Macro

Κωστής Λιερός: Τίνος η ζωή μετρά;

Με αφορμή τα μέτρα για την οπαδική βία
 
 
Πέρασε κιόλας μία εβδομάδα από τη Δευτέρα που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανέβαινε στο βήμα για να ανακοινώσει τα «μέτρα για τη οπαδική βία», σπάζοντας έτσι την 48ωρη σιωπή της κυβέρνησης για το περιστατικό με τον ανατριχιαστικό τραυματισμό του αστυνομικού στον Ρέντη· συμβάν που οδήγησε στον ακρωτηριασμό του ποδιού του και ακόμα διατηρεί τη ζωή του σε καθεστώς σοβαρού κινδύνου.
 
Μια σιωπή (δεν υπολογίζουμε τις εθιμοτυπικές καταδίκες ή τον γενικόλογο σχολιασμό του γεγονότος) που αρχικά δημιούργησε και μια πολιτική «προσδοκία» πως κάτι σοβαρό «ψήνεται» στα γραφεία του Μαξίμου. Αν όχι μια τελική «λύση», τότε σίγουρα ένα πρώτο βήμα που θα έδινε το μήνυμα ότι ως κοινωνία ξεκινάμε πλέον μία νέα σελίδα.
 
Η «προσδοκία» αυτή δεν ήταν το μόνο που κατέρρευσε με τις ανακοινώσεις της 11ης Δεκεμβρίου. Η επιλογή της κυβέρνησης αφενός να ευθυγραμμιστεί με την (υπερ)αντίδραση της ΕΛΑΣ να προσάγει ένα ολόκληρο γήπεδο (425 άτομα) και αφετέρου να αγνοήσει, αν όχι παροτρύνει, την επιλεκτική ευαισθησία που το Σώμα έδειξε όταν το θύμα ήταν αυτή τη φορά αστυνομικός, εξέπεμψε ουσιαστικά ένα πολύ επικίνδυνο μήνυμα στον κάθε πολίτη αυτής της χώρας: «Οι ζωές κάποιων μετρούν περισσότερο από άλλες».
 
Αυτό το άρθρο δεν θα επιχειρήσει να βάλει ζωές στο ζύγι. Ωστόσο, αξίζει να δούμε πώς η Πολιτεία «μέτρησε» τις ζωές μας με βάση τις τελευταίες της κινήσεις.
 
 
Τα «μέτρα» της συμφοράς
 
 
Δεν είναι μόνο ο οριζόντιος χαρακτήρας των μέτρων που μαρτυρά ισχυρές δόσεις αμηχανίας (έως αδιαφορίας) για την επίλυση του πραγματικού θέματος. Οποιουδήποτε θέματος. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο πως κυβέρνηση γνώριζε εξ αρχής πως δεν επρόκειτο να πείσει μισό πολίτη με το να υποσχεθεί επανεξέταση για το άνοιγμα των γηπέδων από τα μέσα Φλεβάρη.
 
Όπως και ότι η λύση του να τιμωρηθούν οι φίλαθλοι άλλων ομάδων (και άλλων αθλημάτων) από το να παρακολουθούν τις αναμετρήσεις της ομάδας τους, μάλλον θα έβαζε αρκετούς σε υποψίες πως κάτι άλλο «παίζει» εδώ: Μια διαμάχη της κυβέρνησης με την ιδιοκτησία του Ολυμπιακού -και μάλιστα για εξωγηπεδικά θέματα; Μια άτυπη ασυλία του Ολυμπιακού; Μια ενδεχόμενη αυτονόμηση οπαδών και συνδέσμων από τις ιδιοκτησίες τους και πρόσδεση στο άρμα του «κοινού» εγκλήματος; Η απάντηση μοιάζει σύνθετη, απαιτώντας από όλους, ιδίως τους αρμόδιους, να μείνουν μακριά από εύκολες, εύπεπτες και από άποψη κοινωνικής χρησιμότητας, «τεμπέλικες» εξηγήσεις.
 
 
«Αγέλες» κυβερνητικής αναισθησίας
 
 
Πώς επέλεξε να απαντήσει η κυβέρνηση; Έβαλε τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη να μιλήσει για «αγέλες χούλιγκαν». Αυτό τουλάχιστον τόνισε ο Γιάννης Οικονόμου, όταν με τον υφυπουργό Γιάννη Βρούτση, μετέβησαν, λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση των «μέτρων», στον Άρειο Πάγο, ώστε να αναβαθμίσουν όλες(!) τις έως τώρα υποθέσεις οπαδικής βίας σε σοβαρή για την Πολιτεία υπόθεση. Υπενθυμίζεται πως ανάλογη κίνηση στον Άρειο Πάγο έχουμε να δούμε από την εποχή που η κυβέρνηση Σαμαρά κατέληξε τελικά στο συμπέρασμα πως η Χρυσή Αυγή όντως αποτελούσε κίνδυνο, απλά έπρεπε πρώτα να δολοφονηθεί ο Παύλος Φύσσας.
 
