Macro

Κωστής Χατζημιχάλης: Το γλιστερό μονοπάτι της φέρουσας ικανότητας για τουριστικές επενδύσεις

Κάθε χρόνο τέτοια εποχή ανακαλύπτουμε ότι κάτι δεν πάει καλά με τον τουρισμό και κυρίως με την ακραία εκδοχή του, τον υπερτουρισμό. Οι ξαπλώστρες που έχουν κατακλίσει τις παραλίες, τα πανάκριβα ξενοδοχεία, τα παράνομα beach bar, οι απαράδεκτες εργασιακές συνθήκες, το κακόγουστο κτίσιμο κάθε πλαγιάς, οι πισίνες σε άνυδρα νησιά και άλλα σχετικά γίνονται αντικείμενο δακρύβρεχτων ρεπορτάζ αλλά και σοβαρών αναλύσεων. Το αδιέξοδο του υπερτουρισμού έχει προβληματίσει πολλούς και πολλές και έχει θέσει το επιτακτικό ερώτημα της κοινωνικής και περιβαλλοντικής αντοχής ενός τουριστικού τόπου την οποία έχουν ονομάσει φέρουσα ικανότητα.
 
Η τουριστική φέρουσα ικανότητα ως έννοια είναι γνωστή εδώ και χρόνια και το πρόσφατο σχετικό ενδιαφέρον οφείλεται σε παρεμβάσεις του ΣτΕ που έχει σταματήσει μεγάλες τουριστικές επενδύσεις σε νησιά (βλ. Ίο) ή επεκτάσεις σχεδίων πόλεων (βλ. Πάρο) βάσει του νόμου Ν.4964/2022. Ο νόμος αυτός στο άρθρο 64 ορίζει τη φέρουσα ικανότητα (ΦΙ) ενός χωρικού συστήματος ως «…τα μέγιστα ανεκτά όρια επιβαρύνσεων ή και μεταβολών των συνθηκών που επικρατούν σε αυτό, πέραν των οποίων παύει να υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον, την οικονομία και την κοινωνία που διαβιεί σε αυτό, με αποτέλεσμα να προκαλούνται υπέρμετρες ή μη αναστρέψιμες φθορές στο φυσικό περιβάλλον και να ασκούνται αρνητικές πιέσεις στο ανθρωπογενές περιβάλλον και στην κοινωνία». Για την εφαρμογή των παραπάνω χρειάζεται Προεδρικό Διάταγμα και το ΥΠΕΚΑ με ειδική επιτροπή το επεξεργάζεται βιαστικά για να ξεπεραστούν οι αντιρρήσεις του ΣτΕ.
 
 
Αυτοέλεγχος και αυτοδέσμευση
 
Όμως αυτό που ζητά ο προηγούμενος νόμος, δηλαδή να προσδιορίζονται τα ανεκτά όρια επιβαρύνσεων από μια νέα επένδυση σε περιβάλλον, δίκτυα και κοινωνία σε συγκεκριμένες περιοχές, δεν πρόκειται να προσδιοριστεί από κάποια δημοτική, περιφερειακή ή κρατική αρχή, αλλά από τον εκάστοτε ιδιώτη επενδυτή. Δηλαδή θα υπολογίζει ο ίδιος αν η επένδυσή του υπερβαίνει τα ανεκτά όρια επιβαρύνσεων στη τάδε ακρογιαλιά ή στην επέκταση ενός παραδοσιακού οικισμού, αν «αντέχει» το περιβάλλον, τα δίκτυα και η τοπική κοινωνία τα δεκάδες νέα κτίρια, τους εκατοντάδες νέους επισκέπτες μαζί με τους απαραίτητους δρόμους προσπέλασης, πάρκινγκ, κλπ.
 
