Η εποχή των γκραμσιανών «τεράτων», σε αποϊδεολογικοποιημένο περιβάλλον, ξεκίνησε μετά την κρίση του 2008. Αλλά δεν ήταν μόνο μια κρίση στο καπιταλιστικό πεδίο, ήταν και στο ιμπεριαλιστικό. Η αμερικανική μονοκρατορία της δεκαετίας του 1990 είχε δώσει τη θέση της στην αμερικανική κυριαρχία, αλλά βρισκόταν πλέον σε αμφισβήτηση.
Η επιστροφή της Ρωσίας του Πούτιν στην παγκόσμια σκηνή (μετά το φιάσκο Γιέλτσιν) και η δυναμική ανάδυση της Κίνας αναγκάζουν τις ΗΠΑ να αλλάξουν το στρατιωτικό τους δόγμα, δίνοντας προτεραιότητα στην κινεζική απειλή. Είναι η έναρξη της περιόδου των διεθνών αναταράξεων και της ανισορροπίας στο παγκόσμιο σύστημα. Η δημιουργία των BRICS και του Παγκόσμιο Νότο δημιουργούν συνθήκες για έναν πολυπολικό κόσμο, αλλά ο ρόλος των τριών υπερδυνάμεων παραμένει καθοριστικός.
Από το 2008 και μετά, βιώνουμε μια συγκρουσιακή λογική μεταξύ των τριών υπερδυνάμεων στο διεθνές πεδίο, που μεταφράζεται σε επιμέρους «πολέμους»: νομισματικό, εμπορικό, ενεργειακό, διαστημικό, τεχνολογικό, πρώτων υλών, στρατηγικών γαιών και μετάλλων. Ταυτόχρονα, έχουμε ρεκόρ πολεμικών συγκρούσεων ανά τον κόσμο και κλιματική κρίση. Ο Ινδο-ειρηνικός, η Αρκτική και το Διάστημα είναι τα νέα στρατηγικά σημεία σύγκρουσης των υπερδυνάμεων, ενώ έπονται Μεσόγειος, Αφρική και Μ. Ανατολή.
Οι ΗΠΑ ακολούθησαν την πολιτική ανάσχεσης Κίνας και Ρωσίας «εντός της επικράτειάς τους», προκειμένου να διατηρήσουν την κυριαρχία τους, αλλά στην τρέχουσα δεκαπενταετία Κίνα και Ρωσία ενίσχυσαν τη διεθνή επιρροή τους. Οι ΗΠΑ έχουν δύο γραμμές: Οι μεν Ρεπουμπλικάνοι θεωρούν ότι πρέπει να αποσπαστεί η Ρωσία από την κινεζική επιρροή, καθότι αδύναμη οικονομικά μεν, δεύτερη πυρηνική δύναμη, με γεωπολιτική ισχύ και με τεράστιες ποσότητες πρώτων υλών δε. Θεωρούν ότι πρέπει να πειστεί ότι ο βασικός κίνδυνος για τη Ρωσία είναι η Κίνα, η οποία αυξάνει συνεχώς το μερίδιό της στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, ως soft power. Οι δε Δημοκρατικοί, πέραν της εμμονής τους για «εξαγωγή δημοκρατίας» ανά τον κόσμο, θεωρούν ότι πρώτα πρέπει να υποταχθεί η Ρωσία και μετά η Κίνα. Στόχος, είτε η αλλαγή καθεστώτος στη Ρωσία και ένα φιλοδυτικό προφίλ, είτε η συνολική της περιθωριοποίηση.
Το «επίδικο» Ουκρανία
Η συνεχής επέκταση της Δύσης στην Αν. Ευρώπη, μέσω ΝΑΤΟ και ΕΕ, αφαίρεσε από τη Ρωσία πολλά «κράτη-μαξιλάρια», δηλαδή ενδιάμεσα κράτη χωρίς ισχύ. Η Ουκρανία ήταν το μεγαλύτερο επίδικο. Η ρωσική αντίδραση ήρθε, κυρίως, με την ενσωμάτωση της Κριμαίας. Ταυτόχρονα, εκμεταλλευόμενη τον ουκρανικό εμφύλιο, η Μόσχα έδωσε πλήρη στήριξη στους αυτονομιστές του Ντονμπάς και έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό της για τη «Μικρή Ρωσία» των τεσσάρων ρωσόφωνων περιοχών του Ντονμπάς, προκειμένου να εξασφαλίσει στρατηγικές πρώτες ύλες, την υδροδότηση της Κριμαίας και το mare nostrum της Αζοφικής. Βασικός στόχος, όμως, είναι η Ουκρανία να παραμείνει κράτος-μαξιλάρι. Αντίστοιχα, για τη Δύση ήταν στρατηγικής σημασίας η περιοχή να παραμείνει υπό τον πλήρη έλεγχο της Ουκρανίας του Ζελένσκι και η χώρα να ενσωματωθεί στο δυτικό στρατόπεδο. Όλα αυτά σε ένα φτωχό κράτος με φτωχότερους πολίτες, αλλά πλούσιο σε πρώτες ύλες, με ολιγαρχικό καθεστώς και ελάχιστα ίχνη δημοκρατίας.