Επιπλέον, μία μόλις ημέρα μετά την είδηση του φριχτού θανάτου της 50χρονης από την επίθεση τριών σκύλων στο Ωραιόκαστρο, οι πλέον αρμόδιοι επέλεξαν για την περιγραφή του γεγονότος τη λέξη «αγέλη», δείχνοντας εκ νέου την πολιτική αναισθησία με την οποία πορεύονται, σχεδόν κάθε φορά που καλούνται να αντιμετωπίσουν ένα μεγάλο ζήτημα.
 
 
 
(Ακόμη μια) «εισαγόμενη κρίση»
 
 
Όλα τα παραπάνω, επίσης δια στόματος Οικονόμου, βρέθηκαν ξαφνικά «πακέτο» μέσα στο βολικό και δια πάσα νόσο περιτύλιγμα των «εισαγόμενων κρίσεων». Τη μέθοδο που βλέπουμε να επιστρατεύει η κυβέρνηση κάθε φορά που στριμώχνεται επικοινωνιακά. Χωρίς να γίνεται η παραμικρή προσπάθεια για ουσιαστική ανάγνωση της κατάστασης, της ανθρωπολογίας ενός σύνθετου φαινομένου, των κοινωνικών παραγόντων ενός ακόμα κοινωνικού ζητήματος.
 
Όμως, ο ντόρος παραμένει πολιτικά «απαραίτητος» και πρέπει να γίνει. Διότι το «γήπεδο» των εντυπώσεων παραμένει ορθάνοιχτο και στη θέση του.
 
 
Τίνος η ζωή (τελικά) μετρά;
 
 
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ευθυγράμμιση με την υπεραντίδραση της ΕΛΑΣ, λέει περισσότερα για την ίδια την κυβέρνηση παρά για την αστυνομία, η οποία στο κάτω κάτω δεν έχει διαφύγει ακόμα τον κίνδυνο να χάσει ένα μέλος της. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η τελευταία πρέπει να «ξεπλένεται» πολιτικά με αυτόν τον τρόπο.
 
Διότι τότε τα μηνύματα που εκπέμπονται είναι πολύ επικίνδυνα και αντιστοιχούν σε καθεστώτα εξαίρεσης. Δίνοντας το μήνυμα πως η ζωή του (οποιουδήποτε) αστυνομικού θα πρέπει να θεωρείται πιο σημαντική από εκείνη ενός απλού πολίτη, πόσο μάλλον όταν εκείνος ανήκει σε κάποια μειονότητα ή βρίσκεται σε ευάλωτη θέση.
 
Διότι, για παράδειγμα, δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε αστυνομικούς να προσάγουν ό,τι κινείται στον πεζόδρομο της οδού Γλάδστωνος στις 21/9/2018, πόσο μάλλον ένα ολόκληρο αστυνομικό τμήμα για συμμετοχή στον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου. Δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε κάτι αντίστοιχο για τις εν ψυχρώ εκτελέσεις των Νίκου Σαμπάνη, Κώστα Φραγκούλη και Χρήστου Μιχαλόπουλου. Ούτε είδαμε σχετική κινητοποίηση για τον αστυνομικό που χτύπησε, σκότωσε και εγκατέλειψε με το όχημά του τη 19χρονη πριν λίγες μέρες στη Ξάνθη. Ούτε για όσους σηκώνουν ο υπηρεσιακό όπλο για ψύλλου πήδημα. Για αστυνομικούς που αποπειράθηκαν ή δολοφόνησαν τις συντρόφους τους. Για όσους εμπλέκονται σε μαφίες παντός είδους.
 
Όπως είπαμε, κανείς εδώ δεν υποστηρίζει ότι η ευαισθησία μας θα πρέπει να εξισωθεί προς τα κάτω. Απλώς θα είχε ενδιαφέρον για μία φορά, να δούμε τον ίδιο ζήλο υπέρ κάποιου που δεν λογίζεται τόσο αυτόματα ως «δικός μας».

Κωστής Λιερός