Ο ΓΓ ΥΠΕΚΑ κ Μπακογιάννης, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Κ. Λάλιου (Καθημερινή 14/7/23), δικαιολόγησε την παραδοξότητα της σύνταξης από τον επενδυτή της εν λόγω μελέτης (το λέω ευγενικά) λέγοντας «Από τη στιγμή που δίνουμε το δικαίωμα σε έναν ιδιώτη να καταθέτει πολεοδομικές ρυθμίσεις (σ.σ. για παράδειγμα ΕΣΧΑΣΕ, ΕΣΧΑΔΑ, ΕΠΣ) θα πρέπει να του δίνουμε τη δυνατότητα να κάνει και τη φέρουσα ικανότητα. Άλλωστε, το τελικό διάταγμα το υπογράφει ο υπουργός, δηλαδή το κράτος» κατέληξε. Τι ξεδιάντροπη δικαιολογία: έχοντας καταργήσει την υποχρέωση του κράτους για πολεοδομικές και χωροταξικές ρυθμίσεις, έχοντας αποψιλώσει τις αντίστοιχες κεντρικές και περιφερειακές υπηρεσίες, η ΝΔ ολοκληρώνει τη νεοφιλελεύθερη φαντασίωση της με τις ιδιωτικές μελέτες ΦΙ, ενώ η επίκληση της υπουργικής υπογραφής ως εγγύηση κρατικού ελέγχου μόνο ως αστείο ακούγεται.
 
Στο εύλογο ερώτημα αν υπάρχει επενδυτής που θα αποδείξει ότι το νησί ή άλλη περιοχή δεν αντέχει αυτά που προτείνει, έχουν απαντήσει οι περιώνυμες Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) οι οποίες εδώ και χρόνια συντάσσονται και αυτές από τους ίδιους τους επενδυτές. Όλες υποτιμούν τις επιπτώσεις για να τεκμηριώσουν την αναγκαιότητα της επένδυσης. Έτσι και τώρα, αξιοποιώντας τις σκόπιμα αόριστες διατυπώσεις του νόμου Ν.4964/2022 για «ανεκτά όρια επιβαρύνσεων» τα οποία δεν δημιουργούν «υπέρμετρες ή μη αναστρέψιμες φθορές» φρονώ ότι δεν θα υπάρξει αρνητική μελέτη φέρουσας ικανότητας. Όμως εκτός από το πρόβλημα της σύνταξης της μελέτης ΦΙ από τον επενδυτή, υπάρχουν σοβαρά θεωρητικά ζητήματα με την ίδια την έννοια τα οποία αξίζει να συζητηθούν γιατί έχουν πολιτικές επιπτώσεις.
 
 
Θεωρητικά και όχι μόνο ζητήματα
 
Η φέρουσα ικανότητα ως έννοια μάς έρχεται από τη βιολογία και την οικολογία, όπως και η ανθεκτικότητα. Ακόμα και εκεί υπάρχουν ζητήματα με τη χρήση της επειδή ο πληθυσμός των ειδών τα οποία μπορούν να συντηρηθούν για ικανό διάστημα από ένα οικοσύστημα χωρίς την υποβάθμισή του, εξαρτάται από πολλούς αστάθμητους παράγοντες στους οποίους δύσκολα μπορεί να τεθεί κάποια σταθερά. Η χρήση της πέρα από τη βιολογία και την οικολογία συνοδεύεται συχνά από ένα σοβαρό οντολογικό λάθος: μια έννοια και η τεκμηρίωσή της από τις επιστημονικές πειθαρχίες των φυσικών επιστημών δεν μπορεί να μεταφερθεί στις κοινωνικές επιστήμες ούτε στη κοινωνία και στις κοινωνικές σχέσεις χωρίς αντίστοιχη τεκμηρίωση, αλλιώς καταλήγουμε σε φυσικό ντεντερμινισμό και σε γλιστερά μονοπάτια. Τέσσερις σύντομες παρατηρήσεις.
 
Παρατήρηση πρώτη. Στα οικοσυστήματα η φέρουσα ικανότητα εξαρτάται από περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως η τροφή, το νερό, η προστασία, το κλίμα κ.α. στο συγκεκριμένο βιότοπο, δεδομένα που δεν ισχύουν στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες. Η τροφή και το νερό μπορούν να έλθουν από μακριά ενώ η προστασία ακόμη και το κλίμα μπορούν να ελεγχθούν, ως ένα βαθμό, με τεχνολογικά μέσα. Το πόσους ανθρώπους ή δραστηριότητες «αντέχει» μια συγκεκριμένη περιοχή δεν υπόκειται σε κάποια αυτορρυθμιζόμενη ΦΙ όπως στην οικολογία, αλλά σε πολλαπλές ανθρώπινες επιλογές και δράσεις.
 
Παρατήρηση δεύτερη. Η χρήση της ΦΙ σε τουριστικές περιοχές, θέτοντας το ερώτημα «πόσα ακόμη χωράει ένα τόπος» (τουρίστες, δωμάτια, αυτοκίνητα, σκουπίδια κλπ), εμμέσως τραβάει μια γραμμή και όσοι/ες χώρεσαν-χώρεσαν, οι άλλοι/ες ας πάνε αλλού, δηλαδή μια λογική περίφραξης τύπου NIMBY1. Προκύπτουν έτσι θέματα χωρικής και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης με έντονες πολιτικές προεκτάσεις.
 
Παρατήρηση τρίτη. Δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια για την ποσοτικοποίηση ποιοτικών δεδομένων και τη δημιουργία δεικτών ΦΙ, δεν υπάρχει κάποια σταθερά στην οποία μπορεί κάποιος να βασιστεί. Τα δεδομένα και οι δυνατότητες αλλάζουν συνεχώς και οι πολιτικές σκοπιμότητες στη σύνταξη των όποιων δεικτών είναι προφανείς.
 
Παρατήρηση τέταρτη. Η εισαγωγή της ΦΙ σήμερα δεν γίνεται εν κενό, το νεοελληνικό χάος του υπερτουρισμού υφίσταται και οι όποιοι έλεγχοι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις επιδιώξεις κερδοφορίας των τουριστικών κεφαλαίων τα οποία έχουν ακλόνητα ερείσματα στο κυβερνών κόμμα. Κινδυνεύει λοιπόν η ΦΙ να λειτουργήσει ως μια ακόμη θεωρητική και πολιτική νομιμοποίηση της σημερινής κατάστασης.
 
 
Πολιτική διαδικασία
 
Αν κάποιοι/ες θεωρούν ότι η Μύκονος και η Σαντορίνη έχουν ξεπεράσει τη φέρουσα ικανότητά τους, ας μας πουν πως θα πείσουν τους ντόπιους και ξένους επιχειρηματίες οι οποίοι επιζητούν ακριβώς το αντίθετο: η υπέρβαση της ΦΙ είναι γι’ αυτούς κερδοφορία. Εξάλλου και οι θαμώνες στο περίφημο και παράνομο Principote της Μυκόνου, επιζητούν σκοπίμως να είναι ο ένας/μία πάνω στον άλλο/η, έτσι γίνονται οι γνωριμίες, οι επιδείξεις και τα εξώφυλλα στο Hello, Ciao, Espresso κλπ.
 
Η αναζήτηση πολεοδομικών, χωροταξικών και περιβαλλοντικών ορίων είναι μια θεμιτή διαδικασία γνωστή από τότε που εμφανίστηκαν οι πρώτες κρατικές και τοπικές χωρικές ρυθμίσεις. Όμως ο ορισμός των οποιωνδήποτε ορίων δεν είναι μια αντικειμενική, αλλά μια πολιτική διαδικασία, εμπεριέχει αναδιανομές ανταλλακτικής αξίας, κάποιοι/ες χάνουν γιατί άλλοι/ες κερδίζουν. Η ΦΙ όπως προγραμματίζεται από τους τεχνοκράτες της ΝΔ με τους υποτιθέμενους αντικειμενικούς δείκτες, δεν πρόκειται να ανακόψει την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και των τοπικών κοινωνιών από τον Μαμωνά του υπερτουρισμού, αλλά με επιστημονικοφανείς δικαιολογίες θα τον εκλογικεύει.
 
Εκεί στη ΝΔ και οι τεχνοκράτες σύμβουλοι της αυτά ξέρουν, αυτά κάνουν γιατί έχουν συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα να εξυπηρετήσουν. Οι προοδευτικοί – αριστεροί ερευνητές, μελετητές και τα κόμματα της Αριστεράς γιατί τσιμπάνε με τη φέρουσα ικανότητα;
 
1Not in my backyard, δηλαδή μακριά από μένα αλλά δεν με ενδιαφέρει που και πώς
 
Ο Κωστής Χατζημιχάλης είναι μαρξιστής γεωγράφος, ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου.
 
Η ΕΠΟΧΗ