Το εκλογικό αποτέλεσμα της 23ης Φεβρουαρίου αποτέλεσε έναν ιδιαίτερο σταθμό για τη Γερμανία, ερχόμενο να επικυρώσει το «σημείο καμπής» (Zeitenwende) που είχε αναγγείλει ο Όλαφ Σόλτς μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022. Και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, η Γερμανία δείχνει πλέον πως αλλάζει στάση σε μια σειρά θεμάτων, από τη σκληρή δημοσιονομική πολιτική που εφάρμοζε μέχρι και τον επανεξοπλισμό της χώρας και της Ευρώπης. Αυτή η αλλαγή, όμως, έχει μια κοινή συνιστώσα: η Γερμανία ρέπει προς τον αυταρχισμό με εντεινόμενους και ανησυχητικούς ρυθμούς.
Μια τέτοια εξέλιξη δεν προέκυψε από την προσπάθεια του μελλοντικού Καγκελάριου, Friedrich Merz, και της διαφαινόμενης κυβέρνησης Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων της οποίας θα ηγηθεί, αλλά από την απερχόμενη και από τους χειρισμούς του Όλαφ Σόλτς σε μια σειρά από κρίσεις που αναδιαμόρφωσαν το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο της Γερμανίας: υγειονομική κρίση, πόλεμος στην Ουκρανία, άνοδος του πληθωρισμού, ενεργειακή κρίση, εντεινόμενη κλιματική κρίση, γενοκτονία στη Γάζα. Στο πλαίσιο των συνεχών και αλλεπάλληλων «πολυ-κρίσεων», η Γερμανία δέχεται πιέσεις στην οικονομία της από το διεθνή ανταγωνισμό, στη διαχείριση των δημογραφικών αλλαγών που αντιμετωπίζει, έχοντας έναν από τους γηραιότερους πληθυσμούς της Ευρώπης και ένα αρκετά εκτεταμένο κράτος πρόνοιας, και –το κυριότερο– αντιμετωπίζει θέματα ηθικής και πολιτικής ταυτότητας. Η 7η Οκτωβρίου του 2023 και η γενοκτονία που διεξάγει το Ισραήλ στην Παλαιστίνη αποτέλεσαν ένα διαφορετικού είδους «Zeitenwende», καθώς η Γερμανία κλήθηκε να υπεραμυνθεί της εξίσωσης Μνήμη Ολοκαυτώματος=Εβραίοι=Ισραήλ.
Αυτό οδήγησε τη γερμανική κυβέρνηση στην υιοθέτηση αυταρχικών πρακτικών για να αντιμετωπίσει φαινόμενα αντισημιτισμού. Παρόλη τη θεωρητική βάση που μπορεί να έχει αυτό το επιχείρημα, οι διαστάσεις που έλαβαν οι κατασταλτικές πρακτικές άρχισαν να σχηματίζουν μια ανησυχητική εικόνα. Ακυρώσεις βραβείων σε δημοσιογράφους και καλλιτέχνες επειδή εκφράστηκαν υπέρ της Παλαιστίνης, αστυνομική καταστολή σε ευρεία κλίμακα απέναντι σε φοιτητές στο Βερολίνο μέχρι και τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, πανεπιστήμια που επιτρέπουν την είσοδο της αστυνομίας στον ακαδημαϊκό χώρο για οποιαδήποτε φιλοπαλαιστινιακή εκδήλωση η διαμαρτυρία και, τέλος, το μη δεσμευτικό ψήφισμα περί αντισημιτισμού με το ασαφές νόημα που εντείνει τις διώξεις. Για να καταλάβει κανείς το μέγεθος αυταρχικοποίησης που επικρατεί αυτή τη στιγμή στη Γερμανία, μπορεί να δει τις απειλές για απέλαση ακόμη και πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συμμετείχαν σε εκδηλώσεις υπέρ της Παλαιστίνης.
Αν προσέξουμε τη μεγαλύτερη εικόνα, τότε στη Γερμανία αναδύονται νέες διαχωριστικές κοινωνικο-πολιτικές γραμμές που ανασημασιοδοτούν όχι μόνο την έννοια του γερμανικού κράτους αλλά και το ποιος μπορεί να ανήκει σε αυτό. Ακολουθώντας αυτή τη λογική μπορεί σε λίγο καιρό να δούμε και μια αλλαγή νοήματος στη γερμανική ταυτότητα και στα συστατικά στοιχεία της. Το αν είναι κάποιος Γερμανός μπορεί να στηρίζεται όχι μόνο σε μια κοινά αποδεκτή πολιτειακή βάση, αλλά και στο κατά πόσο είναι υπέρ του Ισραήλ η όχι. Αυτό ίσως και να ακουγόταν υπερβολικό, αν ο μελλοντικός Καγκελάριος δεν είχε αναφέρει σε ομιλία του πριν έναν περίπου χρόνο πως η γερμανική υπηκοότητα πρέπει να συνοδεύεται από μια δήλωση πως οι αιτούντες αναγνωρίζουν το δικαίωμα της ύπαρξης του ισραηλινού κράτους.
Αυτοί οι διαχωρισμοί έχουν και προεκτάσεις αναφορικά με το νέο ρόλο που αναλαμβάνει η Γερμανία στην Ευρώπη μετά από την αυξανόμενη απεμπλοκή των ΗΠΑ από τους παραδοσιακούς συμμάχους της. Στο παλαιό δίλλημα «κανόνια ή βούτυρο», η Γερμανία απαντάει με σχετική ευκολία «κανόνια», και μάλιστα διατίθεται να παρακάμψει τους δημοσιονομικούς κανόνες για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης που η ίδια είχε επιβάλλει. Ένθερμοι υποστηρικτές αυτής της προσπάθειας, η βιομηχανία όπλων «Rheinmetall», όπως και η «Volkswagen» που διατίθεται να χρησιμοποιήσει εγκαταλελειμμένα εργοστάσιά της για την κατασκευή τανκς, ακόμη και τμήματα της γερμανικής ακαδημίας που βλέπουν τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης ως τη μόνη λύση απέναντι στην απειλή της Ρωσίας. Οι κίνδυνοι για την άσκηση κριτικής απέναντι στον παραλογισμό των εξοπλισμών είναι παραπάνω από εμφανείς.
Το «Zeitenwende» της Γερμανίας είναι γεγονός που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Οι συνεχώς αυξανόμενες περιπτώσεις αυταρχισμού της Γερμανίας, σε συνδυασμό με το νέο ρόλο που αναλαμβάνει στο επίπεδο της ευρωπαϊκής πολιτικής, δεν γεννούν προσδοκίες για κάτι καλύτερο. Αντιθέτως, ανασύρουν στη μνήμη τις μελανότερες σελίδες στην ιστορία της χώρας.