«Το 2025 θα μείνει ως η χρονιά κατά την οποία εξανεμίστηκε η ψευδαίσθηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι το οικονομικό της μέγεθος, με 450 εκατομμύρια καταναλωτές, της προσέδιδε γεωπολιτική ισχύ και επιρροή στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις». Η μελαγχολική διαπίστωση ανήκει στον Μάριο Ντράγκι, διατυπωμένη στην ομιλία του την περασμένη εβδομάδα στην ετήσια Σύνοδο του Ρίμινι για την Ευρώπη και την ειρήνη.
«Αναγκαστήκαμε», είπε, «να αποδεχτούμε δασμούς που μας επέβαλε ο μεγαλύτερος εμπορικός μας εταίρος και διαχρονικός σύμμαχος, οι Ηνωμένες Πολιτείες. Εξωθηθήκαμε από τον ίδιο σύμμαχο να αυξήσουμε τις στρατιωτικές μας δαπάνες με τρόπους που μάλλον δεν αντιστοιχούν στα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Στις πρωτοβουλίες του Τραμπ για την Ουκρανία η Ευρώπη αφέθηκε στο περιθώριο».
Τι εννοεί ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας και πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας; Ότι η ευρωπαϊκή ηγεσία, από τον Ιούνιο μέχρι σήμερα συναντήθηκε με τον αμερικανό πρόεδρο τρεις φορές για τρία διακριτά θέματα: ΝΑΤΟ, δασμοί, Ουκρανία. Στη Χάγη, στη Σκωτία, στην Ουάσινγκτον –με την Ευρώπη ηττημένη και στις τρεις περιπτώσεις.
Στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στις 25 Ιουνίου στη Χάγη, οι ευρωπαίοι ηγέτες υπέκυψαν στην απαίτηση του Τραμπ για αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ έως το 2035.
Στις 25 Ιουλίου, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν υπέγραψε με τον Ντόναλντ Τραμπ, στη λέσχη γκολφ του τελευταίου στη Σκωτία, αυτό που η ίδια εξήρε ως συμφωνία «εμπορικής ειρήνης», αλλά που, στην ουσία, συνιστά «συμβόλαιο υποταγής» που θα πλήξει καίρια το διεθνές αποτύπωμα της ευρωπαϊκής οικονομίας:
Δασμοί 15% τις ευρωπαϊκές εξαγωγές στις ΗΠΑ. Δέσμευση των 27 να αυξήσουν τις αγορές αμερικανικών οπλικών συστημάτων. Επενδύσεις 600 δισ. δολαρίων στην αμερικανική οικονομία. Αγορές αμερικανικών προϊόντων ενέργειας (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, πυρηνική τεχνολογία) αξίας 250 δισ. δολαρίων ετησίως για τρία χρόνια –με κόστος τριπλάσιο από το σημερινό.
Χωρίς αντίμετρα. Με την ΕΕ, αντιθέτως, να συναινεί στη μείωση κάτω από το 1% του μέσου δασμού στα αγαθά που εισάγει από τις ΗΠΑ. Παράδοση αμαχητί.
«Φανταστείτε πώς θα πανηγύριζαν η Μόσχα και το Πεκίνο αν οι δύο μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις στον δημοκρατικό κόσμο δεν είχαν καταλήξει σε συμφωνία και είχαν ξεκινήσει εμπορικό πόλεμο,», έγραψε στην Frankfurter Allgemeine Zeitung η γερμανίδα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η οποία πρόεδρος έδωσε, ωστόσο, μάχη για την αυτοκινητοβιομηχανία, το «δυνατό χαρτί» της γερμανικής οικονομίας, με εξαγωγές 34,9 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ το 2024, επιτυγχάνοντας μείωση των δασμών από 25% σε 15%.
Η χλιαρή αντίδραση του πρωθυπουργού της Γαλλίας στη συμφωνία της Σκωτίας –«ήταν μια μαύρη μέρα για την Ευρώπη» δήλωσε διαδικτυακά ο Φρανσουά Μπαϊρού— αποδόθηκε στη δυσαρέσκεια του Παρισιού από τη μονομερή αυτή «αντίσταση» της φον ντερ Λάιεν. Οι υπόλοιποι, σιγή ιχθύος. Σύμπτωμα, και αυτό, της απουσίας στρατηγικής στον αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο, της ανυπαρξίας κοινής οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής που θα καθιστούσε την ΕΕ διεθνώς υπολογίσιμη. «Η Κίνα», επισήμανε ο Ντράγκι, «έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θεωρεί την Ευρώπη ισότιμο εταίρο».
Παρομοίως ο Τραμπ. Βασικός στόχος του οποίου είναι η αποδυνάμωση της ΕΕ. Εκμεταλλευόμενος τις δομικές της ανεπάρκειες, ξεκινά με την ειρήνευση στην Ουκρανία – χωρίς να αποκατασταθούν οι σχέσεις Ρωσίας-Ευρώπης, βεβαίως.
Η συνάντηση Τραμπ-Πούτιν στο Άνκορατζ της Αλάσκας στις 15 Αυγούστου, έδωσε το στίγμα των σχεδιασμών του αμερικανού προέδρου. Στη συνάντηση αυτή επί αμερικανικού εδάφους προσφέρθηκε στον μεν ρώσο πρόεδρο η θεαματική αναβάθμιση του διεθνούς προφίλ της χώρας του και του ιδίου χωρίς καμία υποχώρηση στο ουκρανικό, στον δε αμερικανό ομόλογό του η δυνατότητα να αποσείσει κάθε υπόνοια ευθύνης για το ανεπίλυτο της ουκρανικής κρίσης.
Το πρωτεύον στην Αλάσκα ήταν η αποκατάσταση των αμερικανορωσικών σχέσεων ως προϋπόθεση για την επίλυση του ουκρανικού, ξεκινώντας από τη διπλωματική εξομάλυνση και φτάνοντας μέχρι τον επανακαθορισμό του ελέγχου των εξοπλισμών και τη συνεκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της Αρκτικής.
Οι δύο ηγέτες δεν έκρυψαν τη διαθεσιμότητά τους για «περισσότερες επιχειρηματικές συμφωνίες». Έκρυψαν ότι οι μεγαλύτερες ενεργειακές εταιρείες των χωρών τους, η Rosneft και η Exxon Mobil, είχαν ήδη επεξεργαστεί ένα σχέδιο επανέναρξης, μετά το 2022, της συνεκμετάλλευσης των κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στην ανατολική ακτή της Σιβηρίας, εάν, όπως έγραψε η Wall Street Journal, οι δύο κυβερνήσεις το ενέκριναν ως μέρος μιας διαδικασίας ειρήνευσης στην Ουκρανία.
Ο Πούτιν δεν φαίνεται να θεωρεί τις εδαφικές αξιώσεις του το πιο κρίσιμο επίδικο, όπως τουλάχιστον δείχνει η ευελιξία του επί του συγκεκριμένου. Ο Τραμπ, από την άλλη, επιφυλάσσεται να επιρρίψει στο Κίεβο όλη την ευθύνη αν δεν επιτευχθεί συμφωνία. Είναι χαρακτηριστική η φράση του στη συνάντηση που είχε με τον ουκρανό πρόεδρο και τους ευρωπαίους συνοδούς του στον Λευκό Οίκο τρεις ημέρες μετά την Αλάσκα: «Αν ήθελε ο Ζελένσκι θα μπορούσε να τελειώσει τον πόλεμο σχεδόν αμέσως».
Η κοινή παρουσία Ευρωπαίων-Ζελένσκι στο οβάλ γραφείο δεν αποσόβησε το απευκταίο. Ο Τραμπ απέρριψε ξανά την ιδέα της εκεχειρίας ως προϋπόθεση για την έναρξη των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων και απέφυγε κάθε αναφορά σε κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας και των χωρών με τις οποίες συναλλάσσεται οικονομικά.
Ήταν η μοιραία για την Ευρώπη συνέχεια στην Ουάσινγκτον της άνευ όρων παράδοσης στις δύο προηγούμενες συναντήσεις: Χάγη και Σκωτία.
Σχεδόν 70 χρόνια από την υπογραφή της συνθήκης ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) στις 25 Μαρτίου 1957, η Ευρωπαϊκή Ένωση εισέρχεται κυριολεκτικά και μεταφορικά στο φθινόπωρο.
Σε μια Ευρώπη με αβέβαιο μέλλον η Ελλάδα κινδυνεύει να παρασυρθεί ανερμάτιστα από τις εξελίξεις, μακαρίως επαναπαυόμενη στην επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη να συντάσσεται και με την ΕΕ και με τις ΗΠΑ, που τώρα τα συμφέροντά τους αποκλίνουν υπαρξιακά.