Η συζήτηση για το «πολιτικό κέντρο» δεν είναι σημερινή. Επανέρχεται όμως με ιδιαίτερη ένταση στις παρούσες συνθήκες ως δυνητική απάντηση στην κρίση που διέρχεται η Αριστερά και η σοσιαλδημοκρατία: μια στροφή προς το «Κέντρο» θα επιτρέψει την επαφή τους με ένα ευρύ ακροατήριο που δεν προσδιορίζεται με αυστηρά ιδεολογικούς όρους.
Το πρόβλημα με αυτήν την ανάγνωση είναι νομίζω διττό. Καταρχήν δεν φαίνεται να είναι μια πετυχημένη συνταγή. Αντίθετα, η αγχώδης προσπάθεια προσεταιρισμού του Κέντρου συχνά έχει ως αποτέλεσμα την απονεύρωση των πολιτικών δυνάμεων που την επιχειρούν, ενώ φέρνει τα κόμματα της Αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας μπροστά σε μια διαρκή αμηχανία. Ποια είναι, για παράδειγμα, η κεντρώα -ας την ονομάσουμε έτσι-θέση πάνω στο σύγχρονο ερώτημα της φορολόγησης του πλούτου; Πώς δηλαδή μπορεί να έχουμε μια θέση σε αυτό, αλλά και σε άλλα, που δεν διαλέγει ανάμεσα στις δύο ορατές στρατηγικές επιλογές είτε της προτεραιότητας της φορολόγησης του πλούτου ως μηχανισμού άμβλυνσης της ανισότητας και της λογικής ότι η ανάπτυξη συνδέεται με την παροχή προνομίων προς τις οικονομικές ελίτ;
Το δεύτερο πρόβλημα είναι μεθοδολογικό. Η αναζήτηση του περίφημου «Κέντρου» αντιμετωπίζει την κοινωνία μέσα από ένα στατικό πρίσμα όπου αυτό το «Κέντρο» εμφανίζεται ως ο μέσος όρος -το λέω σχηματικά- της Αριστεράς και της Δεξιάς. Είναι όμως έτσι; Πιστεύω είναι πιο παραγωγικό να σκεφτούμε ότι στις σημερινές κοινωνίες η κυρίαρχη τάση είναι αυτής της ρευστοποίησης των ταυτοτήτων, όπου οι πολίτες συντάσσονται με εκείνες τις πολιτικές που μοιάζουν να συνομιλούν με τα συμφέροντα και τις αξίες τους. Ας σκεφτούμε εδώ το παράδειγμα του Μπέρνι Σάντερς. Το εντυπωσιακό ρεύμα υποστήριξης του φαινομενικά μειοψηφικού του προγράμματος, στηρίχτηκε σε ένα ξεκάθαρο μήνυμα που εξέφραζε υπόγειες δυναμικές που περνούσαν κάτω από τα ραντάρ της κυρίαρχης ανάλυσης. Το ίδιο μπορεί να σκεφτεί κανείς για τον Ντόναλντ Τραμπ ή και την ευρωπαϊκή άκρα Δεξιά. Δεν κερδίζουν επειδή έχουν κεντρώο προφίλ, αλλά γιατί επικοινωνούν με υπαρκτές αγωνίες των κοινωνιών στις οποίες απευθύνονται.
Κατά συνέπεια, αντί να αναζητούμε τη λύση στο Κέντρο ας την αναζητήσουμε στο περιεχόμενο της πολιτικής. Η Νέα Αριστερά αυτό θέλει να κάνει. Οχι να μιλήσει με έναν στενό ταυτοτικό τρόπο για τις αξίες και τις αρχές της Αριστεράς, αλλά να τις συνδέσει με τη διατύπωση σύγχρονων θέσεων που αφορούν δυναμικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Το θέμα για παράδειγμα της ιδιόμορφης συνθήκης των δεκάδων χιλιάδων νέων εργαζομένων και επιστημόνων που δουλεύουν με μπλοκάκι, με αμοιβές που επαρκούν για να επιβιώνουν, αλλά όχι για κάτι παραπάνω, σε συνθήκες επισφάλειας απαιτεί ξεκάθαρη ρύθμιση προς όφελός τους. Αλλά αυτό συνεπάγεται και συγκρούσεις. Και εκεί, δεν υπάρχει «Κέντρο» ή μέσος όρος. Υπάρχουν επιλογές. Και η πολιτική είναι πάντα ζήτημα επιλογών και προτεραιοτήτων. Αλλιώς μοιάζει με πλαδαρό χυλό που είναι εύπεπτος μεν, αλλά κανείς τελικά δεν παθιάζεται με αυτόν.
Ο Κωστής Καρπόζηλος είναι ιστορικός και εκπρόσωπος Τύπου της Νέας Αριστεράς