Η επιχείρηση «Δίχτυ της Αράχνης», κατά την οποία η Ουκρανία εξαπέλυσε ένα σμήνος 117 drones εναντίον πέντε αεροπορικών βάσεων της Ρωσίας βαθιά μέσα στη ρωσική επικράτεια την προπερασμένη Κυριακή με αποτέλεσμα την πλήρη ή μερική εξουδετέρωση ενός σημαντικού αριθμού βομβαρδιστικών ικανών να φέρουν πυρηνικό οπλισμό, δεν ήταν απλά μια μονομερής «δήλωση προθέσεων» του Κιέβου την παραμονή της συνάντησης των αντιπροσωπειών των δύο μερών στην Κωνσταντινούπολη.
Τα βομβαρδιστικά που χτυπήθηκαν βρίσκονταν εκτός υποστέγων ώστε να είναι δορυφορικά ορατή και ελέγξιμη η ετοιμότητά τους, όπως προβλέπει η αμερικανο-ρωσική συνθήκη New START, που εκπνέει τον Φεβρουάριο του 2026.
Η Ρωσία, που εμφανίζεται να αμφισβητεί πλέον την αξιοπιστία αυτών των δεσμεύσεων και την ανανέωση της συνθήκης, έχει τουλάχιστον έναν λόγο να καταλογίζει στη Δύση την κύρια ευθύνη για τα πλήγματα αυτά, θεωρώντας ότι η Ουκρανία δεν θα μπορούσε να τα εξαπολύσει παρά μόνο με τη δορυφορική υποστήριξη των συμμάχων της.
Είχε, άλλωστε, προηγηθεί η δήλωση, στις 20 Μαΐου, του γερμανού καγκελαρίου, Φρίντριχ Μερτς, ότι η Ουκρανία μπορεί πλέον να χρησιμοποιήσει όπλα παραχωρημένα από τους συμμάχους της για να χτυπήσει βαθιά μέσα στη Ρωσία χωρίς την άδειά τους.
Η δήλωση αυτή, που δεν έχει διαψευστεί επισήμως, ακούγεται ανησυχητικά αληθοφανής στον απόηχο των πληγμάτων που είχε εξαπολύσει πριν ένα χρόνο η Ουκρανία εναντίον δύο ρωσικών ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης για ενδεχόμενη πυρηνική επίθεση εγκατεστημένων 1.500 χιλιόμετρααπό τα πλησιέστερα ουκρανικά εδάφη.
Η Ουάσινγκτον είχε δηλώσει τότε ότι παραμένει αντίθετη στη χρήση δικών της όπλων για πλήγματα εντός της Ρωσίας. Όμως, τρεις ημέρες μετά, ένα δημοσίευμα του Rolitico πληροφορούσε ότι η Ουκρανία είχε τη σιωπηρή έγκριση της κυβέρνησης Μπάιντεν να χτυπήσει με αμερικανικά όπλα στρατιωτικούς στόχους στα ρωσικά ενδότερα.
Το ερώτημα αν οι ΗΠΑ εμπλέκονται άμεσα στην επιχείρηση «Δίχτυ της Αράχνης» και, αν ναι, κατά πόσο ο πρόεδρος Τραμπ παρακάμφθηκε στη λήψη της σχετικής απόφασης από το «βαθύ κράτος» ή αν καλύφθηκε προσχηματικά πίσω από τη δήλωση του απεσταλμένου του για την Ουκρανία, Κιθ Κέλογκ, που εγκάλεσε εμμέσως τους Ουκρανούς για επιπολαιότητα, μάλλον θα μείνει αναπάντητο.
Η Ρωσία έχει μέχρι στιγμής αντιδράσει σχετικά ήπια, συγκριτικά με το πλήγμα που δέχτηκε. Αποφεύγει κλιμάκωση που θα νομιμοποιούσε το αφήγημα ότι υποβλέπει, πέραν της Ουκρανίας, την κυριαρχία και άλλων κρατικών οντοτήτων της Ευρώπης. Αρκέστηκε να υπομνήσει τις δυνατότητες –και τις διαθέσεις της– επί του πεδίου, εξαπολύοντας τη νύχτα της περασμένης Κυριακής τον μεγαλύτερο μέχρι σήμερα αριθμό μη επανδρωμένων αεροσκαφών, με στόχο στρατιωτικό αεροδρόμιο 60 χιλιόμετρα από τα σύνορα της Ουκρανίας με την Πολωνία. Και επέλεξε να σιωπήσει αναφορικά με τις φήμες περί βρετανικής δορυφορικής υποστήριξης στην Ουκρανία στο πλαίσιο σχετικής νατοϊκής επιλογής.
Τα συμφέροντα των ισχυρών της Ευρώπης, ηπειρωτικής και νησιωτικής, συγκλίνουν όσο ο ουκρανικός πόλεμος παραμένει ενεργός, όμως αποκλίνουν μετά απ’ αυτόν.
