Σχεδόν απαρατήρητη και παντελώς ασχολίαστη, παρά τη σημασία της αναφορικά με τις πρόσφατες εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά πέρασε η είδηση της κοινής στρατιωτικής άσκησης «Neptune Strike 23-2», που πραγματοποιήθηκε στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή της Αδριατικής, του Ιονίου Πελάγους και της ΝΑ Μεσογείου, καθώς και σε περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας στις 10-14 Ιουλίου, με τη συμμετοχή χερσαίων, ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων της Ελλάδας, της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Η συμμετοχή των Βρετανών έδρασε ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, με σκοπό η βορειοατλαντική συμμαχία να εκπέμψει σήμα αδιατάρακτης συνοχής στη νοτιοανατολική πτέρυγά της, συνάρτηση της οποίας είναι η εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας.
Αυτό είναι το προφανές που εξέπεμψε η κοινή άσκηση. Λιγότερο προφανές, έως σκοτεινό, είναι κάτι άλλο. Ότι η κοινή άσκηση έγινε με εκκρεμείς τις διαφορές Αθήνας – Άγκυρας σχετικά με τους νέους επιχειρησιακούς χάρτες του ΝΑΤΟ και, συγκεκριμένα, με την απαίτηση της Τουρκίας στους χάρτες αυτούς, πρώτον, τα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων να ονομάζονται «Τουρκικά Στενά», και δεύτερον, η Κυπριακή Δημοκρατία να ορίζεται όχι ονομαστικά ως κυρίαρχο κράτος, αλλά με γεωγραφικές συντεταγμένες. Αυτό αποσιωπάται επιμελώς, με αποτέλεσμα να εγείρονται εύλογα ερωτήματα αν η Ελλάδα υπέκυψε στις συμβιβαστικές προτάσεις των Αμερικανών, που ουσιαστικά θέτουν υπό αμφισβήτηση τις Συνθήκες της Λωζάννης και του Μονρέ (βλ. «Μικρότητες, επιπολαιότητες, αστοχίες…», Η Εποχή, Σαββατοκύριακο 15-16 Ιουλίου 2023).
Κατά μια άποψη, το περιεχόμενο της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους οριστικοποιήθηκε μετά τη σαρωτική νίκη της ΝΔ στις εκλογές της 25ης Ιουλίου. Μια άλλη άποψη θέλει η προετοιμασία του διαλόγου στην κατεύθυνση υπογραφής συνυποσχετικού προσφυγής Αθηνών – Άγκυρας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης να έχει ξεκινήσει πολύ πριν τις εκλογές, και να είναι ένα από τα σημεία εκκίνησης του συνολικότερου σχεδίου Ουάσιγκτον – Βερολίνου για επαναπροσέλκυση της Άγκυρας.
Κατά τη γνώμη μας, η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν είναι σταθμός μιας διαδικασίας που έχει ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, ίσως και πριν από την πρώτη, αυστηρά προστατευμένη από κάθε δημοσιότητα, ελληνοτουρκική συνάντηση τον Ιούλιο του 2020 υπό γερμανική κηδεμονία ανάμεσα στον Ιμπραήμ Καλίν, τότε εξ απορρήτων του προέδρου Ερντογάν και νυν επικεφαλής της τουρκικής μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών (ΜΙΤ), και την τότε διπλωματική σύμβουλο του Κυριάκου Μητσοτάκη, Ελένη Σουρανή.
Η λεγόμενη «κρίση του Αιγαίου» που ακολούθησε, με το τουρκικό ερευνητικό σκάφος Ορούτς Ρέις να πλέει ανεμπόδιστα επί σχεδόν τρεις μήνες σε ελληνικά χωρικά ύδατα, εκτιμάται ως επίδειξη προθέσεων εκ μέρους της Τουρκίας ως προς το ποιος (θα) πλεονεκτεί στη νέα φάση των ελληνοτουρκικών «δούναι και λαβείν» που εγκαινιάστηκε στο Βερολίνο το 2020.
Μένει να επιβεβαιωθεί ή να διαψευστεί η υποψία ότι κυβερνητικές διαρροές και υπονοούμενα του είδους «δεν μπορούμε να κερδίσουμε 100% όταν πάμε στη Χάγη», ή «κάποιες υποχωρήσεις μπορούν να αποτελούν την αφετηρία μιας διαπραγμάτευσης», μπορεί να είναι απότοκο τέτοιου είδους «επίδειξης προθέσεων» με την ανοχή της Δύσης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι τόσο αδαής, ώστε να μην γνωρίζει ότι σε διαπραγμάτευση δεν πηγαίνεις δηλώνοντας εξαρχής διαθέσιμος για υποχωρήσεις. Σε ακούει η απέναντι πλευρά. Εκτός αν η απεύθυνσή σου δεν είναι προς τα εκεί, αλλά προς το εσωτερικό:
Προς την κοινή γνώμη της χώρας σου, αφενός, προς το κόμμα και την παράταξή σου, αφετέρου.
Ως προς το πρώτο σκέλος, την κοινή γνώμη, τα συστημικά μέσα έχουν ήδη ξεκινήσει να διαμορφώνουν κλίμα, επικαλούμενα άλλοτε «όλες τις μετρήσεις», που, υποτίθεται, «έχουν δείξει ότι η κοινωνία δεν θέλει έριδες και αντιπαλότητες με την Άγκυρα, υποστηρίζοντας κατά κανόνα την ειρηνική επίλυση των διαφορών», και άλλοτε «στενούς συνεργάτες» του πρωθυπουργού, που «αναφέρουν ότι ο κ. Μητσοτάκης απέδειξε για μια ακόμη φορά ότι δεν διστάζει να ‘‘ακούσει την κοινωνία’’, που επιθυμεί την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και τον τερματισμό των εντάσεων στο Αιγαίο, και εμφανίζεται έτοιμος να αναλάβει το ‘‘ρίσκο’’ μιας δύσκολης διαπραγμάτευσης που μπορεί να εμπεριέχει και πολιτικό κόστος».
«Πολιτικό κόστος»: οι λέξεις-κλειδί αναφορικά με το δεύτερο σκέλος της απεύθυνσης, δηλαδή το κόμμα και την παράταξη. Αν η χώρα οδηγηθεί στην υπογραφή συνυποσχετικού με την Τουρκία το οποίο θα εμπεριέχει «κάποιες υποχωρήσεις», το πολιτικό κόστος θα είναι πολύ μεγάλο για να το αντέξει το κυβερνητικό κόμμα. Δυσβάσταχτα μεγάλο για την παράταξη που δαιμονοποίησε χυδαία τη Συμφωνία των Πρεσπών, για να αγρεύσει ψήφους από ένα ακροατήριο που θα το βρει απέναντί της αν υπογράψει ένα συνυποσχετικό στο πνεύμα της παραδοχής «δεν μπορούμε να κερδίσουμε 100% όταν πάμε στη Χάγη».
Είναι πιθανό ο βηματισμός της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο να αποδειχθεί ταχύτερος του συνήθους μετά τις δύο προσεχείς συναντήσεις του Μητσοτάκη με τον Ερντογάν: η πρώτη στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 9 Σεπτεμβρίου και η δεύτερη στο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας στη Θεσσαλονίκη τον Νοέμβριο.
Αν αυτό συμβεί, αν ο βηματισμός αποδειχθεί ταχύτερος του συνήθους, αυτό θα αποτελέσει έναν επιπλέον σημαντικότατο λόγο «επιβράβευσης» της απόφασης της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ το θέμα της εκλογής νέου προέδρου του κόμματος να έχει κλείσει τον Οκτώβριο. Στις άμεσες προτεραιότητες της νέας ηγεσίας πρέπει να είναι μια καλά επεξεργασμένη –και αποτελεσματική ως προς την συνοχή των δυνάμεων του κόμματος— θέση για τη νέα τροπή των πραγμάτων στα ελληνοτουρκικά.
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση οφείλει να ενημερώσει τη Βουλή σχετικά με το πλαίσιο στρατηγικής στόχευσης και τακτικών κινήσεων. Ο πρόεδρος της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να ενεργήσει άμεσα προς αυτή την κατεύθυνση, αν δεν το έχει κάνει ήδη. Είναι εξαιρετικά πιθανό ο Μητσοτάκης να επείγεται όσο η εντολή είναι νωπή, πριν η φθορά από τις συνεχείς υποχωρήσεις στις συμμαχικές απαιτήσεις γίνει ανεπανόρθωτη.
Κωστής Γιούργος