Η σταδιακή μεταμόρφωση της Ιταλία σε αυταρχική δημοκρατία είναι ο πραγματικός κίνδυνος. Ειδικά όταν, σε αυτή τη διαδικασία εκφασισμού της χώρας, έχει συμμάχους στην κεντροδεξιά και στην οικονομική ελίτ και μια ευνοϊκή διεθνή συγκυρία.
«Η Ιταλία είναι μια χώρα που ξαναχτίστηκε στα ερείπια του φασισμού. Το Σύνταγμα του 1948 είναι η αντανάκλαση του αντιφασιστικού αγώνα. Σήμερα, όμως, αν περπατήσεις με μια αντιφασιστική μπλούζα, δέχεσαι επίθεση» γράφτηκε σε ένα τοίχο. Αυτό το Σύνταγμα θέλει να καταλύσει η Μελόνι, με στρατηγική ελιγμών και σε ευνοϊκές διεθνείς και ευρωπαϊκές συνθήκες (άνοδος ακροδεξιάς, τραμπισμός, οικονομική αστάθεια, ανασφάλεια, πολυκρίση και πολεμική οικονομία).
Η Ιταλία είναι το μεγάλο πολιτικό εργαστήριο της Ευρώπης, η χώρα των μεγάλων πολιτικών αντιθέσεων ( Γκράμσι – Μουσολίνι και Χριστιανοδημοκρατία,DC – Iταλικό Kομουνιστικό Κόμμα,PCI). Όμως ο ατομισμός και η προπαγάνδα της παρακμιακής κουλτούρας του μπερλουσκονισμού, την τελευταία τριακονταετία, αναδείχθηκαν σε κυρίαρχη κουλτούρα. To χειρότερο, όμως, ήταν η συγκυβέρνηση Μπερλουσκόνι με την ακροδεξιά, το «ξέπλυμα» του ιταλικού φασισμού και η νομιμοποίηση του στην μέση ιταλική συνείδηση. Η άνοδος και η επικράτηση της ακροδεξιάς (Λέγκα του Σαλβίνι, Αδελφοί της Ιταλίας της Μελόνι) είναι βασικό παράγωγο του μπερλουσκονισμού. Λογική ακολουθία, η τωρινή συγκυβέρνηση της αδύναμης Φόρτσα Ιτάλια (Ταγιάνι) με την ακροδεξιά.
Το βαθύ έλλειμμα στρατηγικής της ηγεσίας της Αριστεράς και η πλήρης υποταγή της Κεντροαριστεράς στην καταστροφική (και για την Ιταλία) νεοφιλελεύθερη λιτότητα των Βρυξελλών είναι βασικές παράμετροι της ιταλικής παρακμής.
Τα αποτελέσματα των εκλογών του 2022 ήταν μία νίκη του συνασπισμού της ακροδεξιάς Αδέλφια της Ιταλίας της Μελόνι (26%) – Λέγκα του Σαλβίνι (8%) με την δεξιά Φόρτσα Ιτάλια (8%). Συνολικά, με 43% των ψήφων, απέκτησε απόλυτη πλειοψηφία σε Βουλή (238 στις 400 έδρες) και Γερουσία (115 στις 200 έδρες), λόγω του εκλογικού συστήματος ( πλειοψηφικό σύστημα στις μονοεδρικές). Και η Μελόνι έγινε πρωθυπουργός.
Σήμερα οι δημοσκοπήσεις δίνουν 30% στη Μελόνι, 9% στο Σαλβίνι και 8% στον Ταγιάνι, ποσοστά (47%) ικανά για μια επόμενη διακυβέρνηση. Όμως, για πρώτη φορά, ύστερα από χρόνια, η προοδευτική αντιπολίτευση φαίνεται ενωμένη, κοινοβουλευτικά και κινηματικά. Η αριστερή στροφή του Δημοκρατικού Κόμματος (22%) της Σλάιν (παρά τον εσωτερικό πόλεμο), η αριστερή τοποθέτηση των Πέντε Αστέρων (13%) του Κόντε, η άνοδος του Κοκκινοπράσινου (AVS:7%) των Φρατοϊάνι-Μπονέλι, το άνοιγμα της Ριφοντατσιόνε (1+%) στις παραπάνω δυνάμεις και η κοινή τους κάθοδο στους αγώνες των συνδικάτων, δίνει άλλο τόνο στο πολιτικό σκηνικό. Υπάρχουν και οι Κεντρώοι (Καλέντα, Ρέντσι κλπ) που αθροίζουν ένα 5%, ενώ ένα μεγαλύτερο ποσοστό ψηφοφόρων βρίσκεται ακόμα στην αποχή. Ο δρόμος για τις επόμενες εκλογές είναι πιο ομιχλώδης, από ότι δείχνουν, ως τώρα, οι αριθμοί.
