Σε ένα μικρό βιβλίο, που εκδόθηκε το 2010 με τίτλο «Οι αμετανόητοι» και με υπότιτλο «Από τη δεκαετία του ’60 στον 21ο αιώνα» (εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη, Aθήνα 2010), ο ίδιος ο Κώστας Βεργόπουλος θα παρουσιάσει το ταξίδι του στον χρόνο των πέντε τελευταίων δεκαετιών εξιστορώντας το σε σχέση με τις ιδέες, τα συμβάντα και τους ανθρώπους που συνάντησε. Το βιβλίο το αφιερώνει «στα παιδιά του Δεκέμβρη» εξέγερση μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου που, θυμίζουμε, ο Βεργόπουλος είχε αντιληφθεί, από την πρώτη στιγμή το βάθος της και τη σημασία της, με τόλμη.
Θεώρησα ενδιαφέροντα τον ορισμό του ορισμού από τον Σπινόζα: definition est negatio. O ορισμός ορίζεται από τα όρια που θέτει, συνεπώς η πρώτη και βασική λειτουργία του συνίσταται στο ν’ αποκλείει, παρά στο να ορίζει θετικά το τι περιλαμβάνει. Ορισμός χωρίς όρια που αποκλείουν δεν υπάρχει. Για να ορίσεις κάτι, πρέπει οπωσδήποτε να αποκλείσεις πολλά, όλα τα άλλα. Και στην ουσία, δεν υπάρχει θετικό περιεχόμενο στο οριζόμενο αντικείμενο, αλλά μόνο εξ αντιδιαστολής εικάζεται το τι μπορεί να είναι, εκ του ό,τι έχουμε αποκλείσει να είναι. Η προσέγγιση αυτή απομακρύνει από κάθε ουσιοκρατική κατανόηση του κόσμου, υπογραμμίζει όχι κάποια δήθεν βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, αλλά τον καθοριστικό ρόλο των σχέσεων που τα συνδέουν μεταξύ τους, δηλαδή τη λειτουργικότητα που μπορεί υπό προϋποθέσεις να εκτρέπεται προς διαφορετικές κατευθύνσεις, ακόμη και προς τις αντίθετες. Αυτό ακριβώς είχε αντιληφθεί η Ρόζα Λούξεμπουργκ και στην εποχή μας οι επηρεασμένοι από αυτήν Αμερικανοί μαρξιστές Πωλ Μπάραν και Πωλ Σουήζυ, όπως επίσης ο αμερικανό-ποιημένος Γερμανός από το Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας Χέμπερτ Mαρκούζε.
Η γοητεία της διάσπασης
Το καπιταλιστικό σύστημα, όπως και κάθε σύστημα, δεν είναι τόσο σύστημα δημιουργίας νέων ουσιών, όσο κυρίως σύστημα εκτροπής και οικειοποίησης των πραγμάτων που ήδη υπάρχουν και ένταξής τους σε νέες λειτουργικότητες. Αυτό συνεπάγεται ότι και η διαδοχή του θα προέλθει όχι τόσο με την ανάδειξη νέων ουσιών, αλλά με τη νέα εκτροπή αυτών που ήδη υπάρχουν. Το έργο τους στάθηκε για μένα αποκαλυπτικό. Το αναφομοίωτο συγκεντρώνει υψηλότερου βαθμού δυναμικό από το ήδη αφομοιωμένο. Μολονότι και το θεωρούμενο ως αφομοιωμένο έρχεται κάποια στιγμή που απορρίπτει την αφομοίωσή του, στο μέτρο που ποτέ τίποτε δεν αφομοιώνεται έως τη ρίζα του. Αλλά ακόμη και η πλήρης αφομοίωση εμπεριέχει τη δυναμική της ανατροπής και της υπέρβασής της. Η λειτουργικότητα των πραγμάτων συλλαμβάνεται και αφομοιώνεται, όχι η υποθετική ουσία τους, και γι’ αυτό κάθε σύστημα παραμένει, σε τελική ανάλυση, ευάλωτο και εύθραυστο. Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, ο «άνθρωπος χαλκομανία», δεν αποτελεί μια πραγματικότητα του συστήματος, αλλά τουναντίον μια τάση, που δεν μπορεί να καταλύσει, αλλ’ εμπεριέχει αναγκαστικά τις δυνάμεις αμφισβήτησης και υπέρβασής της. Η σύνθεση των αντιφάσεων δεν καταλύει τις αντιφάσεις, αλλά τις εμπεριέχει και τις αναπαράγει μέχρι εκρηκτικού βαθμού. Ενόσω τα όρια του συστήματος παραμένουν αδιευκρίνιστα, καθώς και αδύνατον να διευκρινισθούν, υπογράμμιζε τότε ο Ζυλ Ντελέζ, ολόκληρο το σύστημα παραμένει ευάλωτο, εύθραυστο και έωλο, εκτεθειμένο στους ανέμους τόσο των αντι-συστημικών πιέσεων όσο και των συστημικών.
Η διάσπαση και η πολυδιάσπαση των πραγμάτων απέκτησαν για εμέ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την ένωση και σύντηξη σε κάποια φαινομενικά οριστική και σταθεροποιημένη ενιαία ολότητα. Η αμφισημία και η ευθραυστότητα που απορρέουν απ΄ την ίδια την πραγματικότητα απέδιδαν την αίσθηση της ρευστότητας των πραγμάτων, ακόμη και αυτών που εμφανίζοντο ως οριστικά ταξινομημένα, και αυτή η αίσθηση ρευστότητας των πραγμάτων ήταν πάντοτε κάτι που με εγοήτευε.
Τα συμπεράσματα ως δυνατότητες
Ήταν αυτό που με ώθησε σε προσέγγιση ακριβώς αντίστροφη από την αποστρατευτική και εφησυχαστική του στρουκτουραλισμού. Βεβαίως, η προσέγγιση του Αλτουσέρ μεριμνούσε ήδη στο να διακρίνει ανάμεσα στους τρόπους παραγωγής, που μπορεί να είναι ποικίλοι, και στον λεγόμενο κοινωνικό σχηματισμό, ο οποίος τους εμπεριέχει όλους. Όμως, είναι επίσης αλήθεια ότι αυτή η διάκριση σπανίως προσέχθηκε απ΄ τους οπαδούς του, με φωτεινή εξαίρεση τον καλό φίλο μου Νίκο Πουλαντζά. Όπως συνήθως συμβαίνει, οι οπαδοί της Σχολής του Αλτουσέρ αποδείχθηκαν πολύ λιγότερο προσεκτικοί από ό,τι ο ηγέτης τους: υπέρ-επικεντρώθηκαν στις έννοιες των τρόπων παραγωγής, ελησμόνησαν ασυγχώρητα την έννοια των κοινωνικών σχηματισμών, δηλαδή την ίδια την πραγματικότητα. Όσο με αφορούσε, αντί να προτάσσω τη θεωρία και έπειτα να αναζητώ την ταξινόμηση της πραγματικότητας σ’ αυτή, με σοβαρό κίνδυνο προκρούστειων παραμορφώσεων, προτίμησα το ακριβώς αντίθετο διάβημα: ξεκινώ με την παρατήρηση επάνω στην ίδια την πραγματικότητα, διαπιστώνω τις αμφισημίες, αντιφάσεις και ποικιλότητές της, όπως ακριβώς ο Σπινόζα και στη συνέχεια ο Μαρξ, και μόνο έπειτα αντλώ συμπεράσματα, όχι όμως ως αναγκαιότητες, αλλ΄ ως δυνατότητες με θεωρητική σημασία. Οι κοινωνικές αντιφάσεις και αγώνες αναπτύσσονται όχι εν ονόματι κάποιου αυθαίρετα επιλεγμένου μακρινού ιδανικού, αλλά για διευθετήσεις και λύσεις υπαρκτών προβλημάτων στην παρούσα ζωή και όχι στη μέλλουσα, για βελτίωση των συνθηκών στην υπαρκτή κοινωνία και όχι σε κάποια υποθετική. Δεν απορρέει η πραγματικότητα απ΄ τα ιδανικά, αλλ’ ακριβώς το αντίστροφο: τα ιδανικά εξιδανικεύουν και συνεπώς παραποιούν την πραγματικότητα. Εάν ο Μαρξ εθεώρησε ότι μπορούσε και όφειλε ν’ αναποδογυρίσει τη φιλοσοφία του Έγελου, γιατί άραγε εμείς δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε το ανάλογο με εκείνη του Πλάτωνα; Οι ιδέες φτιάχνουν τον κόσμο, αλλά τις ιδέες φτιάχνουν οι άνθρωποι. Επομένως, οι άνθρωποι φτιάχνουν τον κόσμο στον οποίο ζουν και δεν εμποδίζονται σε αυτό το έργο από κανέναν ανώτερο και καταναγκαστικό ντετερμινισμό, παρά μόνο από τον ίδιο εαυτό τους και τις ιδέες που πλάθουν γι’ αυτόν, δια μέσου των κοινωνικών ανταγωνισμών μέσω των οποίων οι ίδιοι διαπλάθονται ως υποκείμενα, είτε ατομικά είτε συλλογικά.
Η έννοια του «ειδικού διανοούμενου»
Με τη στενή φιλία, συνάφεια, ανταλλαγές, συνεργασία και συνύπαρξη με τον Νίκο Πουλαντζά, όπως και με τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, μπόρεσα, μεταξύ άλλων, να κατανοήσω καλύτερα την έννοια του «ειδικού διανοουμένου», που προέβαλλε τότε ο Μισέλ Φουκώ. Δηλαδή του διανοουμένου που δεν αποσύρεται από τα κοινωνικά πράγματα, αλλά παρεμβαίνει συστηματικά σε αυτά με βάση την ειδίκευση την οποία έχει αποκτήσει. Η έννοια του ειδικού διανοουμένου προβλήθηκε σε αντίθεση με εκείνη του γενικού διανοουμένου, του οποίου πρότυπο αναφοράς ήταν ο Σαρτρ. Ακόμη, ο Πουλαντζάς, στο μεταίχμιο μεταξύ Αλτουσέρ, Φουκώ, αλλά και Σαρτρ, μου έμαθε την αξία και τη σημασία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ως αναγκαίου συμπληρώματος της άμεσης δημοκρατίας, με αναφορά στον Αντόνιο Γκράμσι και στη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Από την ελληνική Αρχαιότητα ήταν ήδη γνωστό και πικρά διαπιστωμένο ότι η άμεση δημοκρατία παρεδίδετο πολύ εύκολα και χωρίς αντίσταση στους δημαγωγούς και λαοπλάνους. Η αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία καταποντίσθηκε όχι επειδή παραβίασε τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού, αλλ’ αντίθετα επειδή τους ετήρησε κατά γράμμα μέχρι του τέλους της. Από την οδυνηρή αυτή ιστορική εμπειρία, η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε αντλήσει το συμπέρασμα ότι χρειαζόταν το συμπλήρωμα τις αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ως αντιστάθμισμα στις ενδεχόμενες ακρότητες και διολισθήσεις της πρώτης. Το χρέος μου προς τον Νίκο Πουλαντζά, όπως και προς τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, ήταν όχι μόνο η κατανόηση του πολιτικού ρεαλισμού, αλλά και εκείνης της θεωρητικής ακρίβειας και συνέπειας. Το συνθετικό πνεύμα του πρώτου και η ευρυμάθεια του δεύτερου στάθηκαν αναντικατάστατα και πολύτιμα στηρίγματα στη δική μου πορεία. Μια μακρά περίοδο της παρισινής διαμονής μας διανύσαμε μαζί με τους Πουλαντζά και Τσουκαλά, σε στενή φιλία και συνεργασία.
Αποκορύφωμα αυτής ήταν ότι φθάσαμε στο σημείο, κατά τη διετία 1977 – 79, να παραδίδουμε από κοινού και οι τρεις μας ενιαίο μάθημα κοινωνιολογίας με αντικείμενο την Ελλάδα στους φοιτητές του Πανεπιστημίου 8 του Παρισιού. Παρά την εντύπωση ότι ο Πουλαντζάς ήταν συνεχιστής του δασκάλου του, του Αλτουσέρ, εν τούτοις αποδείχθηκε πνεύμα πολύ πιο ανοικτό, καθόλου δογματικό και ιδιαίτερα ευρηματικό. Σε αντίθεση με τον Αλτουσέρ, ο οποίος περιοριζόταν στη γνωριμία με την πραγματικότητα μέσω των αναγνώσεων βιβλίων, ο Πουλαντζάς είχε τα μάτια του ανοικτά στις εξελίξεις της ίδιας της πραγματικότητος και ήταν πραγματικά ένα «παιδί της πιάτσας», όπως ο ίδιος αρέσκετο να κομπορρημονεί για τον εαυτό του. Ήταν μεθοδολογικά και φιλοσοφικά περισσότερο επηρεασμένος απ΄ τον Αντόνιο Γκράμσι και τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, παρά απ΄ τον στρουκτουραλισμό. Μίλησε για τον «πόλεμο χαρακωμάτων» στις κοινωνίες του προωθημένου καπιταλισμού και απέδωσε απόλυτη προτεραιότητα στις δημοκρατικές μορφές του σοσιαλισμού. Κι ακόμη, ξεκαθάρισε επιστημονικά ότι δεν προσδιορίζουν οι δομές την πάλη των τάξεων, αλλά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: οι κοινωνικοί αγώνες διαμορφώνουν τόσο τις τάξεις, όσο και τις μεταξύ τους σχέσεις, που στη συνέχεια εμφανίζονται ως δομές και θεσμοί. Μπορεί η ιστορία να είναι πράγματι «διαδικασία χωρίς υποκείμενο», όπως έλεγε ο Αλτουσέρ, όμως ο Πουλαντζάς έδειξε ότι η ανθρώπινη δράση παραμένει η κινητήριος δύναμη της ιστορίας και είναι αυτή που διαμορφώνει τελικά και τις έννοιες των κοινωνικών υποκειμένων. Υιοθετώντας την κριτική της Ρόζας Λούξεμπουργκ απέναντι στον Λένιν, ο ίδιος έδειξε ευρύτητα πνεύματος και ευαισθησία στο κρίσιμο ζήτημα της δημοκρατίας, που ξεπέρασαν κατά πολύ τις προσεγγίσεις του λεγόμενου αριστερού στρουκτουραλισμού. Η πράξη της αυτοχειρίας του τον Οκτώβριο του 1979 ήταν τόσο χαρακτηριστική, ώστε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πραγματικό ορόσημο για την εξάντληση μιας εποχής και τη μετάβαση σ΄ αυτή που ακολούθησε, συγκεντρώνοντας όλα τα χαρακτηριστικά της μακράς κοινωνικής αντεπανάστασης.
Η αντιμαρξιστική εμμονή
Εκ των υστέρων, βρίσκω καίρια την παρατήρηση του Ζακ Σουστέλ, που, όταν είχε γίνει, την είχα θεωρήσει αδιάφορη, ίσως και διασκεδαστική. Ο Ζακ Σουστέλ υπήρξε από τους ηγέτες της μυστικής ακροδεξιάς οργάνωσης του ΟΑΣ, που υπεστήριζε την παραμονή των Γάλλων στην Αλγερία και είχε θέσει ως στόχο της τη δολοφονία του στρατηγού Ντε Γκωλ. Ο ίδιος είχε στο παρελθόν διατελέσει προοδευτικός και στη γερμανική Κατοχή ήταν αντιστασιακός με τη ντεγκωλική πλευρά, ώστε στην απελευθέρωση (1945) διορίσθηκε υπουργός του Ντε Γκωλ και είχε εκλεγεί μέλος της γαλλικής Ακαδημίας, λόγω των σημαντικών εθνολογικών μελετών του της φυλής των Μάγια στο Μεξικό. Η συναναστροφή μας ήταν περιστασιακή και υπηρεσιακή, όμως μου έχει αφήσει τα ίχνη της. Έπειτα από σειρά ετών που έζησε στη Γενεύη αυτοεξόριστος, λόγω καταδίκης του στη Γαλλία για συμμετοχή στον ΟΑΣ, τελικά επέστρεψε στη χώρα του, μετά τη σχετική αμνηστία που χορηγήθηκε το 1969. Επανήλθε έτσι στην έρευνα και στην πανεπιστημιακή έδρα του στη Λυών. Η συνάντησή μας πραγματοποιήθηκε με την ευκαιρία της υποστήριξης του διδακτορικού διπλώματος από μια Γαλλίδα φοιτήτρια προερχόμενη από το Μεξικό με θέμα τη φυλή των Μάγια. Με τον Σουστέλ βρεθήκαμε μέλη της επιτροπής που έκρινε το διδακτορικό της το 1979. Θυμάμαι την αντίδραση του Σουστέλ στο έργο της φοιτήτριας. «Μα, κυρία μου, γιατί αναμιγνύετε τόσο πολύ τον μαρξισμό στα ζητήματα της εθνολογίας; Δεν έχετε αντιληφθεί ότι στην εποχή μας ο μαρξισμός χάνει ταχύτητα;». Η φράση αυτή ειπώθηκε με δηλητηριώδη, μελιστάλαχτο αλλά και ματαιόδοξο τρόπο, από αυτόν που εθεωρείτο από τους ιδεολογικούς ηγέτες του ακροδεξιού πλέον χώρου. Στην αρχή διασκέδασα με την αντι-μαρξιστική εμμονή του, όμως στη συνέχεια διεπίστωσα ότι αυτή η φράση ήταν μοιραία και έμελλε να με κατατρύχει σαν εφιάλτης για πολλά από τα χρόνια που ακολούθησαν. Αν μη τι άλλο, ο «αρχιφασιστής» του ΟΑΣ, είχε συλλάβει από το 1979 τον αντεπαναστατικό χαρακτήρα της εποχής που επρόκειτο να ακολουθήσει. Αυτό ήταν πολύ περίεργο, αλλά και ανησυχητικό. Η δικαίωσή του ήταν κάτι που με εξόργιζε και με ξεπερνούσε. Κακώς ή καλώς, χρειάσθηκαν τουλάχιστον δύο δεκαετίες για να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση.
Η κοινωνική Αριστερά
Όσον αφορά στον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, αποκαλυπτικά ήσαν τα ευρήματά του σχετικά με τον ρόλο των εκπαιδευτικών μηχανισμών στη διάχυση της κρατούσας κάθε φορά ιδεολογίας. Τα εκπαιδευτικά εγχειρίδια αποτελούν τον καθρέφτη που απεικονίζει με ακρίβεια την εικόνα που η εκάστοτε άρχουσα τάξη φαντάζεται για τον εαυτό της και παραδίδει σαν αυτονόητη και φυσική στις νεανικές ηλικίες. Στις συνεργασίες που είχαμε κατά την περίοδο 1974 – 79, με τη συμμετοχή του Νίκου Πουλαντζά, καλύπταμε συμπληρωματικά τρεις ανάγκες: την αναφορά στον μαρξισμό, την ευρηματική προσέγγιση της πραγματικότητας και τη θεωρητική ακρίβεια και συνέπεια. Όταν στην Ελλάδα ο Γιάννης Ρίτσος χαρακτήρισε τα σοβιετικά τανκς που είχαν εισβάλει στην Πράγα τον Αύγουστο του 1968 σαν «χορευτές του σοσιαλισμού», αυτό το εισπράξαμε και οι τρεις μας ως πολλαπλή πολιτική και προσωπική προσβολή και αντιδράσαμε πάραυτα με κοινή καταγγελία στον ελληνικό Τύπο. Με παρόμοιο τρόπο, είχαμε και οι τρεις φθάσει να αποδίδουμε μεγαλύτερη σημασία στην κοινωνική Αριστερά από ό,τι στην κομματική και πολιτική έκφρασή της, η οποία σε κάθε περίπτωση παρέμενε στενότερη και οπωσδήποτε δογματικότερη.
Πηγή: Η Εποχή