Το ερώτημα ποιες προκλήσεις επιφυλάσσει στην υφήλιο το 2025, παραπέμπεται για απάντηση στον καταιγισμό από δηλώσεις προθέσεων που εξαπέλυσε την περασμένη εβδομάδα ο Ντόναλντ Τραμπ.
Σε μια ανάρτησή του, ας πούμε, στο διαδίκτυο την περασμένη Παρασκευή.
«Είπα στην Ευρωπαϊκή Ένωση», έγραψε στο Truth Social ο επερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, «να καλύψουν το τεράστιο έλλειμμά τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες αγοράζοντας σε μεγάλη κλίμακα πετρέλαιο και φυσικό αέριο από εμάς. Διαφορετικά, θα έχουν φουλ ΔΑΣΜΟΥΣ!!!»
Όντως οι ΗΠΑ εισάγουν από την Ευρώπη περισσότερα αγαθά απ’ όσα εξάγουν σε αυτήν. Τα 2 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου που εξάγουν κάθε μέρα στην Ευρώπη, όπως και το 66% των αμερικανικών εξαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) που απορρόφησε το 2023 η EE, δεν αρκούν για να καλυφθεί η διαφορά. Από την άλλη, το εμπορικό έλλειμμα, από 195,13 δισ. ευρώ που ήταν το 2022 έπεσε το 2023 στα 155,8 δισ., ως αποτέλεσμα της ενεργειακής στροφής της Ευρώπης προς τις ΗΠΑ και των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Συνοδεύεται μάλιστα αυτή η μείωση από αυξημένο πλεόνασμα των ΗΠΑ έναντι της ΕΕ στις υπηρεσίες, πλεόνασμα 104 δισ. ευρώ που όμως περνά αξιοπρόσεκτα ασχολίαστο.
Αναμενόμενα, η δήλωση αυτή του Τραμπ, συνέχεια ανάλογων δηλώσεών του στο πρόσφατο παρελθόν, θορύβησε τις Βρυξέλλες, μπροστά στο ενδεχόμενο μιας κλιμάκωσης που θα μπορούσε να πλήξει την ήδη δοκιμαζόμενη ευρωπαϊκή οικονομία. «Είμαστε καλά προετοιμασμένοι, αν η νέα αμερικανική κυβέρνηση ακολουθήσει μια πολιτική “πρώτα η Αμερική”», δήλωσε η Ανναλένα Μπάερμποκ μετά την συνάντηση των G7 στην Ιταλία πρόσφατα. Δήλωση γενικόλογη, που δεν απαντά στο ερώτημα αν η γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών συντάσσεται ή όχι με την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία τις ίδιες μέρες είχε κρίνει εφικτό οι εισαγωγές από τις ΗΠΑ να αντικαταστήσουν θεαματικά το ρωσικό LNG.
Οι ΗΠΑ είναι ήδη ο μεγαλύτερος προμηθευτής LNG στην Ευρώπη, αλλά οι εισαγωγές από τη Ρωσία παραμένουν στη δεύτερη θέση, παρά τις κυρώσεις. Οι Βρυξέλλες αναζητούν τρόπους συρρίκνωσης του μεριδίου της Ρωσίας χωρίς να απειληθεί η ευρωπαϊκή ενεργειακή επάρκεια. Εξίσωση μάλλον δυσεπίλυτη. Παρασκηνιακά ομολογείται ότι δεν υπάρχει εύκολη απάντηση.
Όπως δεν είναι εύκολη η απάντηση στην απαίτηση του Τραμπ από τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις εξοπλιστικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ τους. Απαίτηση την οποία, κατά πληροφορίες των Financial Times, μετέφερε σε ευρωπαίους αξιωματούχους η ομάδα διαμεσολαβητών του επερχόμενου αμερικανού προέδρου, αφήνοντας, παράλληλα, ανοιχτό το ενδεχόμενο η αμερικανική πλευρά να συμβιβαστεί με ένα 3,5%, αν οι Ευρωπαίοι υιοθετήσουν μέτρα ριζικής μείωσης του εμπορικού ελλείμματος με τις ΗΠΑ.
Στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο αναμένεται να συζητηθεί αύξηση της τάξεως του 3%, όμως πολλά κράτη-μέλη της συμμαχίας ανησυχούν για τα δύσκολα δημοσιονομικά μέτρα (νέες εξοντωτικές μειώσεις των κοινωνικών δαπανών, όπως εισηγήθηκε πρόσφατα ο ολλανδός γ.γ. του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε) που θα απαιτηθούν προκειμένου να υπηρετηθεί ακόμη και το 3%. Μέτρα που όλο και πιο έκδηλα απορρίπτει η κοινή γνώμη, με αυξανόμενες πιθανότητες κυβερνητικής αστάθειας.
Στο μεταξύ ο Ντόναλντ Τραμπ συνεχίζει απτόητος. Σειρά είχε το περασμένο Σάββατο ο Παναμάς και η περίφημη Διώρυγα που τέμνει την κεντροαμερικανική αυτή χώρα συνδέοντας τους δύο μεγαλύτερους ωκεανούς της υδρογείου, τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό, και από την οποία διέρχεται το 6% των εμπορευμάτων παγκοσμίως. Σε ανάρτησή του στο Truth Social, επέκρινε τον Παναμά ότι επιβάλλει υπερβολικά τέλη για τη χρήση της Διώρυγας, και απείλησε με δυναμική κατάληψη της Διώρυγας, τον πλήρη έλεγχο της οποίας o Παναμάς απέκτησε από τις ΗΠΑ το 1999, μετά από συμφωνία των δύο χωρών το 1977, επί προεδρίας Τζίμυ Κάρτερ.
Τα υπερβολικά τέλη είναι η πρόφαση. Η αιτία είναι ότι η Κίνα ακολουθεί κατά πόδας τις επιδόσεις των ΗΠΑ στη χρήση της Διώρυγας, αποτέλεσμα της αυξανόμενης οικονομικής και πολιτικής παρουσίας της στη Λατινική Αμερική.
Αν ευσταθεί ο όρος «εμπορικός πόλεμος», όπως μάλλον συμβαίνει, τότε η Κίνα αποδεικνύεται «εμπορικά ετοιμοπόλεμη» στην αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος στις προεκλογικές εξαγγελίες του απείλησε επανειλημμένα με την επιβολή δασμών έως και 100% σε κινεζικά προϊόντα.
Εκτιμώντας ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να μειώσει μέχρι και 2% ετησίως την αύξηση του ΑΕΠ της Κίνας, η ηγεσία της χώρας −σε αντίθεση με τους υψηλά ιστάμενους της ΕΕ, που περιμένουν αδρανείς την εγκατάσταση του Τραμπ στον Λευκό Οίκο ευχόμενοι ενδόμυχα οι απειλές να αποδειχθούν μεγαλοστομίες προς άγραν ψήφων− είχε από καιρό προνοήσει για τα χειρότερα. Την τελευταία τετραετία το Πεκίνο φρόντισε να αλλάξει τις ροές των εξαγωγών του για να αμβλύνει τις εξαρτήσεις, ρίχνοντας το ποσοστό των κινεζικών εξαγωγών προς τις χώρες του G7 από το 48% του συνόλου που ήταν το 2020, στο 30% σήμερα.
Αντίθετα, η οικονομικά, πολιτικά και διπλωματικά ασπόνδυλη Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει φροντίσει να πράξει το ανάλογο σε σχέση με την υψηλή εξαγωγική εξάρτησή της από τις ΗΠΑ. Θα καταβάλει το κόστος αυτής της παράλειψης. Όπως καταβάλει ήδη το κόστος του νόμου Inflation Reduction Act (IRA) του 2022 επί προεδρίας Μπάιντεν, που προβλέπει φορολογικές ελαφρύνσεις και επιδοτήσεις ύψους 369 δισ. δολαρίων σε εταιρείες παραγωγής προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, υπό τον όρο αυτά να παράγονται στις ΗΠΑ. Διευκολύνσεις που έχουν ήδη δελεάσει πολλές ευρωπαϊκές βιομηχανίες, επιταχύνοντας τη βιομηχανική αποδυνάμωση μιας Ευρώπης αντιμέτωπης, παράλληλα, με το τεράστιο κόστος των εξοπλιστικών δαπανών που εκβιάζουν οι ΗΠΑ.
Πρωταγωνιστής στο δράμα της μακάριας ευρωπαϊκής απραξίας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προέτρεξε των υπόλοιπων νατοϊκών εταίρων, εφαρμόζοντας ήδη ασμένως το υπό συζήτηση 3%, δυστυχώς με τη συναινετική ψήφο κομμάτων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης.
Κωστής Γιούργος