Η Ιταλία, οικονομικά, όχι μόνο δεν έχει ανακάμψει από την κρίση του 2008, αλλά χειροτερεύει σταθερά. Στην εικοσαετία 2004-2024, η ΕΕ αναπτύχθηκε 29%, κατά μέσο όρο, ενώ η Ιταλία μόνο 5%. H Ιταλία, την τρέχουσα 5ετία, λαμβάνει 194,4 δις από το Next Generation EU (122,6 δις δάνεια και 71,8 δις επιδοτήσεις), αλλά δεν αναπτύσσεται. Το Δημόσιο Χρέος της προς ΑΕΠ, το 2026, πιθανόν να ξεπεράσει ακόμα και το ελληνικό (λίγο κάτω του 140%). Με 0,5% προβλεπόμενη ανάπτυξη για το 2025 και με αρνητικές προσδοκίες για τα επόμενα χρόνια (τελειώνει το Ταμείο Ανάκαμψης) η στασιμότητα και η τάση ύφεσης κυριαρχούν. Οι ιταλικές εξαγωγές μειώνονται λόγω των τραμπικών δασμών, ενώ ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός. Δυσβάσταχτο το κόστος ζωής και η στέγαση για τα 2/3 της ιταλικής κοινωνίας, ενώ οι ανισότητες οξύνονται. Οι μισθοί είναι -9% από το 2021, οι συντάξεις καθηλωμένες χαμηλά. Στο βιομηχανικό Βορρά κυριαρχεί το γερμανικό κεφάλαιο, στις τράπεζες συμμετέχει το γαλλικό κεφάλαιο. Στην ιταλική οικονομία επενδύουν, παραδοσιακά, οι ΗΠΑ και πρόσφατα οι Κινέζοι. Αλλά η Ιταλία έχει χάσει το ειδικό βάρος της στην ευρύτερη περιοχή και η απώλεια θέσεων στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας θα επιταχυνθεί. Περαιτέρω, η πολεμική οικονομία της ΕΕ, λόγω χαμηλών πολλαπλασιαστών, δεν θα βελτιώσει την ιταλική οικονομία, παρότι έχει τις σχετικές υποδομές.
Η Μελόνι Πρωθυπουργός
Στα τρία χρόνια κυβέρνησης Μελόνι παρατηρείται μια σταδιακή απορρύθμιση της ιταλικής δημοκρατίας. Η Μελόνι έδειξε τις προθέσεις με την ανάληψη της πρωθυπουργίας : «Ξεκινάμε κάνοντας ό,τι είναι απαραίτητο και μετά ό,τι είναι δυνατό». Προσπάθησε, για να γαντζωθεί στην εξουσία, να αποκρούσει οποιαδήποτε κατηγορία που θα την τοποθετούσε στους ακροδεξιούς εξτρεμιστές της Ευρώπης. Ταυτόχρονα, όμως, είναι η ηγέτης του ECR μίας εκ των τριών ακροδεξιών ευρωομάδων (Στους PfE επικεφαλής είναι η Λεπέν και στο ESN το γερμανικό AfD).
Τελείως ξαφνικά, εγκατέλειψε την υπεράσπιση συνθημάτων που σχετίζονται με τον φασισμό, όπως το «Θεός-Πατρίδα-Οικογένεια» που χρησιμοποιήθηκε ως «καραμέλα» κατά την προεκλογική της εκστρατεία. Ισχυρίστηκε ότι «ποτέ δεν ένιωσε συμπάθεια για αντιδημοκρατικά καθεστώτα, συμπεριλαμβανομένου του φασιστικού».
Η ευρωπαϊκή ακροδεξιά είχε άριστες σχέσεις με το κόμμα του Πούτιν. Η ίδια αποστασιοποιήθηκε από τη Ρωσία, αφήνοντας τον ρόλο αυτό στον εταίρο ακροδεξιό Σαλβίνι. Η κυβέρνησή της ξεχώρισε για την πειθαρχία στους ευρωπαϊκούς κανόνες και στις νατοϊκές γραμμές. Γι αυτό και η χειροτέρευση των σχέσεων Ιταλίας-Κίνας. Η Φον ντερ Λάιεν της έπλεξε το εγκώμιο, ως το πρόσωπο του ’22. Ο Φεϊχό , ηγέτης του ισπανικού δεξιού Λαϊκού Κόμματος, δήλωσε ότι η Μελόνι «δεν είναι συγκρίσιμη με άλλα ακροδεξιά κόμματα». Απέφυγαν όμως να πουν ότι ηγείται της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς και έχει υιοθετήσει το ακροδεξιό Βόξ, με το οποίο θέλει να συγκυβερνήσει η ισπανική δεξιά. Δεν ενοχλήθηκε το ιερατείο των Βρυξελλών από τις αδελφικές σχέσεις της Μελόνι με τον Ούγγρο πρόεδρο Όρμπαν, ούτε από τις στενές σχέσεις της με τον Στήβ Μπάνον, τον τραμπισμό και τον Μιλέι, τον ακροδεξιό πρόεδρο της Αργεντινής.
