόμη” φτωχοί» σε αυτή την πόλη της αφθονίας «όπου η σαμπάνια ρέει σαν το νερό» δεν θα πρέπει να εκπλήσσει κανέναν. Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, «εντονότερο από οπουδήποτε αλλού», γίνεται ολοένα και πιο κραυγαλέο καθώς τα πολυώροφα υπερσύγχρονα κτίρια εισβάλλουν σε υποβαθμισμένες συνοικίες όπως το Newham, το Southwark ή το Tower Hamlets.
Επί δημαρχίας Λίβινγκστον, το Σίτι αρχίζει να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Ενώ για πολύ καιρό στο Λονδίνο ξεχώριζαν μόνο δύο ουρανοξύστες –ο πύργος NatWest του Ρίτσαρντ Σάιφερτ στην παλαιά πόλη και η πυραμιδοειδής κατασκευή One Canada Square του Σέσαρ Πέλι στο Canary Wharf– ξαφνικά δεκάδες πανύψηλοι πύργοι με γραφεία απλώνονται στη γραμμή του ορίζοντα. Τα κτίρια αυτά έχουν συχνά περισσότερο ή λιγότερο αλλόκοτες μορφές για να ανταποκρίνονται στις επιθυμίες του Πίτερ Ρις, διευθυντή πολεοδομικού σχεδιασμού του Σίτι. Η ιδέα; Οι συστροφές και τα παράξενα σχήματά τους να σχηματίζουν ευθείες που επιτρέπουν να διακρίνεις τον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου από τα λονδρέζικα πάρκα –μία από τις πολεοδομικές εμμονές του Λίβινγκστον.
Με πολύ μικρότερο πληθυσμό, η Σκωτία κατασκεύασε περισσότερες κοινωνικές κατοικίες από τη βρετανική πρωτεύουσα τα τελευταία είκοσι χρόνια. Για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ο Λίβινγκστον υποστηρίζει ότι είχε τα χέρια του δεμένα: δεν λάμβανε έγκριση για αύξηση της φορολογίας στις πλούσιες συνοικίες, ώστε να επενδύσει στις φτωχές. Πρόκειται ωστόσο για ένα προνόμιο που ο Άλεξ Σάλμοντ, τότε ηγέτης του Σκωτικού Εθνικού Κόμματος (SNP), είχε καταφέρει να αποσπάσει μετά από επίμονες προσπάθειες12. Στην πραγματικότητα, ο Λίβινγκστον και οι φίλοι του ήθελαν κυρίως να αποφύγουν τη σύγκρουση με τους μεσίτες και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Όπως και στην εποχή του GLC, η αντίθεση στον ρατσισμό, στον σεξισμό, στην ομοφοβία και στον ιμπεριαλισμό αποτελούν τους πυλώνες της αυτοδιοικητικής πολιτικής του Λίβινγκστον, ο οποίος αντιτίθεται στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, χαρακτηρίζοντας τον Αμερικανό πρόεδρο Τζορτζ Γ. Μπους «εγκληματία πολέμου» σε συγκέντρωση οργανωμένη από την πλατφόρμα Stop the War το 2004. Ωστόσο, και στα συγκεκριμένα ζητήματα, ο απολογισμός του δεν είναι άψογος. Κάτι που φαίνεται κυρίως από τη σταθερή υποστήριξή του στη μητροπολιτική αστυνομία (τη Met), ακόμη κι όταν, δύο εβδομάδες μετά τις επιθέσεις του Ιουλίου 2005, σκοτώνει κατά λάθος έναν νεαρό Βραζιλιάνο ηλεκτρολόγο, τον Ζαν Σαρλ ντε Μενέζες, απλώς λόγω της εμφάνισής του –μία από τις πιο σκοτεινές σελίδες του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» στη βρετανική πρωτεύουσα. Σε συνδυασμό με την εκτίναξη του κόστους διαβίωσης, αυτός ο θλιβερός επίλογος μιας σταδιοδρομίας που είχε ξεκινήσει με την αλληλεγγύη στους εξεγερμένους του Μπρίξτον τελικά αποσυσπειρώνει την εκλογική βάση του Λίβινγκστον. Το 2008, οι Συντηρητικοί αναλαμβάνουν ξανά τα ηνία της πρωτεύουσας και ο Μπόρις Τζόνσον εκλέγεται δήμαρχος.
Προκειμένου να επικρατήσει, ο Τζόνσον επιχειρεί, πρώτα απ’ όλα, να γοητεύσει τους ηλικιωμένους ψηφοφόρους των προαστίων, επιρρεπείς στον ρατσισμό: πολλαπλασιάζει τα υποδόρια ισλαμοφοβικά μηνύματα, αξιοποιώντας τις προσπάθειες της εφημερίδας «Evening Standard» να διαδώσει χαμηλόφωνα μια ρητορική μίσους, ιδιαίτερα μέσα από τα άρθρα της για τις υποτιθέμενες καλές σχέσεις μεταξύ του Λίβινγκστον και μουσουλμάνων θρησκευτικών παραγόντων. Η τακτική αυτή, την οποία ο Λίντον Κρόσμπι, υπεύθυνος της προεκλογικής εκστρατείας του Τζόνσον, ονόμασε «στρατηγική της ζώνης 5» (από τις ζώνες τιμολόγησης του συγκοινωνιακού δικτύου του Λονδίνου), συνοδεύεται από τα ανοίγματα στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα του κέντρου της πόλης. Ο υποψήφιος των Συντηρητικών, πιο υπερόπτης από ποτέ, δεν διστάζει ούτε και να οικειοποιηθεί ορισμένα από τα μέτρα που προτείνουν οι αντίπαλοί του.
Η νίκη του ανθρώπου που υπήρξε για πολύ καιρό συνεργάτης και, στη συνέχεια, διευθυντής του υπερ-αντιδραστικού περιοδικού «Spectator» προκάλεσε φόβους για υπερσυντηρητική στροφή στη βρετανική πρωτεύουσα. Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Αντίθετα, υπήρξε αξιοσημείωτη συνέχεια σε σχέση με την προηγούμενη δημοτική αρχή. Οι ιδιωτικές σιδηροδρομικές γραμμές περνούν ξανά κάτω από δημόσιο έλεγχο, στο πλαίσιο του οργανισμού London Overground. Ο υπόγειος σιδηρόδρομος εθνικοποιείται ξανά. Ο Τζόνσον οικειοποιείται ακόμη και το σύστημα μίσθωσης ποδηλάτων δημόσιας χρήσης που είχε σχεδιάσει ο Λίβινγκστον, εμπλουτίζοντάς το με τη χορηγία της Banco Santander και με το… όνομά του –τα «ποδήλατα Μπόρις». Τέλος, στο πολυπολιτισμικό πνεύμα του προκατόχου του, ο Τζόνσον υπενθυμίζει –σε όποιον ενδιαφέρεται– τις μακρινές τουρκικές ρίζες του και επισκέπτεται κάθε χρόνο το καρναβάλι της Καραϊβικής στο Notting Hill.
Εάν προλετάριος είναι όποιος πρέπει να πουλήσει την εργατική του δύναμη για να επιβιώσει και δεν είναι ιδιοκτήτης του σπιτιού του, καμία βρετανική πόλη δεν αριθμεί τόσους προλετάριους όσους το Λονδίνο, όπου οι συμβάσεις ακραίας ευελιξίας και οι επισφαλείς θέσεις εργασίας αποτελούν τον κανόνα, πολύ περισσότερο από τις προστατευμένες θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα. Η ζωή στο Λονδίνο είναι πανάκριβη και έτσι οι κάτοικοί του έχουν κατά μέσο όρο και το χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Συχνά λέγεται ότι, στις βουλευτικές εκλογές του 2019, οι εργάτες «πέρασαν στο στρατόπεδο των Συντηρητικών». Κάτι τέτοιο δεν συνέβη στο Λονδίνο. Δεκάδες χιλιάδες Λονδρέζοι πήγαν στις κάλπες με έναν πολύ συγκεκριμένο στόχο: να εκδιώξουν τους Συντηρητικούς από την εξουσία. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα σοσιαλιστικά μέτρα γίνονται δεκτά με μικρότερο σκεπτικισμό στο Λονδίνο από ό,τι αλλού. Φαίνεται ότι το κλασικό επιχείρημα εναντίον τους («Πού θα βρείτε τα λεφτά;») δεν έχει πέραση σε μια πόλη όπου έχεις την αίσθηση ότι σε περιβάλλει η πολυτέλεια και η χλιδή από τη στιγμή που βγαίνεις από το σπίτι σου –ακόμη κι αν δεν έχεις ο ίδιος πρόσβαση σε αυτές. Όταν ο έκδηλος πλούτος της κυρίαρχης τάξης προσφέρεται σε κοινή θέα μέσα από τους ουρανοξύστες της, τις επενδύσεις της στα ακίνητα και τις υπερπροστατευμένες γεωργιανές οικίες της, γίνεται πλέον δύσκολο να κατηγορήσεις για όλα τα δεινά τον παροιμιώδη Πολωνό υδραυλικό. Έτσι, στις βουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 2019, τις οποίες κέρδισε ο Τζόνσον, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας, δίνοντας την πλειοψηφία στους Εργατικούς, δεν θέλησαν να ψηφίσουν ενάντια σε όλη την υπόλοιπη χώρα, αλλά ενάντια σε εκείνη τη μικρή μειοψηφία Λονδρέζων που επιλέγουν το ψηφοδέλτιο των Συντηρητικών ή των Φιλελεύθερων Δημοκρατών –και οι οποίοι, κατά κανόνα, τυγχάνει να διοικούν τη χώρα.
Το Συμβούλιο Μείζονος Λονδίνου (Greater London Council, GLC), που το 1964 αντικατέστησε το Συμβούλιο της Κομητείας του Λονδίνου (London County Council, LCC), διαλύθηκε από τη Μάργκαρετ Θάτσερ το 1986. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του ήταν ο πολεοδομικός σχεδιασμός, οι συγκοινωνίες –μέσω του δημόσιου οργανισμού London Transport (από το 1970)– και η διαχείριση του μεγαλύτερου μέρους των κοινωνικών κατοικιών.
Doreen Massey, «World City»,Polity Press, Κέιμπριτζ, 2007, από όπου και όλες οι αναφορές στη συγγραφέα.
Andy Beckett, «Promised You a Miracle: UK 80-82»,Allen Lane, Λονδίνο, 2015.
Ken Livingstone και Tariq Ali, «Who’s Afraid of Margaret Thatcher? In Praise of Socialism», Verso, Λονδίνο, 1984.
Maureen Mackintosh και Hilary Wainwright, «A Taste of Power: The Politics of Local Economics», Verso, 1987.
Andy Beckett, «Promised You a Miracle», όπ. π.
Ken Livingstone και Tariq Ali, «Who’s Afraid of Margaret Thatcher?», όπ. π.
Maureen Mackintosh και Hilary Wainwright, «A Taste of Power», όπ. π.
Peter Gowan, «Crisis in the heartland», «New Left Review», Λονδίνο, τ. 55, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2009.
(Σ.τ.Ε.) Μέχρι τη μεταρρύθμιση, ο δήμαρχος εκλεγόταν από το δημοτικό συμβούλιο στην πρώτη συνεδρίασή του μετά τις εκλογές
Ωστόσο, ο Λίβινγκστον εγκαινίασε τη λονδρέζικη παράδοση συγκρουσιακών σχέσεων μεταξύ της δημοτικής αρχής και του σωματείου των σιδηροδρομικών (RMT). Καλώντας, τον Ιούνιο του 2004, τους οδηγούς του υπόγειου σιδηροδρόμου να σπάσουν την απεργία, έστρεψε εναντίον του τον παλαιό σύμμαχό του, τον συνδικαλιστή Μπομπ Κρόου, ο οποίος σε ένδειξη διαμαρτυρίας εγκατέλειψε τη θέση του στο διοικητικό συμβούλιο του TfL.

Doreen Massey, «World City», όπ. προηγ.

Owen Hatherley

Βασίλης Παπακριβόπουλος (μετάφραση)