Το περιστατικό του βανδαλισμού τεσσάρων έργων της περιοδικής έκθεσης «Η σαγήνη του αλλόκοτου» μέσα στην Εθνική Πινακοθήκη από έναν βουλευτή του Κόμματος Νίκη δεν αποτελεί μόνο την κορύφωση μιας σειράς ενεργειών λογοκρισίας ακροδεξιών μορφωμάτων. Που ανέκαθεν δρουν ως αυτόκλητοι προασπιστές του τριπτύχου «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια», επιχειρούν και επιτυγχάνουν να ενεργοποιήσουν τα ισχυρά, συντηρητικά ανακλαστικά μιας μερίδας Ελλήνων πολιτών και να τους αποπροσανατολίσουν από τα ουσιαστικά τους προβλήματα. Δεν μαρτυρεί μόνο την άγνοια του πνεύματος της έκθεσης που επιμελήθηκε η διευθύντρια της Πινακοθήκης Συραγώ Τσιάρα, με βασικό κορμό τη σειρά χαλκογραφιών που έφτιαξε στο διάστημα 1798-1799 ο μεγάλος ισπανός δημιουργός και υποστηρικτής του γαλλικού διαφωτισμού, Φρανθίσκο Γκόγια. Που ονομάτισε, όχι τυχαία, με τον άμεσα συνδεόμενο με την ελευθερία της έκφρασης τίτλο «Καπρίτσια». Δόμησε τα έργα τα πλασμένα μέσα σε μια σύνδεση γραμμικής και τονικής οξυγραφίας ως μια σκηνογραφία που ενδυναμώνεται με τη χρήση της καρναβαλικής μάσκας, τις ζωομορφικές μεταμορφώσεις των φιγούρων και τον «θεατρικό» φωτισμό τους. Θέλοντας να καυτηριάσει τη διαφθορά, την υποκρισία και τη βαρβαρότητα της μοναρχικής και θρησκευτικής εξουσίας της Ισπανίας αλλά και την εξαθλίωση του βυθισμένου μέσα στη δεισιδαιμονία και τη φτώχεια λαού. Τις οποίες η Συραγώ Τσιάρα επιχείρησε να συνδέσει με την έκθεση έργων σύγχρονων Ελλήνων καλλιτεχνών εμπνεόμενων από τον Γκόγια, όπως τις πλασμένες, σαν εικονίσματα, οξυγραφίες, τις συρραμμένες με κομμάτια άλλων έργων του Χριστόφορου Κατσαδιώτη. Όπου μια προσεκτική τους ανάγνωση αναδεικνύει την προσωπική, τραγική, παιγνιώδη, ενίοτε αυτοσατυριζόμενη, εντασσόμενη μέσα στην ιστορία της τέχνης και σίγουρα ουδόλως προσβλητική για το προσωπικό ή κοινό αίσθημα για τα θεία, μεταμορφωτική γραφή του. Η θεαματική παράσταση αυτοδικίας που έδωσε ο βουλευτής της Νίκης μέσα στο προστατευμένο καθεστώς της ασυλίας του, ανασύροντας το κόμμα του και τον ίδιο από την αφάνεια, θίγει όμως ένα ζήτημα που είναι ιδιαίτερα σοβαρό. Διότι το περιστατικό αυτό του βανδαλισμού τελέστηκε από έναν εκπρόσωπο του θεσμού της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μέσα σε ένα θεσμικό φορέα του πολιτισμού με κύρια λειτουργία τη συλλογή, προστασία, ανάδειξη και τεκμηρίωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αποτελεί ως εκ τούτου μια πράξη προσβολής των θεσμών που θα έπρεπε ως τέτοια να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Εντάσσεται μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της εγχώριας απαξίωσης των βασικών αξιακών κανόνων μιας ευνομούμενης πολιτείας πάνω στους οποίους δομήθηκε μετά τη ναζιστική θηριωδία η κριτική συνείδηση των μεταπολεμικών κοινωνιών του πολιτισμένου κόσμου. Όπου «το ξέρεις ποιος είμαι εγώ» επικαλύπτει κάθε μικρή, πλημμελή ή μεγαλύτερη, εγκληματική, παρανομία, στους δρόμους και στα αεροδρόμια στην κοιλάδα των Τεμπών και στις εθνικές Πινακοθήκες. Η σταδιακή κυριαρχία της ά-λογης και αγοραίας λογικής του νεοφιλελευθερισμού που έχει ως μοναδικό στόχο την εγκληματική κερδοσκοπία των ολίγων και τη μετατροπή των πολλών σε πειθήνια, φοβισμένα μέσα στο παράλογο των πολέμων που συντελείται γύρω τους, τις λυσσασμένες ιαχές του Τραμπ και τις μανιασμένες επιθέσεις των οργάνων της τάξης, την καθημερινή επισφάλεια και τον ευτελισμό της ίδιας της ευάλωτης ζωής τους, στηρίζεται, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, ανέκαθεν σε μια ανέξοδη προγονοπληξία και στη θρησκοληψία, που ουδεμία σχέση έχει με τον σεβασμό για την πίστη ή το πιστεύω του άλλου. Η σιωπή της κλυδωνιζόμενης κυβερνώσας παράταξης και του αρμόδιου ΥΠΠΟ μετά το συμβάν αξίζει χίλιες λέξεις. «Μέσα από τη μαυρόασπρη τραγικότητα των βίαιων χαράξεων», γράφει για τον μεγάλο Ισπανό και τη σειρά του «Οι Όλεθροι του Πολέμου» ο ζωγράφος Γιάννης Ψυχοπαίδης, «ο Γκόγια παραδίδει στον κόσμο μας ένα μοναδικό μάθημα καλλιτεχνικού ήθους. Μια τέχνη βγαλμένη από τα σωθικά ενός οργισμένου ανθρώπου που παρόλη την εκφραστική της ένταση -και ίσως εξαιτίας της- δεν μπορεί ούτε θέλει να συγκαλύψει έναν μαχόμενο, βαθιά τραυματισμένο ανθρωπισμό». Ας το κρατήσουμε.
