Μήπως νιώθετε κεντρώος;
Αριστερά και η ατζέντα της συζήτησης
«Ψήφισε η μάνα μου Νέα ∆ημοκρατία;». Την επομένη των εκλογών του 2023, η θρυλική φράση από την ταινία του Σταύρου Τσιώλη απέκτησε νέα βαρύτητα. Το 41% έδειχνε ότι άνθρωποι που παλαιότερα δεν θα το φαντάζονταν καν είχαν ψηφίσει Δεξιά. Και αυτό γέννησε μια στερεότυπη πολιτική ερμηνεία: Η Δεξιά κέρδισε τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας. Oλο το παιχνίδι παίζεται εκεί· στο Κέντρο – σε αυτήν την ασαφή επικράτεια των ανθρώπων που έχουν μεν άποψη, αλλά όχι ισχυρές κομματικές και ιδεολογικές δεσμεύσεις.
Η ανάλυση αυτή τροφοδότησε μια συζήτηση που αφορά και την Αριστερά ή ευρύτερα τις αντιδεξιές δυνάμεις: Πώς θα μπορούσαν να συνομιλήσουν πειστικά με το ακροατήριο αυτό; Το Κέντρο, με την εγγενή ασάφεια του όρου, αναδεικνύεται έτσι ως ο κρίσιμος παράγοντας που εξασφαλίζει την κυβερνητική προοπτική. Υπάρχει όμως μια μικρή λεπτομέρεια εδώ. Το 2023 το κόμμα που διεκδικούσε την εξουσία από τη Νέα Δημοκρατία είχε προσπαθήσει ακριβώς αυτό: να στραφεί στο Κέντρο. Και δεν ηττήθηκε απλώς. Συνετρίβη. Ο ΣΥΡΙΖΑ του 2023 δεν απέτυχε επειδή ήταν ένα κόμμα της «παλαβής» Αριστεράς. Ο προγραμματικός του λόγος στόχευε στον «μέσο όρο»: με εγγενείς αντιφάσεις μεν, αλλά σίγουρα εύπεπτος σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη για το πού κρίνεται το παιχνίδι.
Αυτή η κραταιά αντίληψη μοιάζει να μην αντιλαμβάνεται πόσο έχουν αλλάξει οι κοινωνίες μας. Η λογική ενός γραμμικού άξονα Αριστεράς – Κέντρου – Δεξιάς, όπου οι άνθρωποι που αυτοτοποθετούνται στο Κέντρο μετακινούνται είτε προς τη μία είτε προς την άλλη πλευρά, αναλογεί σε σταθερά πολιτικά συστήματα. Οι παγκόσμιες τάσεις μαρτυρούν ότι τα πράγματα μάλλον είναι πιο σύνθετα. Αν δηλαδή όντως παίρνουμε στα σοβαρά τη διαπίστωση ότι τα πολιτικά κόμματα δεν δημιουργούν τις ταυτίσεις που παρήγαγαν στο παρελθόν, αν δεν θεωρούμε την αποχή ένα συγκυριακό φαινόμενο· αν παρατηρήσουμε πόσο εύκολα κόμματα εκτοξεύονται μετεωρικά και καταρρέουν, τότε ίσως πρέπει να σκεφτούμε πέρα από τα συμβατικά διδάγματα των textbooks για την παντοδυναμία του Κέντρου.
Ο κρίσιμος παράγοντας που μεταβάλλει την εικόνα δεν είναι η θέση των πολιτών στον άξονα, αλλά ο τρόπος που οι πολίτες ταυτίζονται και κινητοποιούνται γύρω από συγκεκριμένες ατζέντες. Η διαπίστωση αυτή είναι δύσκολη για την Αριστερά. Ως ιστορικό ρεύμα, δομικά πιστεύει στην προτεραιότητα του κόμματος και δυσκολεύεται να αναμετρηθεί με τη διαπίστωση ότι τα κόμματα, όπως τα ξέραμε, έχουν κλείσει τον κύκλο τους. Οι νέοι άνθρωποι δεν οργανώνονται πλέον σε ένα κόμμα επειδή πείθονται από τις ιδεολογικές του επεξεργασίες ή επειδή συγκινούνται από την ιστορική του παράδοση. Την ίδια στιγμή, όμως, νέοι άνθρωποι –όπως δείχνει η περίπτωση Μαμντάνι– δεν έχουν κανένα πρόβλημα να εμπλακούν στην κομματική πολιτική, με μία όμως κρίσιμη προϋπόθεση: να τους φαίνεται χρήσιμη για την προώθηση μιας συγκεκριμένης ατζέντας που τους αφορά.
Και αυτή η ατζέντα δεν είναι των «κεντρώων» λύσεων. Αντιθέτως, είναι αυτή των αιχμηρών επιλογών. Δηλαδή, η κρίση του παραδοσιακού πολιτικού κόμματος δεν σημαίνει ότι για την Αριστερά το επόμενο βήμα είναι η αντικατάστασή του από ένα μετριοπαθές –ή ακόμη και πλαδαρό, αν θέλει κανείς να είναι αυστηρός– πρόγραμμα που προσπαθεί να συνομιλήσει με όλους, αλλά εντέλει δεν συγκινεί κανέναν. Το επόμενο βήμα μοιάζει να είναι ο μεταβολισμός του πολιτικού κόμματος σε «χώρο» που εκπέμπει ένα χειροπιαστό μήνυμα δυνατότητας ριζικών αλλαγών στο σήμερα.
Ο καθένας προφανώς σε αυτή τη συζήτηση προσκομίζει εμπειρίες από τον κόσμο στον οποίο ζει. Στην Αθήνα του 2025, νιώθω ότι δεν συναντώ ανθρώπους που αναζητούν μια στρογγυλεμένη απάντηση στα προβλήματα της καθημερινότητάς τους. Αντιθέτως, βλέπω ένα ανθρώπινο δυναμικό που αδιαφορεί για τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα, αλλά κινητοποιείται για ζητήματα που το αφορούν· και όταν φτάνει η ώρα της κάλπης, προσέρχεται μόνο αν θεωρεί ότι κάτι κρίσιμο κρίνεται εκεί. Με την ίδια ευκολία μπορεί να επιλέξει τον υποψήφιο για τη θέση του προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου που προέρχεται από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά ή τον υποψήφιο δήμαρχο του ΠΑΣΟΚ. Με την κρίσιμη προϋπόθεση, όμως: αν το μήνυμά τους κάπως ακουμπάει στις ανησυχίες τους και στο αξιακό τους σύμπαν.
Πιθανότατα –και δέχομαι προκαταβολικά τον αντίλογο– αυτή η τακτική να μην είναι κατανοητή στη μητέρα τους· αυτήν που το 2023 ψήφισε Νέα Δημοκρατία και μπορεί να το ξανακάνει. Ομως και η Αριστερά πρέπει να επιλέξει ποιους τελικά θέλει να εκπροσωπεί: τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της αναζήτησης της σταθερότητας ή το αχαρτογράφητο πεδίο των σύγχρονων κοινωνικών και πολιτικών αναζητήσεων που νιώθει ότι μόνο η διασάλευση της σημερινής «κανονικότητας» μπορεί να σημαίνει τελικά ένα μέλλον κάπως διαφορετικό από την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων.