Το άμεσο μήνυμα είναι περισσότερο πολιτικό παρά επιχειρησιακό. Η εντατικοποίηση της συνεργασίας των Αγγλοσαξόνων στους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης, του κυβερνοχώρου κ.ο.κ. αποτελεί ένα στοίχημα που θα ξεδιπλωθεί σε βάθος χρόνου. Η δε μεταφορά στην Αυστραλία της τεχνογνωσίας για την απόκτηση πυρηνοκίνητων, αλλά συμβατικά εξοπλισμένων με πυραύλους Tomahawk, υποβρυχίων, με άμεσο αντάλλαγμα το δικαίωμα ελλιμενισμού των αμερικανικών υποβρυχίων στα αυστραλιανά λιμάνια (όπως το απέκτησαν πέρσι στην Αρκτική συνάπτοντας αντίστοιχη συμφωνία με τη Νορβηγία), αποτελεί εγχείρημα το οποίο επίσης θα πάρει καιρό και σε κάθε περίπτωση έρχεται στο φόντο ενός ήδη αμείλικτου συσχετισμού: τα υποβρύχια της Κίνας είναι 74, των ΗΠΑ 69 και της Ρωσίας 59. Πραγματική ανατροπή στις στρατιωτικές ισορροπίες θα αποτελέσει μόνο η κατάκτηση και από τη Δύση της δυνατότητας ανάπτυξης υπερηχητικών βαλλιστικών πυραύλων απεριόριστους βεληνεκούς, σαν και αυτούς που παρουσίασε ο Βλαντίμιρ Πούτιν.
Το ότι η γαλλο-αυστραλιανή συμφωνία του 2016 για την κατασκευή 12 υποβρυχίων συμβατικής τεχνολογίας (επιπλέον των 6 που ήδη διαθέτει η Καμπέρα), έναντι 56 δισ. ευρώ, καρκινοβατούσε, λόγω καθυστερήσεων και ανατροπής του προϋπολογισμού, ήταν γνωστό. Όμως η ακύρωση της συμφωνίας, χάριν της αμερικανικής προσφοράς, οπωσδήποτε αφήνει πικρή γεύση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια αποτελούν επιθετικό όπλο, σε αντίθεση με τα συμβατικά τα οποία έχουν μικρότερη ακτίνα δράσης. Είναι προφανές ότι η στροφή της Αυστραλίας, η οποία θα επιφέρει μεγαλύτερες καθυστερήσεις και θα αυξήσει τα κόστη, προκειμένου να εξασφαλισθούν μόλις 8 υποβρύχια, με πλήρη εξάρτηση από τους προμηθευτές για την τροφοδοσία τους σε πυρηνικά καύσιμα, υπακούει αποκλειστικά και μόνο στη λογική μιας προετοιμασίας υπεράσπισης της Ταϊβάν από τον αγγλοσαξωνικό παράγοντα σε περίπτωση κινεζικής εισβολής.
Όμως, η σημασία των γεγονότων πηγαίνει βέβαια πολύ πιο πέρα από τις δυσαρέσκειες που γεννά η ακύρωση ενός συμβολαίου. Όπως το θέτουν σε κοινή ανακοίνωσή τους οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας της Γαλλίας, Ζαν-Ιβ Λεντριάν και Φλοράνς Παρλί, “η αμερικανική επιλογή του παραγκωνισμού ενός Ευρωπαίου συμμάχου και εταίρου, όπως η Γαλλία, από την οικοδόμηση μιας εταιρικής σχέσης με την Αυστραλία, σε καιρούς που αντιμετωπίζουμε πρωτοφανείς προκλήσεις στην περιοχή Ινδικού-Ειρηνικού… δείχνει μιαν έλλειψη συνέπειας την οποία η Γαλλία σημειώνει με λύπη”.
Κώστας Ράπτης