Η Μελόνι δεν ξέχασε ποτέ την φασιστική ιδεολογία που είχε γαλουχηθεί πολιτικά στη νεότητά της, στην αριστερή συνοικία Γκαρμπατέλα της Ρώμης. Τότε που δήλωνε ότι «ο Μουσολίνι ήταν ο καλύτερος πολιτικός των τελευταίων 50 ετών». Αντίθετα την εφαρμόζει σταδιακά στη κυβερνητική της θητεία και αφορά τη συστηματική επίθεση κατά των δημοκρατικών θεσμών, της ελευθερίας του Τύπου, του κοινωνικού κράτους, των φτωχών, των πολιτικών αντιπάλων, των γυναικών, των μεταναστών, των μειονοτήτων και του πολιτισμού. Παράδειγμα, με την υπερσυντηρητική σταυροφορία της ακροδεξιάς υπέρ της «παραδοσιακής οικογένειας», οι ενώσεις κατά των αμβλώσεων απέκτησαν πρόσβαση στα δημόσια κέντρα οικογενειακού προγραμματισμού. Ταυτόχρονα κατήργησε το Εισόδημα του Πολίτη, αυξάνοντας το ποσοστό φτώχειας της χώρας στο 10%.
Οι νεοφασιστικές βίαιες επιθέσεις – σε κοινωνικά κέντρα, καταλήψεις σχολείων και σχολών και σε κτίρια/μνημεία σύμβολα του αντιφασισμού – όχι μόνο μένουν ατιμώρητες, αλλά προωθούνται μέσω παράλληλων δικτύων. Είναι γνωστή η σχέση του ιταλικού νεοφασισμού με τα κόμματα των Μελόνι – Σαλβίνι.
Σύμφωνα με την Μελόνι, ο αντιφασισμός είναι εξίσου προβληματικός με το φασισμό και προτείνει μια, δήθεν, συμφιλιωτική αφήγηση. Αποφεύγει, όμως, να τοποθετηθεί για τα συνθήματα και σύμβολα των οπαδών της που σχετίζονται με το καθεστώς του Μουσολίνι. Ούτε καταδίκασε τη νεολαία του κόμματος της (Εθνική Νεολαία) των ρωμαϊκών χαιρετισμών και του ναζιστικού «Sieg Heil».
Μία από τις μάχες που η Μελόνι δεν εγκατέλειψε ποτέ, παρά τις δημόσιες δηλώσεις της, ήταν αυτή του ιστορικού αναθεωρητισμού. Σε αυτό προστίθεται η «ιταλικότητα»: η εθνικιστική και ταυτοτική γραμμή σε συνδυασμό με ξενοφοβία. Σε δημόσιες ομιλίες της, η Μελόνι υποστηρίζει θεωρίες συνωμοσίας όπως η «Μεγάλη Αντικατάσταση», ένα κοινό νήμα της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Εφαρμόστηκε, άλλωστε, σε μία από τις πρώτες αποφάσεις της (Δεκέμβριος 2022), επιβάλλοντας περιορισμούς στις ΜΚΟ που διασώζουν μετανάστες στη Μεσόγειο, με αποτέλεσμα την αύξηση των θυμάτων.
Οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις αποτελούν ένα αγαπημένο εργαλείο για τις ακροδεξιές κυβερνήσεις. Η Ιταλία δεν εξαιρείται. Πρώτα ήταν η αποτυχημένη (ευτυχώς) παρέμβαση της Μελόνι για τον έλεγχο του δικαστικού συστήματος. Κατόπιν (Νοέμβριος 2023), ανακοίνωσε την «μητέρα όλων των μεταρρυθμίσεων»: Το νέο σύστημα θα επέτρεπε την άμεση εκλογή του Πρωθυπουργού και τη νικήτρια συμμαχία να κερδίσει το 55% των εδρών. Άλλο ένα βήμα προς τον αυταρχισμό, αλά Όρμπαν. Προς το παρόν, η διαδικασία έγκρισης έχει σταματήσει. Μετά την αρχική έγκριση στη Γερουσία (Ιούνιος 2024), η κυβέρνηση δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την απαιτούμενη πλειοψηφία των 2/3, οπότε θα έπρεπε να γίνει δημοψήφισμα, το οποίο, δεδομένων των δημοσκοπήσεων, οδηγούσε σε ήττα της. Γι’ αυτό η Μελόνι προτείνει πλέον γενικές εκλογές τον Ιούνιο του 2027 και τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την πρωθυπουργία το 2028, στο πλαίσιο του οδικού χάρτη της.
Τρία χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας, η Μελόνι παραμένει πιστή στις ακροδεξιές απόψεις, παρότι ντυμένες, δημόσια, με την «υποκρισία των καλών τρόπων», στοιχείο της φασιστικής παράδοσης. Αποδεικνύεται από τις κοινωνικοοικονομικές πολιτικές της. Η σταδιακή μεταμόρφωση της Ιταλία σε αυταρχική δημοκρατία είναι ο πραγματικός κίνδυνος. Ειδικά όταν, σε αυτή τη διαδικασία εκφασισμού της χώρας, έχει συμμάχους στην κεντροδεξιά και στην οικονομική ελίτ και μια ευνοϊκή διεθνή συγκυρία. Αυτόν τον κίνδυνο καλείται να υπερκεράσει το δημοκρατικό, αριστερό και κινηματικό μπλοκ δυνάμεων, προτείνοντας ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο ριζικών αλλαγών για έξοδο της χώρας από την παρακμή.