Δεν ξέρω αν ο Μπέρνι Σάντερς έχει διαβάσει το Persuaders του Ανάνντ Γκιριδαράδας. Σίγουρα όμως ακολουθεί τη βασική του ιδέα. Ο Γκιριδαράδας εξερευνά το πώς κινήματα και πολιτικά ρεύματα στις Ηνωμένες Πολιτείες επιχείρησαν να υπερβούν το χάσμα που δημιουργούν οι πολιτισμικοί πόλεμοι προκειμένου να συνομιλήσουν και να μεταπείσουν εκείνους με τους οποίους διαφωνούν. Είναι δηλαδή ένα βιβλίο που αμφισβητεί τη βολική πολιτική της αναδίπλωσης και της εκφοράς ενός λόγου που απευθύνεται στους ήδη μυημένους.
Ένα παράδειγμα. Μετά την πρώτη εκλογή Τραμπ μια ομάδα φιλελεύθερων λευκών γυναικών ανακοίνωσε μια μεγάλη διαδήλωση στην Ουάσιγκτον. Ο Γκιριδαράδας συζητά με ακτιβίστριες από τις αφροαμερικανικές και τις μεταναστευτικές κοινότητες που είχαν δύο -σχηματικά- επιλογές: να απέχουν, καθώς η αρχική σύλληψη τις περιθωριοποιούσε ή να διεκδικήσουν την ενεργή συμμετοχή τους για να αλλάξουν τη δυναμική του γεγονότος και να πείσουν -εδώ είναι το κλειδί- τις λευκές και προνομιούχες φεμινίστριες ότι η προσέγγισή τους αναπαρήγαγε εμπεδωμένους διαχωρισμούς. Κάθε επιλογή έχει εύλογα επιχειρήματα. Αλλά ο συγγραφέας επιμένει, μέσα από τα παραδείγματα που επιλέγει, στην ανάγκη να συνομιλήσουμε με αυτούς και αυτές που διαφωνούμε. Γιατί μόνο έτσι μπορούμε να διευρύνουμε τα όρια της επιρροής μας, αλλά και να καταλάβουμε τα όρια αυτού που πρεσβεύουμε.
Αυτό κάνει και ο Σάντερς. Εδώ και μέρες έχει ξεκινήσει μια περιοδεία με ένα απλό μήνυμα -Fighting Oligarchy- στα προπύργια του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Είναι μια επιλογή που απορρέει από ένα σκληρό δεδομένο: αν δεν μεταπειστούν ψηφοφόροι σε αυτά, αν δεν ξεπηδήσουν κινήματα αμφισβήτησης του τραμπισμού εκεί που φαντάζει κυρίαρχος, τότε δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική και κοινωνική αλλαγή. Η εξοντωτική περιοδεία του 83χρονου Σάντερς είναι η υλοποίηση της διαπίστωσης που είχε κάνει μετά τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές: το Δημοκρατικό Κόμμα έχει εγκαταλείψει την αμερικανική εργατική τάξη και οφείλει να ακούσει τι έχει αυτή να του πει. Κατά συνέπεια ο Σάντερς πηγαίνει εκεί που πηγαίνει με ένα σαφές μήνυμα, αλλά την ίδια στιγμή ακούει. Δείχνει στην πράξη ότι η πολιτική δεν είναι υπόθεση αφηρημένων διακηρύξεων, αλλά συνομιλίας. Αναγνώρισης της φωνής του «άλλου» και προσπάθεια διαλόγου με αυτήν.
Το ίδιο έκανε και το Die Linke. Η αναγέννησή του ξεκίνησε όταν επιστράτευσε την -άγνωστη στην ηπειρωτική Ευρώπη- πρακτική του πόρτα-πόρτα. Όχι για να αφήσουν τα μέλη του ένα χαρτί στο πόμολο, αλλά για να χτυπήσουν το κουδούνι και να ρωτήσουν απλά πράγματα: εσάς εδώ τι σας απασχολεί; ποια είναι τα προβλήματά σας; τι θα θέλατε τελικά να κάνει ένα κόμμα της Αριστεράς;
Σκέφτομαι ότι μας λείπει αυτή η μεθοδολογία. Η ελληνική αριστερά δεν ακούει. Η στερεότυπη φράση «τι λέει ο κόσμος» εξαντλείται σε περιορισμένες κοινωνικές αναφορές ή δημοσκοπικά δεδομένα, αλλά τις περισσότερες φορές σημαίνει απλά «τι διάβασα στο facebook χτες». Τα κομματικά κείμενα είναι κατάφορτα από προσταγές του τύπου «πρέπει να γίνει το ένα και το άλλο», μοιράζουμε προκηρύξεις βιαστικά δίχως να επιδιώκουμε τον διάλογο ή και τον αντίλογο, η κυρίαρχη λογική είναι αυτή της αφηρημένης εκπροσώπησης από τα πάνω.
Κυρίως όμως η Αριστερά νιώθει αμήχανη όταν ακούει κάτι που την ξενίζει. Το παράδειγμα του κινήματος των Τεμπών είναι χαρακτηριστικό. Όταν ακούγεται κάτι που δεν μας αρέσει ή με το οποίο διαφωνούμε, είτε προχωράμε σε κατεδαφιστικές κρίσεις είτε απλά το παραχώνουμε κάτω από το χαλί. Το αποτέλεσμα είναι η υποτίμηση του προφανούς: ότι εδώ έχουμε, μετά από μια δεκαετία, την κινητοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που ταυτίζονται με αιτήματα τα οποία πέραν όλων των άλλων απαιτούν από την Αριστερά να πει κάτι συγκεκριμένο και κυρίως να δείξει, στην πράξη, ότι τα κατανοεί.
Υπάρχουν λόγοι που οι πολίτες νιώθουν ότι το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του προστατεύει τους ανθρώπους του, υπάρχουν λόγοι που θεωρούν ότι η αδικία και η διαφθορά είναι τα κύρια ζητήματα της καθημερινότητάς τους, υπάρχουν τέλος λόγοι που πιστεύουν ότι η Αριστερά -ακόμα και αν είναι οι ίδιοι αριστεροί- είναι και αυτή μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης του. Θα το ακούσουμε ή θα το περιφρονήσουμε;
Και αν το ακούσουμε, τι ακριβώς θα κάνουμε; Υπάρχει πάντα η παραδοσιακή επιλογή. Η ιδέα δηλαδή ότι η κοινωνική διαμαρτυρία ζητά την πολιτική της εκπροσώπηση και άρα το ζήτημα είναι κάποιος «να τα πει σωστά» ή να δηλώσει «είμαι εδώ για να σας εκπροσωπήσω». Με ένα πρόβλημα. Τα δυναμικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται απλά για κάτι τέτοιο. Αν το έκαναν, η εικόνα θα ήταν διαφορετική.
Αυτό το οποίο αναδύεται από τις μεγάλες συγκεντρώσεις είναι μια διπλή κρίση εκπροσώπησης: εμφατική τόσο για την κυβέρνηση όσο και για την αντιπολίτευση. Η κρίση αυτή, κατά τη γνώμη μου, δεν αφορά τη Χ ή την Ψ θέση σε ένα ζήτημα. Αφορά συνολικά τον τρόπο πολιτικής. Και εδώ είναι η δυσκολία του πράγματος για την Αριστερά. Γιατί η κατανόηση του ζητήματος απαιτεί ένα ριζικό format στην εγκατεστημένη λογική ότι πολιτική κάνουν μόνο οι πολιτικοί, στην πεποίθηση ότι οι μάζες ζητούν σωτήρες και σε μια ολόκληρη αντίληψη που υποτιμά -όσο και αν ομνύει για το αντίθετο- την προτεραιότητα του κοινωνικού.
Η Αριστερά θα μπορούσε να σκεφτεί διαφορετικά την 28η Φεβρουαρίου: ως μια στιγμή ενδυνάμωσης της κοινωνίας, εμφάνισης υπόγειων δυναμικών που μπορούν να ανανεώσουν τις γραμμές της, δημιουργίας ενός ανοιχτού πεδίου διαλόγου που απαιτεί από αυτήν ένα νέο εννοιολογικό φορτίο και κάτι περισσότερο από έναν απλό κατάλογο αφηρημένων θέσεων. Θυμάμαι τις αντιδράσεις στις τάξεις της Αριστεράς στην ιδέα ότι μπορεί να υπάρχει μια δυναμική και ριζοσπαστική οικειοποίηση της αγαπημένης έννοιας της Δεξιάς: της ασφάλειας. Είναι δυνατόν σήμερα να εμμένουμε σε αυτές;
Αναλογίζομαι ότι ακόμα και σήμερα η Αριστερά δεν έχει συζητήσει το θέμα του σιδηροδρόμου πέρα από γενικές θέσεις που όμως δεν συνδέονται με επεξεργασμένες προτάσεις και ένα ευρύτερο όραμα μεταβολής του σιδηροδρομικού χάρτη. Δεν είναι πρόβλημα αυτό; Κυρίως όμως προβληματίζομαι για τη συλλογική μας αδυναμία να διαμορφώσουμε ένα μοντέλο πολιτικής όπου η καθημερινή του έγνοια είναι η σύνδεση με υπαρκτές κοινωνικές πρωτοπορίες και αναζητήσεις που αδιαφορούν -και έχουν λόγους για αυτό- για τα κόμματα.
Αυτό το πρόβλημα δεν λύνεται με όρκους πίστης σε κείμενα αρχών. Λύνεται με την πράξη και το παράδειγμα. Για να το πω όσο πιο απλά μπορώ. Ο Σάντερς συγκινεί και κινητοποιεί χιλιάδες ανθρώπους ακόμα και εκεί που ψηφίζουν Τραμπ γιατί η ζωή του δεν παρεκκλίνει από τις αξίες που πρεσβεύει, γιατί έχει αποδείξει ότι πιστεύει αυτό που λέει και κοπιάζει ώστε αυτό που εκπέμπει να είναι σε διάλογο με αυτούς που συνομιλεί. Και αυτό το καταλαβαίνουν και αυτοί που συμφωνούν και αυτοί που διαφωνούν μαζί του. Κάνει πολιτική με το βλέμμα στραμμένο στο κοινωνικό. Δεν απαριθμεί οικονομικά αιτήματα. Τα υποτάσσει σε ένα όραμα για ένα μέλλον των Ηνωμένων Πολιτειών απαλλαγμένο από τη δύναμη των ζάμπλουτων επιχειρηματιών. Δεν αντιδρά νευρικά όταν κάποιος τον βρίζει ως σοσιαλιστή. Προσπαθεί να δείξει ότι ο σοσιαλισμός βασίζεται στην ιδέα της δίκαιης διανομής του πλούτου. Δεν υπερασπίζεται το κόμμα του επειδή έτσι πρέπει. Επιτίθεται στις ανεπάρκειες και στα λάθη του. Δεν λέει από το βήμα «είμαι εδώ για να σας εκπροσωπήσω». Μιλά στον πληθυντικό.
Και για αυτό τους εκπροσωπεί ήδη. Γιατί τους έχει ακούσει.