Η στάση της Βρετανίας υποδηλώνει στρατηγική επιλογή διπλής κατεύθυνσης. Πρώτον, διατηρώντας ανοιχτό ένα μέτωπο αποσταθεροποίησης όπως το ρωσο-ουκρανικό, αποτρέπει την ανάδειξη μιας υπερδύναμης στην ηπειρωτική Ευρώπη, που δεν θα είναι κατ’ ανάγκη η Ρωσία. Υπάρχουν πάντα η Γαλλία και η Γερμανία. Και, δεύτερον, επιβεβαιώνοντας την ιδιαίτερη σχέση με τις ΗΠΑ ως πάροχος ειδικών υπηρεσιών στο αγγλο-σαξωνικό πλέγμα ισχύος, κερδίζει ως προνομιούχος επικαρπωτής του αμερικανικού κύρους στη διεθνή σκακιέρα.
Παρόμοια η στόχευση και της Γαλλίας. Στη διαιώνιση του ουκρανικού βλέπει, πρώτον, την ευκαιρία να αναδειχθεί, όντας η μόνη πυρηνική δύναμη στην Ε.Ε., σε εγγυητή της ευρωζωνικής ασφάλειας, υποσκελίζοντας τη Γερμανία ως πρότυπο ισχύος. Δεύτερον, γνωρίζει ότι αν η Μόσχα απεγκλωβιστεί από το ουκρανικό μέτωπο θα επανέλθει δυναμικά στην Αφρική, εκτοπίζοντας πλήρως το Παρίσι από πρώην απ0ικιακά προτεκτοράτα του.
Η Γερμανία επιδιώκει πρωτεύοντα ρόλο στο άτυπο σχήμα των ισχυρών υποστηρικτών της Ουκρανίας, παρά τη στροφή Τραμπ. Το Βερολίνο βλέπει στο Κίεβο το ανάχωμα που θα κρατήσει τη ρωσική πίεση μακριά από τον γεωπολιτικό χώρο που θεωρεί ζωτικό για την ίδια. Και προσδοκά ανομολόγητα την ώρα που η προεδρία Τραμπ θα προσκρούσει στο αμερικανικό βαθύ κράτος και έτσι να διατηρηθεί η παρούσα ευρωατλαντική τάξη, στην οποία το Βερολίνο έχει προέχουσα θέση και την οποία θεωρεί, δικαιολογημένα, ότι εποφθαλμιά η Γαλλία.
Στη συνάντηση που είχε την περασμένη εβδομάδα με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, την πρώτη μετά την ανάδειξή του στην γερμανική καγκελαρία, ο Φρίντριχ Μερτς επιδόθηκε σε μια προσπάθεια να ανοίξουν δίαυλοι επικοινωνίας του Βερολίνου με την Ουάσινγκτον από θέση σχεδόν ισότιμου αν όχι και προνομιακού εταίρου της στην Ευρώπη.
Μένει να φανεί τι θα απέδωσαν προς αυτή την κατεύθυνση τα 30 λεπτά της κοινής συνέντευξης Τύπου, κατά την οποία ο γερμανός καγκελάριος υπέμεινε ανέκφραστος τον τηλεοπτικό μονόλογο του αμερικανού προέδρου, εκμεταλλευόμενος κάποιες ενδιάμεσες παύσεις για να υπενθυμίσει, ανάμεσα σε άλλα, ότι ο τελευταίος είναι «ο μόνος που μπορεί να πιέσει αποτελεσματικά για ειρήνευση στην Ουκρανία».
Επέστρεψε από την Ουάσινγκτον κομίζοντας μια αινιγματική διαπίστωση: «Είτε μας αρέσει είτε όχι», είπε μιλώντας σε μια ημερίδα στο Βερολίνο λίγες ώρες μετά την επιστροφή του, «θα παραμείνουμε εξαρτημένοι από τις Ηνωμένες Πολιτείες για πολύ ακόμη».
Αλλά, αν αυτό είναι μια αδήριτη βεβαιότητα, τότε προς τι ο φρενήρης επανεξοπλισμός της ΕΕ; Εκτός αν είναι μια ευχή, την ευόδωση της οποίας θα καρπωθεί η χώρα του, παραμένοντας στην κορυφή των ισχυρών της Ευρώπης ελέω Ουάσινγκτον.
Αν έτσι αντιλαμβάνονται οι ισχυροί «τη διεθνή τάξη που εδράζεται σε κανόνες» στην οποία αναφέρθηκε εγκωμιαστικά ο κ. Μητσοτάκης μιλώντας την Τετάρτη στην Σύνοδο Κορυφής Ουκρανίας-Νοτιοανατολικής Ευρώπης στην Οδησσό, ας προετοιμάζονται για τα χειρότερα οι αδύναμοι. Οι κυβερνήσεις, οι λαοί, οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι.