Η ικανότητα να εντάσσει κάποιος/α τον κριτικό σχολιασμό της σύγχρονης δυστοπικής συγκυρίας σε ένα ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο, αποδομώντας τα επιχειρήματα του κυρίαρχου λόγου χωρίς να καταφεύγει στον αυριανισμό, απαιτεί αριστεροσύνη και επιστημοσύνη. Ο Κωστής Χατζημιχάλης διαθέτει εν αφθονία και τις δύο αυτές ιδιότητες, όπως αποδεικνύει η επί πολλές δεκαετίες πορεία του στο χώρο της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς. Σ’ αυτήν την πορεία ξεχωριστή θέση κατέχει η συνεργασία του με την «Εποχή» από τότε που αυτή ιδρύθηκε, σε καιρούς εξίσου δύσκολους με τους σημερινούς. Το κείμενό του που δημοσιεύουμε σήμερα εξηγεί γιατί όλες και όλοι στην εφημερίδα μας θεωρούμε πολύτιμη αυτήν τη συνεργασία.
Χ.Γο.
Σ’ έναν τόπο που καιγόταν επί μήνες, σε μια χώρα πλημμυρισμένη και σε αναμονή επιδημιών, χωρίς σεβασμό στη ζωή ανθρώπων και ζώων, όπου η πρόληψη και ο σχεδιασμός αποτελούν μόνο αφηρημένες έννοιες-καραμέλες, η θλίψη και ο θυμός δίκαια ξεχειλίζουν. Όντως, τα φαινόμενα ήταν ακραία και οι υφιστάμενες υποδομές ανήμπορες να τα αντιμετωπίσουν, όμως οι χάρτες με τα κρίσιμα σημεία υπήρχαν από το 2018, οι προβλέψεις από την ΕΜΥ και το Εθνικό Αστεροσκοπείο έκρουσαν έγκαιρα τις καμπάνες για επερχόμενο κίνδυνο, ενώ οι ειδικοί επιστήμονες είχαν κάνει τις προβλέψεις τους και είχαν διατυπώσει εφικτές προτάσεις. Φωνές που δεν εισακούστηκαν από τους «άριστους», γι’ αυτό οι ευθύνες τους είναι δεδομένες. Με σεβασμό στους κατοίκους που παλεύουν σχεδόν μόνοι τους, στις λιγοστές υπηρεσίες, στους ένστολους και κυρίως στους αφανείς εθελοντές και τις εθελόντριες που ακόμα εργάζονται για να σώσουν ό,τι σώζεται, οι παρακάτω γραμμές ας διαβαστούν ως μικρή συμβολή στο ξεκαθάρισμα εννοιών, απαραίτητων όσο και οι δράσεις.
Κοινωνίες διακινδύνευσης
Οι καταστροφές που βιώσαμε πρόσφατα, παλιότερα οι χιονοπτώσεις, οι συχνοί σεισμοί, η πανδημία COVID-19 αλλά και, πριν μερικά χρόνια, η χρηματοπιστωτική κρίση στην ΕΕ, αν και διαφορετικά μεταξύ τους συμβάντα, συνθέτουν ένα πολύπλοκο πλέγμα συνεχών «πολυ-κρίσεων» που προκαλούν αβεβαιότητες και φόβους για το μέλλον. Η σημερινή πραγματικότητα φέρει όλα τα χαρακτηριστικά της «κοινωνίας της διακινδύνευσης», όπως την περιγράφει στο ομώνυμο έργο του ο γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ (Ulrich Beck)1. Ο Μπεκ αναδεικνύει την κρίσιμη διάκριση μεταξύ κινδύνου (χαρακτηριστικό των προ-νεωτερικών και των νεωτερικών κοινωνιών) και διακινδύνευσης (χαρακτηριστικό των μετα-νεωτερικών κοινωνιών), όπου οι κίνδυνοι και η διακινδύνευση αναφύονται κυρίως ως εγγενές αποτέλεσμα της ανθρώπινης δράσης. Στις μετα-νεωτερικές κοινωνίες οι πολυ-κρίσεις, μέσω του κυρίαρχου λόγου, έχουν εγκαταστήσει ένα μόνιμο άγχος αναμονής κάποιας νέας καταστροφής, ενώ την ίδια στιγμή κυριαρχεί ένας υψηλός βαθμός εξατομίκευσης, η απεμπόληση της συλλογικής δράσης και η αδυναμία εντοπισμού των ευθυνών για όσα συμβαίνουν.
Δεν είναι τυχαίο ότι η μετάβαση από τον κίνδυνο στη διακινδύνευση (όπως και από την κυβέρνηση στη διακυβέρνηση) συμβαδίζει χρονικά με τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία, αν δεν προέρχεται από αυτήν. Το λιγότερο κράτος σημαίνει λιγότερη έγνοια για την ασφάλεια των πολιτών με τη ευρύτερη έννοια του όρου γιατί, εκτός από κρίσεις όπως οι παραπάνω, ανασφάλεια υπάρχει, μεταξύ πολλών άλλων, εξ αιτίας της έλλειψης ιατρικής περίθαλψης, της αστεγίας, της ανεργίας και της ακρίβειας- τα ζούμε καθημερινά.
Στις κοινωνίες της διακινδύνευσης, μετά από κάποια καταστροφή απουσιάζει μια πολιτική οντότητα η οποία να μπορεί πειστικά να εξηγήσει τι πήγε στραβά. Η λογοδοσία δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια, διαχέεται, με αποτέλεσμα οι όποιες ευθύνες να καθίστανται δυσδιάκριτες, σχεδόν ανώνυμες. Δημιουργείται έτσι ένα φαντασιακό του σύγχρονου κόσμου ως κρισιακού, μια κατάσταση που περιγράφεται με τον όρο “permacrisis”, μια μόνιμη συνθήκη φόβου, ένα μεγάλο διάστημα αστάθειας και επισφάλειας με δυσδιάκριτους «υπεύθυνους», ευεπίφορο σε αυταρχικές και αντιδημοκρατικές εκδοχές της πολιτικής2.
Στους έξι τελευταίους μήνες, η Νέα Δημοκρατία, εκπροσωπώντας την ελληνική αστική τάξη, παρά την εκλογική της υπεροχή, έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα στην ηγεμονία της γιατί η ίδια και ο νεοφιλελευθερισμός που υλοποιεί απέδειξαν ότι δεν είναι σε θέση να εγγυηθούν την ασφάλεια των πολιτών. Απέναντι λοιπόν σε μια σοβαρή κρίση πολιτικής νομιμοποίησης, οι «άριστοι» και τα ΜΜΕ που ελέγχουν καταφεύγουν σε μια σειρά από επιχειρήματα/δικαιολογίες και μεταθέσεις, όλα τους γνωστά από τη διεθνή εμπειρία, που βασίζονται σε ένα τρίπτυχο θέσεων/προτάσεων: α) πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη την κλιματική κρίση (στις διακηρύξεις, βέβαια), β) οι λύσεις για την αντιμετώπισή της βρίσκονται στην αγορά, στις «έξυπνες» τεχνολογίες και στις «πράσινες» προσαρμογές της κοινωνίας, και γ) δεν χρειάζονται αλλαγές στον υφιστάμενο οικονομικό, κοινωνικό και οικολογικό συσχετισμό δυνάμεων. Ο βασικός στόχος των παραπάνω θέσεων είναι η απο-πολιτικοποίηση των συμβάντων3, και η μετάθεση της συζήτησης σε απλά θέματα διαχείρισης, αποφεύγοντας κρίσιμα ερωτήματα όπως «γιατί», «ποιος ευθύνεται», «ποιος/α χάνει/κερδίζει» από τις καταστροφές. Είναι λοιπόν χρήσιμο να δούμε αναλυτικά γιατί όλα αυτά αποτελούν επίδικα και για την Αριστερά.
Δεν υπάρχουν φυσικές καταστροφές
Το πρώτο λανθασμένο επιχείρημα/δικαιολογία είναι η «φυσικότητα» των καταστροφών που βιώνουμε. Ο κυρίαρχος λόγος υποθέτει ότι υπάρχει μια και μοναδική φύση, απείραχτη, κάπου εκεί μακριά, στην οποία έχει συμβεί μια διαταραχή, παραβλέποντας τις πολλές υφιστάμενες «φύσεις» οι οποίες συνεχώς ανακατασκευάζονται στην ανθρωπόκαινο περίοδο που ζούμε. Στη συνέχεια, σκόπιμα ταυτίζει ή στην καλύτερη περίπτωση συγχέει το φυσικό φαινόμενο, που οφείλεται σε φυσικές διεργασίες, με την καταστροφή η οποία είναι αποτέλεσμα κοινωνικών διαδικασιών. Καταστροφή συμβαίνει σε μια περιοχή και στους κατοίκους της λόγω της τοπικής τρωτότητας, η οποία είναι το αποτέλεσμα δράσεων ή παραλήψεων του παρελθόντος, που αφορούν π.χ. τον σχεδιασμό αντιπλημμυρικών/αντιπυρικών έργων, τον χωροταξικό σχεδιασμό, τις συνθήκες κατοίκησης, τον έλεγχο των υποδομών, τη θεσμική ετοιμότητα, κ.α.
Για τους παραπάνω λόγους, η έκθεση σε κίνδυνο και η τρωτότητα δεν έχουν μόνο τεχνικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά. Αποτελούν κοινωνικές κατασκευές, οι επιπτώσεις των οποίων είναι άνισες μεταξύ τόπων, κοινωνικών τάξεων, φύλων, εθνικοτήτων, κλάδων απασχόλησης και συνθηκών κατοίκησης, είναι δηλαδή βαθύτατα πολιτικές. Δεν υπάρχει φυσική καταστροφή, υπάρχει καταστροφή, σκέτο4.
Η κλιματική κρίση δεν φταίει για όλα
Το δεύτερο επιχείρημα, συνέχεια του πρώτου, είναι ότι η μόνη υπεύθυνη για τις καταστροφές που προέρχονται από φυσικά φαινόμενα είναι η κλιματική κρίση. Η κλιματική κρίση όντως αλλάζει τα πάντα, όπως γράφει η Ναόμι Κλάιν (Naomi Klein)5, και οι σημερινές ακραίες συνθήκες έχουν ξεπεράσει τα όποια σχέδια πρόληψης υπήρχαν. Αυτό όμως δεν αποτελεί δικαιολογία για τις επίσης ακραίες οργανωτικές αστοχίες αντιμετώπισης των καταστροφών. Αγνοώντας τα περί κοινωνικής κατασκευής της τρωτότητας, ο κυρίαρχος λόγος περιγράφει την κλιματική κρίση ως εξωτερικό παγκόσμιο πρόβλημα/απειλή, απέναντι στο οποίο όλοι οι τόποι, τα έμβια όντα και η φύση είναι πιθανά θύματα. Αδιαφορεί για τις προϋπάρχουσες έντονες κοινωνικές και χωρικές ανισότητες, θεωρώντας λανθασμένα ότι όλοι οι τόποι και όλα τα έμβια όντα έχουν τον ίδιο βαθμό ευαλωτότητας. Στη συνέχεια προσεγγίζει τις καταστροφές σε συγκεκριμένους τόπους και σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες γενικεύοντας το πρόβλημα («μα, το ίδιο δεν συμβαίνει παντού;»), αθροίζοντας ανόμοιες περιπτώσεις με σκοπό τη μετάθεση ευθυνών σε ένα ανώνυμο εχθρό/εισβολέα, χωρίς ενσώματη υπόσταση.