Σε αυτό το υπόβαθρο θα κτιστούν οι Συμφωνίες του Μινσκ (2014-2015) για ειρήνη, με γαλλογερμανική παρέμβαση, που όμως αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές και αδιέξοδες. Οι συμφωνίες προέβλεπαν κατάπαυση του πυρός, απόσυρση των βαρέων όπλων από τις πρώτες γραμμές, έλεγχο από τον ΟΑΣΕ, διάλογο για τις τοπικές εκλογές στις περιοχές που έλεγχαν οι φιλορώσοι, πλήρη αποκατάσταση των οικονομικών και κοινωνικών δεσμών μεταξύ των δύο πλευρών, κυριαρχία της ουκρανικής κυβέρνησης στα σύνορα με τη Ρωσία, αποχώρηση όλων των ξένων δυνάμεων και μισθοφόρων, και συνταγματική μεταρρύθμιση που θα παρείχε κάποια αυτονομία στις περιοχές στο Ντονμπάς, που δεν ελέγχονταν από την κεντρική κυβέρνηση. Αλλά η κάθε πλευρά θα ερμηνεύσει τη συμφωνία βάσει των συμφερόντων της και η Συμφωνία του Μινσκ θα καταπέσει, οξύνοντας περαιτέρω τη σύγκρουση. Η αδυναμία των Ευρωπαίων υπήρξε καταλυτική.
Τρία χρόνια μετά
Έχουν περάσει πάνω από τρία χρόνια από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο και αιφνιδιάζοντας εχθρούς και φίλους. Οι νεκροί του πολέμου ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο, οι δε τραυματίες είναι πολλαπλάσιοι. Ο πόλεμος από πολύ νωρίς θα πάρει μορφή «proxy war», εμπλέκοντας Δύση και Ανατολή σε μια ευρύτερη σύγκρουση.
Η εύκολη μετατροπή της ρωσικής οικονομίας σε πολεμική, οι τεράστιες πολεμικές εφεδρείες, η απειλή των πυρηνικών όπλων, οι αποτελεσματικοί τρόποι αποφυγής των δυτικών κυρώσεων, η στενή συνεργασία με την Κίνα σε όλα τα επίπεδα, η εμπλοκή της Β. Κορέας και η διπλωματική κριτική οπτική των τρίτων χωρών, έδωσαν πλεονέκτημα στη Ρωσία.
Οι νατοϊκές χώρες, ειδικά οι ευρωπαϊκές, πιστές στο δόγμα Μπάιντεν, θα στηρίξουν την Ουκρανία με χρήμα και εξοπλισμό, έχοντας ως στόχο τη μακροχρόνια αποδυνάμωση της Ρωσίας και την τελική ήττα του Πούτιν. Όμως, εδώ και έναν χρόνο είναι φανερό ότι η Ουκρανία δεν αντέχει τον μακροχρόνιο πόλεμο, παρά τη μαζική εξωτερική βοήθεια (που ούτως ή άλλως είναι υποθηκευμένη). Ακόμα χειρότερα, οι αρνητικές επιπτώσεις στην ΕΕ από τη συνέχιση του πολέμου είναι τεράστιες.
Στον καιρό του Τραμπ, το διεθνές δίκαιο, από καιρό αποδυναμωμένο, ισχύει μόνο τυπικά. Η εφαρμογή της πολιτικής του εκφοβισμού αποδέχεται μόνο τη δύναμη του ισχυρού και την πολιτική της συναλλαγής, όπου οι παραδοσιακές διεθνείς συμμαχίες δεν ισχύουν πια. Η αμερικανική ολιγαρχία να κυριαρχεί, δηλαδή, και ας κερδίζουν και οι ανά τον κόσμο ολιγαρχίες, αυξάνοντας τις ανισότητες εντός των χωρών. Το μοίρασμα του ουκρανικού πλούτου είναι το νέο επίδικο.
Ελσίνκι 2: Ειρήνη-Συνεργασία-Ασφάλεια
Η Ευρωπαϊκή Αριστερά, διχασμένη, με δύο γραμμές, δεν τόλμησε να μιλήσει για ειρήνη και πώς αυτή θα επιτευχθεί. Αλλά απέναντι στην τραμπική πραγματικότητα και στην ευρωπαϊκή πολεμική οικονομία οφείλει να δώσει τη δική της πρόταση. Μια πρόταση ειρήνης που, για να υλοποιηθεί, θα χρειαστεί μια πολυμερής διάσκεψη που θα δεν θα διασφαλίζει απλώς την ειρήνη στην Ουκρανία, αλλά θα εγγυάται την ασφάλεια της Ευρώπης και την παγκόσμια συνεργασία. Μια διάσκεψη αντίστοιχη της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι (1975), προϊόν της τριετούς προσπάθειας της ΔΑΣΕ (Διάσκεψη για Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη) που υπέγραψαν 35 χώρες-μέλη. Αυτή αποτελούνταν από τρία κύρια μέρη (κάνιστρα): τη Διακήρυξη Αρχών βάσει του διεθνούς δικαίου, την οικονομική και τεχνολογική συνεργασία μαζί με την ανθρωπιστική και πολιτιστική συνεργασία, ενώ ειδικό κεφάλαιο ήταν αφιερωμένο στην Ασφάλεια και Συνεργασία στη Μεσόγειο. Το «Ελσίνκι» εισήγαγε μια ειρηνιστική αντίληψη για την ασφάλεια.
Μια πολυμερής διάσκεψη τύπου «Ελσίνκι» για την ειρήνη στο Ουκρανικό σήμερα θα συμπεριλάμβανε, εκτός από τις άμεσα εμπλεκόμενες χώρες, τις ευρωπαϊκές χώρες, ΗΠΑ, Καναδά, Κίνα, αλλά και χώρες-εγγυήτριες χωρίς συμφέροντα στην περιοχή, όπως Ινδία, Ινδονησία, Ν. Αφρική, Αίγυπτο, Βραζιλία και Μεξικό. Το ζήτημα είναι διεθνοποιημένο και μόνο με μια διεθνή, πολυμερή, συνθήκη ειρήνης μπορεί να αντιμετωπιστεί, σε ένα πολυπολικό πλαίσιο, με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο.
Αλλά ειρήνη χωρίς ασφάλεια στην Ευρώπη δεν είναι μακρά ειρήνη. Θα πρέπει να συμπεριληφθεί στη συμφωνία μια νέα ρύθμιση για τους πυραύλους μικρού και μέσου βεληνεκούς (INF) στην Ευρώπη, καθώς και για τα ευρύτερα πυρηνικά των δύο πλευρών.
Η Συνθήκη INF (Intermediate-Range Nuclear Forces) υπογράφηκε το 1987 από τους Ρίγκαν και Γκορμπατσόφ και απαγόρευε την ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων με βεληνεκές από 500 έως 5.500 χλμ. Ήταν μια συμφωνία ιστορικής σημασίας και δικαίως χαρακτηρίσθηκε τότε ως ακρογωνιαίος λίθος στρατηγικής σταθερότητας. ΗΠΑ και Ρωσία αποσύρθηκαν οριστικά και επίσημα από τη Συνθήκη INF το 2019, ενώ ξανάρχισαν την παραγωγή των πυραύλων, με ανάπτυξη τους σε Ευρώπη και Ασία.
Επίσης, θα πρέπει να επικυρωθεί ξανά και να βελτιωθεί η New Start που είναι η μόνη συνθήκη ελέγχου πυρηνικών όπλων που συνεχίζει να ισχύει μεταξύ της Ρωσίας και ΗΠΑ και εκπνέει το Φεβρουάριο του 2026. Πρόκειται για μια συμφωνία που περιορίζει Ρωσία και ΗΠΑ σε 1.550 ανεπτυγμένα πυρηνικά όπλα. Ο Πούτιν είχε απειλήσει το 2023 ότι δεν θα την ανανεώσει.
Εάν η Ευρώπη θέλει να στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις και θέλει την ειρήνη, τότε ας προετοιμάζεται για την ειρήνη, αντί να τρέχει πανικόβλητη να εφαρμόσει ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα «κομμένο και ραμμένο» για τις εγχώριες και αμερικανικές πολυεθνικές, με καταστροφή του κοινωνικού κράτους και της δημοκρατίας. H στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης ευνοεί τις αντιδραστικές δυνάμεις. Η Αριστερά οφείλει να συνδέσει την αρχιτεκτονική ασφάλειας με τη διαρκή ειρήνη και συνεργασία, για να σταματήσει αυτός ο εκφοβισμός των ευρωπαϊκών κοινωνιών από την ίδια την ελίτ της.