Οι επιπτώσεις των καταστροφών λογίζονται ως εξωτερικές παράπλευρες απώλειες, δεν αποτελούν συμφυή και αναπόσπαστα στοιχεία των υφιστάμενων κοινωνικών, οικονομικών και οικολογικών σχέσεων. Το γεγονός ότι ζούμε σε άδικες και εκμεταλλευτικές κοινωνίες, με έντονες χωρο-κοινωνικές ανισότητες, όπου η φύση κατασκευάζεται ως εμπόρευμα, με άλλα λόγια στο σύστημα που συνήθως αποκαλούμε καπιταλισμό, ούτε κατονομάζεται ούτε αμφισβητείται.
Οι λύσεις μέσω της αγοράς
Έχοντας κατοχυρώσει ότι δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης του υφιστάμενου status quo, το επόμενο βήμα είναι η αναζήτηση λύσεων εκεί που η αστική τάξη καταφεύγει πάντα, στην αγορά και στην ατομική ευθύνη. Η λίστα είναι μεγάλη, γνωστή και δοκιμασμένη: ιδιωτικοποιήσεις, άμεσες επεμβάσεις με αναθέσεις σε τρίτους χωρίς διαφανείς διαδικασίες, βίαιη μετατροπή των χρήσεων γης προς περισσότερο εμπορικές (βλέπε real estate και gentrification), εμπορευματοποίηση και εισαγωγή «πράσινων» καταναλωτικών προϊόντων και συμπεριφορών (ηλεκτρικά αυτοκίνητα, χάρτινα καλαμάκια, ανακύκλωση κ.α.), ατομική ασφάλιση για καταστροφές, παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και επαναφορά της πυρηνικής ενέργειας ως «πράσινης».
Την ίδια στιγμή οι επιχειρήσεις από τον παγκόσμιο Βορρά συνεχίζουν ανερυθρίαστα την εξόρυξη ορυκτών καυσίμων, ενώ παράλληλα κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμοί χρηματοδοτούν έρευνες για τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης και συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες, όπως το απαράδεκτο εμπόριο ρύπων: οι πλούσιες χώρες του παγκόσμιου Βορρά, για να συνεχίσουν το business as usual αγοράζουν δικαιώματα ρύπανσης CO2 από τις φτωχές χώρες του παγκόσμιου Νότου, δηλαδή ουσιαστικά πληρώνουμε άλλους να πεθάνουν για μας.
Οι «έξυπνες» τεχνολογίες δεν θα μας σώσουν
Τέλος, μια βασική θέση του κυρίαρχου λόγου αφορά στη σχεδόν θεολογική πίστη στις «έξυπνες» τεχνολογίες ως λύση στις πολύ-κρίσεις. Για τις κρίσεις από φυσικά φαινόμενα ουδείς αμφισβητεί τις δυνατότητες που παρέχουν οι νέες τεχνολογίες, έξυπνες ή όχι, π.χ. για την πρόβλεψη εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων. Ήδη, οι μετεωρολογικές προβλέψεις και τα μοντέλα έγκαιρης προειδοποίησης που χρησιμοποιούν έχουν σώσει ζωές σε όλο τον κόσμο. Όμως, το πρόβλημα αυτής της θέσης βρίσκεται στην απόλυτη πίστη στις «έξυπνες» τεχνολογίες ως τη σύγχρονη τεχνο-διαχειριστική λύση έναντι καταστροφών, με την αγνόηση του μείζονος θέματος της άνισης τρωτότητας τόπων και κοινωνιών, η οποία έχει διαμορφωθεί από δράσεις και παραλήψεις του παρελθόντος. Μετατίθεται έτσι το ενδιαφέρον και οι διαθέσιμοι πόροι από δράσεις για τη μείωση της τρωτότητας και την αύξηση της ανθεκτικότητας τόπων και κοινωνιών (δράσεις που μπορούν να γίνουν και με απλούς τρόπους, όπως είναι, π.χ., προστατευτικά δάση πάνω από οικισμούς6), στην αγορά πανάκριβων «έξυπνων» εργαλείων ανάλυσης και διαχείρισης κρίσεων από μεγάλες εταιρίες λογισμικού.
Αντιστοίχως, η ασφάλεια των πολιτών από ευθύνη του κράτους και της αυτοδιοίκησης μετατίθεται στην υποχρέωση σύναψης ατομικών ασφαλιστικών συμβολαίων. Ο τζίρος των αντίστοιχων κλάδων είναι διαρκώς αυξανόμενος σε όλο τον κόσμο, ενώ αντίθετα οι πόροι και οι δράσεις για να καταστούν τόποι και κοινωνίες συλλογικά πιο ανθεκτικές στην καλύτερη περίπτωση παραμένουν σε στασιμότητα ή περιορίζονται. Θυμίζω ότι, με έγκριση του περιφερειάρχη κ. Πατούλη, ο δήμαρχος Αθηναίων κ. Μπακογιάννης χρησιμοποίησε 3,5 εκατ. ευρώ από τον προϋπολογισμό της περιφέρειας Αττικής που είχαν δεσμευτεί για αντιπλημμυρικά έργα στην Αθήνα για το σκάνδαλο στην οδό Πανεπιστημίου, αυτό που ονόμασε Μεγάλο Περίπατο.
Η απο-πολιτικοποίηση της πολιτικής
Οι παραπάνω κυρίαρχες προσεγγίσεις των καταστροφών από φυσικά φαινόμενα συγκροτούν έναν ιδιάζοντα απολιτικό λόγο που εκφέρεται από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις, όπως η ΝΔ. Τα περιβαλλοντικά θέματα και ιδίως οι καταστροφές συγκροτούν ιδανική αρένα στην οποία δομείται ο απολιτικός τους λόγος ή η μετα-πολιτική, όπως τελευταία ονομάζεται η απουσία πολιτικής. Η αυταπόδεικτη βεβαιότητα ότι οι φυσικές καταστροφές που συμβαίνουν τώρα προκαλούνται αποκλειστικά από την κλιματική κρίση συνοδεύεται με την άρνηση, ή στην καλύτερη περίπτωση την υποβάθμιση της σημασίας της τρωτότητας που συσσωρεύτηκε από παλιά. Η συγχρονία υπερτερεί της διαχρονίας-ιδού η βάση της μετα-πολιτικής για το περιβάλλον: αδιαφορία για τις συνθήκες τρωτότητας σημαίνει ανύπαρκτα μέτρα πρόληψης και απουσία πολιτικών ουσιαστικής υποστήριξης της συλλογικής ανθεκτικότητας, δράσεις ιδιαίτερα κρίσιμες την εποχή της κλιματικής κρίσης, όταν είναι γνωστό ότι ακραία καιρικά φαινόμενα θα εμφανίζονται όλο και πιο συχνά. Σημαίνει επίσης αδιαφορία για τις άνισες χωρο-κοινωνικές συνθήκες ευαλωτότητας, υποθέτοντας εσφαλμένα ότι όλοι και όλες είμαστε ίσοι απέναντι σε μια καταστροφή, λες και οι αγρότες της Θεσσαλίας είναι το ίδιο ευάλωτοι με τους κατοίκους του Ψυχικού, ή οι κάτοικοι στις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο με τους νεόπλουτους στις περιφραγμένες γειτονιές του.
Ενώ λοιπόν η αστική τάξη τροφοδοτεί τη δυστοπία μιας παγκόσμιας καταστροφής διαστάσεων Αποκάλυψης (από την οποία υποθέτει ότι μπορεί να ξεφύγει, όπως στο κινηματογραφικό φιλμ «Μην κοιτάς ψηλά»), σε ορισμένες περιοχές του πλανήτη αυτή η τρομερή καταστροφή έχει ήδη συμβεί. Η διατήρηση και αναπαραγωγή του φόβου από παρόμοιες «αναπόφευκτες» λόγω της κλιματικής κρίσης καταστροφές («δεν υπάρχουν πια ανέμελα καλοκαίρια» είπε ο κ Μητσοτάκης), αξιοποιείται από την εξουσία και αποτελεί τμήμα της πολιτισμικής πολιτικής του νεοφιλελευθερισμού, στην οποία η διαχείριση του φόβου μαζί με την επιτήρηση αποτελεί κεντρική επιδίωξη, όπως και ο έλεγχος της πληροφορίας και το damage control.
Η προσέγγιση των καταστροφών και η χρήση της κλιματικής κρίσης από τη ΝΔ και τους όμοιούς της σε όλο τον κόσμο υπογραμμίζει την άρνηση των δεξιών και συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων να ασχοληθούν σοβαρά μ’ αυτήν και να αλλάξουν τις χωρο-κοινωνικές σταθερές της καθημερινής ζωής που την αναπαράγει, υποσχόμενες μια ανέφικτη βιωσιμότητα και μια αόριστη και ανεπαρκή ανθεκτικότητα. ‘Η, για να το θέσω διαφορετικά: είναι πιο εύκολο να φανταστούν το τέλος του κόσμου σε έναν κλιματικό Αρμαγεδώνα παρά να δουν τον ελέφαντα στο δωμάτιο και να φανταστούν την αλλαγή (ή καλύτερα το τέλος) των νεοφιλελεύθερων επιλογών που καταστρέφουν τον πλανήτη. Για πόσο καιρό ακόμη θα μπορούν κυβερνήσεις, όπως αυτή της ΝΔ, να νομιμοποιούν την ύπαρξη τους, παρά τις συνεχείς κρίσεις ηγεμονίας που αντιμετωπίζουν όταν αφήνουν απροστάτευτους τους πολίτες; Δυστυχώς, για όσο καιρό τα θύματα των καταστροφών και του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού δεν αντιτάσσουν το δικό τους εναλλακτικό ηγεμονικό σχέδιο με κύριους αποδέκτες τους υποτελείς αυτής της κοινωνίας. Αυτό όμως χρειάζεται γνώση, οργάνωση, κινητοποιήσεις σε τοπικό και εθνικό επίπεδο και ένα ριζοσπαστικό κόμμα-οδηγό, για να θυμηθούμε λίγο τον Γκράμσι, θέματα άγνωστα και αδιάφορα στις μέρες μας όπου κυριαρχούν Μεσσίες.
Ευχαριστώ την Μιράντα Δανδουλάκη για τα σχόλια της.
Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
Σημειώσεις:
1. Urlich Beck (2015) Κοινωνία της Διακινδύνευσης, μτφρ. Η. Οικονόμου, Πεδίο, Αθήνα
2. Το 2022 ο όρος permacris, ανακηρύχτηκε η λέξη της χρονιάς από το λεξικό Collins. Βλ. επίσης McCarthy, J. (2019) “Authoritarianism, Populism and the Environment”, AAG, 109(1):301-13.
3. Swyngendouw, E. (2007) “Impossible Sustainability and the Post-Political Condition”, στο D. Gibbs, R. Krueger (επιμ.) The Sustainable Development Paradox, Guilford Press, N.Y
4. βλ. Neil Smith (2006) There’s No Such Thing as a Natural Disaster, (http://items.ssrc.org/undersanding-katrina/Smith, και Κ. Σαπουντζάκη, Μ. Δανδουλάκη (2016) Κίνδυνοι και Καταστροφές (repository.kallipos.gr/handle/11419/6297)
5. Klein, N. (2015) Αυτό αλλάζει τα πάντα, Λιβάνης, Αθήνα
6. βλ. τη σχετική ανάρτηση στο facebook του Andreas Kapetanios, 9/9/2023. Περιγράφει την προγραμματισμένη ανάπτυξη ή διατήρηση δασών για την προστασία από πλημμύρες και συγκράτηση του χώματος και βράχων. Μέχρι το 1979 υπήρχε σχετικός νόμος που απαγόρευε κάθε επέμβαση σ’ αυτά.
Ο Κωστής Χατζημιχάλης είναι μαρξιστής γεωγράφος, ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου.