Πόσοι είναι οι εναπομείναντες εν ενεργεία μονάρχες στον κόσμο; Η απάντηση εξαρτάται από το αν θα μετρήσουμε σε αυτούς και τον Εμανουέλ Μακρόν…
Το ζήτημα δεν έχει να κάνει με το αν ο Γάλλος πρόεδρος ασκεί τα πολιτικά του καθήκοντα με τρόπο “μοναρχικό”, αλλά με ένα παράδοξο πολιτειακό κατάλοιπο: ο εκάστοτε αρχηγός του γαλλικού κράτους είναι ταυτόχρονα και ανώτατος άρχοντας, από κοινού με τον επίσκοπο του Urgell στην Καταλωνία, του ανεξάρτητου πριγκηπάτου της Ανδόρρας στα Πυρηναία Όρη. Ο τίτλος του Συμπρίγκηπα κληροδοτήθηκε από τους κόμητες του Foix, στους βασιλείς της Ναβάρρας και εκείθεν στους βασιλείς της Γαλλίας και κατόπιν στους μη γαλαζοαίματους ενοίκους των Ηλυσίων.
Η διαρχία στην κορυφή της εξουσίας ήταν στο παρελθόν περισσότερο συχνό φαινόμενο. Πλέον απαντάται μόνο στην Ανδόρρα και στην Eswatini (γνωστότερη ως Σουαζιλάνδη) της νότιας Αφρικής, όπου ο iNgwenyama μοιράζεται την βασιλική εξουσία με την Ndlovukati, δηλ. την μητέρα του, η οποία έχει περισσότερο τελετουργικά παρά διοικητικά καθήκοντα. Σε ρεπουμπλικανικό πλαίσιο, διαρχία επικρατεί και στο μικροσκοπικό Σαν Μαρίνο, όπου, κατά το σχήμα των Ρωμαίων υπάτων, συγκυβερνούν δύο Capitani reggenti, υποχρεωτικά προερχόμενοι από διαφορετικά κόμματα.
Η ονομασία και η ουσία
Οι τίτλοι και οι εξουσίες των μοναρχών στον σημερινό κόσμο διαφέρουν. Μπορεί να ονομάζονται Αυτοκράτορες, Βασιλείς, Πρίγκηπες (όπως στο Λίχτενσταϊν και το Μονακό), Μεγάλοι Δούκες (όπως στο Λουξεμβούργο) ή σε εξωευρωπαϊκό πλαίσιο Σουλτάνοι (στο Ομάν ή το Μπρουνέι), Εμίρηδες (στο Κατάρ και το Κουβέιτ) κ.ο.κ.
Ανά τους αιώνες κληρονομούνται σωρευτικά τίτλοι, οι οποίοι δεν έχουν κανένα πραγματικό αντίκρισμα εξουσίας στις μέρες μας. Για παράδειγμα ο Ισπανός μονάρχης αποκαλούνταν παραδοσιακά και βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, της Κύπρου, της Σαρδηνίας, δούκας των Αθηνών κ.ο.κ.
Αξίζει πάντως να θυμόμαστε πάντοτε ότι το πρότυπο της συνταγματικής κοινοβουλευτικής μοναρχίας, όπου ο αρχηγός του κράτους έχει συμβολική και μόνο εξουσία, καίτοι εξαπλώνεται διαρκώς (λ.χ. καθιερώθηκε στο Μπουτάν το 2008), δεν ισχύει παντού. Τα αραβικά κράτη του Περσικού Κόλπου παραμένουν απόλυτες μοναρχίες, διανθισμένα κάποτε για τους τύπους με αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, όπως συνέβη με το Κουβέιτ μετά την αμερικανική επέμβαση για την απελευθέρωσή του από τα στρατεύματα του Σαντάμ Χουσεΐν ή το Μπαχρέιν. Πρόκειται για καθεστώτα όπου ακόμη και οι θέσεις των υπουργών μοιράζονται μεταξύ των μελών της βασιλικής οικογένειας και όπου η νομιμοφροσύνη των γηγενών υπηκόων (ενίοτε πολύ λιγότερων από το πλήθος των μεταναστών εργαζομένων) εξασφαλίζεται από την πετρελαϊκή πρόσοδο.
Σε κάποιες περιπτώσεις (Μαρόκο, Ιορδανία, Λίχτενσταϊν, Μονακό) το πολίτευμα της ημι-συνταγματικής μοναρχίας δίνει ρητά στον μονάρχη εκτελεστικές εξουσίες. Μάλιστα στο Λίχτενσταϊν ο πρίγκηπας Χάνς-Άνταμ Β’ πέτυχε το 2003 να διευρύνει μέσω δημοψηφίσματος, παρά τις επικρίσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, το δικαίωμα βέτο που διαθέτει.
Αιρετοί μονάρχες
Η περίπτωση της Ανδόρρας μας υπενθυμίζει ότι η μοναρχία δεν είναι παντού και πάντα κληρονομική. Αιρετός μονάρχης, και μάλιστα απόλυτος, είναι και ο Πάπας της Ρώμης, ο οποίος ασκεί κοσμική εξουσία στο κράτος της Πόλης του Βατικανού. (Το διεθνές υποκείμενο, πάντως, το οποίο συνάπτει διπλωματικές σχέσεις με άλλα κράτη, δεν είναι το Βατικανό, αλλά η Αγία Έδρα, δηλ. η κορυφή της ανά τον κόσμο Καθολικής Εκκλησίας). Το ίδιο ισχύει και για τον Μεγάλο Μάγιστρο του κυρίαρχου Ιπποτικού Τάγματος της Μάλτας, το οποίο εξακολουθεί να αναγνωρίζεται από πολλά κράτη ως διεθνές υποκείμενο και να εκδίδει διαβατήρια, μολονότι δεν διαθέτει πια εδαφική επικράτεια, πέρα από δύο κτήρια στη Ρώμη, “εξωεδαφικά” προς την Ιταλία.
Η θεοκρατία, δηλ. η ανάληψη ισόβιας πολιτικής εξουσίας από θρησκευτικό ηγέτη δεν είναι αποκλειστικά χριστιανικό φαινόμενο. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Δαλάι Λάμα στο Θιβέτ, μέχρι την προσάρτησή του στην Κίνα το 1950, ενώ μιαν ιδιόμορφη, ακατάταχτη περίπτωση αποτελεί ο “Οδηγητής” της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, ο οποίος συμβιώνει με αιρετό Πρόεδρο της Δημοκρατίας και αντιπροσωπευτικούς θεσμούς.
Αιρετοί μονάρχες, αν και όχι αναδεικνυόμενοι με λαϊκή ψήφο, είναι επίσης οι επικεφαλής των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Μαλαισίας. Ο πρώτος εκλέγεται (και προέρχεται) από τους επτά κληρονομικούς “σεϊχηδες” των συνιστωσών του ομόσπονδου κράτους και ο δεύτερος αναδεικνύεται με πενταετή θητεία εκ περιτροπής από τους εννέα μονάρχες των μαλαισιανών κρατιδίων και λαμβάνει τον τίτλο του Yang di-Pertuan Agong. Σε όλη την ιστορία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, πάντως, την προεδρία ασκούσε ο μονάρχης του Άμπου Ντάμπι και την πρωθυπουργία ο μονάρχης του Ντουμπάι, δεύτερου μεγαλύτερου εμιράτου.
Στη Σαμόα, χωρίς αυτό να έχει αποτυπωθεί συνταγματικά, αρχηγός του κράτους αναδεικνύεται ένας από τους τέσσερις βασιλείς των νήσων.
Βασιλιάδες χωρίς ανεξαρτησία
Συνηθίζουμε να ταυτίζουμε την μοναρχία με την άσκηση της εξουσίας επί κυρίαρχου κράτους, αλλά αυτό δεν ισχύει. Σε πολλές περιοχές του κόσμου, ιδίως στον πλανητικό Νότο, εξακολουθούν να υπάρχουν μονάρχες, με εξουσίες από καθαρά τελετουργικές έως περισσότερο ουσιαστικές, σε “υπο-εθνικές” οντότητες, που υπάγονται στην δικαιοδοσία ενός ευρύτερου ανεξάρτητου κράτους. Πρόκειται για παραδοσιακούς ηγεμόνες φυλών ή επικρατειών σε χώρες όπως λ.χ. η Νιγηρία, η Γκάνα, η Ουγκάντα, η Μποτσουάνα και η Ινδονησία.
Με διαρρυθμίσεις τέτοιου είδους έχει συμβιβαστεί ακόμη και η άκρως ρεπουμπλικανική Γαλλία, καθώς στην υπερπόντια επικράτεια Wallis et Futuna του Ειρηνικού Ωκεανού, οι τρεις παραδοσιακοί βασιλείς διατηρούν θεσμικό ρόλο, συμμετέχοντας ex officio στο τοπικό συμβούλιο.
Παρόμοια κατάσταση επικρατούσε και στην ινδική υποήπειρο κατά την βρετανική αποικιακή κυριαρχία, οπότε 565 μικρά και μεγάλα, κατ’ όνομα κυρίαρχα “πριγκηπικά κράτη” (εκ των οποίων 21 με πλήρως συγκροτημένες κυβερνήσεις) δήλωναν την υποτέλειά τους στον Αυτοκράτορα της Ινδίας, δηλ. τον Βρετανό μονάρχη και συνεργάζονταν με τον Αντιβασιλέα του στο Δελχί. Η σχέση αυτή αποτυπώθηκε και στις μεγαλοπρεπείς τελετές αυτοκρατορικής στέψης (Delhi Durbar) που διοργανώθηκαν το 1877, το 1903 και το 1911. Με το τέλος της αποικιακής κυριαρχίας τα “πριγκηπικά κράτη”, που ιεραρχούνταν με περίπλοκους κανόνες απόδοσης τιμών στον ηγεμόνα τους, ενσωματώθηκαν στην Ινδία ή το Πακιστάν και οι διάφοροι μαχαράτζα, ράτζα, νιζάμ, εμίρ, ναουάμπ κτλ. βγήκαν στη σύνταξη. Η απόφαση του Ινδουιστή μαχαράτζα του εν πολλοίς μουσουλμανικού Κασμίρ να ενώσει το κρατίδιό του με τη νεοσύστατη Ινδία, υπήρξε αιτία του πρώτου ινδο-πακιστανικού πολέμου και πηγή μιας οδυνηρής γεωπολιτικής εκκρεμότητας που παραμένει μέχρι σήμερα. Στο Σίκιμ των Ιμαλαΐων η ανατροπή του μονάρχη το 1975 ταυτίσθηκε με την μετατροπή σε ινδική ομόσπονδη πολιτεία.
Με την έξοδο των Βρετανών από την ινδική υποήπειρο το 1947 εξέλιπε και ο τίτλος του Αυτοκράτορα των Ινδιών. Στις μέρες μας ο μόνος εναπομείνας Αυτοκράτορας είναι αυτός της Ιαπωνίας, εφόσον η μοναρχία ανατράπηκε στην Αιθιοπία το 1974 και στο Ιράν το 1979.
Μοναρχία που μοιράζεται στα τρία (και παραπάνω)
Οι πολίτες της Ανδόρρας δεν είναι οι μόνοι που έχουν για αρχηγό του κράτους τους κάποιον που δεν είναι καν συμπολίτης τους. Ο κατά κόσμον Κάρολος Μάουντμπατεν-Ουίνδσορ είναι ανώτατος άρχοντας όχι μόνο του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά ταυτοχρόνως και άλλων 14 ανεξάρτητων κρατών (Commonwealth Realms), στα οποία εκπροσωπείται από Γενικό Κυβερνήτη. Η σχέση αυτή, συμβολική υπενθύμιση της αλλοτινής υπερπόντιας εξάπλωσης της βρετανικής κυριαρχίας, δεν είναι πάντοτε ευπρόσδεκτη από τους ενδιαφερόμενους λαούς. Είναι πολλές οι χώρες (λ.χ. η Ιρλανδία το 1937, το Πακιστάν το 1956, η Νότιος Αφρική το 1961, η Κένυα το 1963, η Μάλτα το 1974, μέχρι τα Μπαρμπέιντος το 2021) που μετατράπηκαν σε αβασίλευτες δημοκρατίες και έπαψαν να αποτελούν Commonwealth Realms, παραμένοντας ωστόσο στο ευρύτερο συλλογικό σχήμα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Η ζύμωση για αποτίναξη της μοναρχίας διατηρείται πάντοτε ζωηρή στην περίπτωση της Αυστραλίας.
Το βρετανικό παράδειγμα υπενθυμίζει πόσο συχνός ήταν κάποτε ο θεσμός της “προσωπικής ένωσης”, δηλ. της ανάληψης της μοναρχικής εξουσίας από το ίδιο πρόσωπο σε διαφορετικά κράτη. Τέτοια λ.χ. ήταν η περίπτωση της Νορβηγίας και της Σουηδίας από το 1815 μέχρι το 1905. Οι “προσωπικές ενώσεις” συνήθως κατέληγαν σε συγχώνευση των κρατών (λ.χ. Πολωνία-Λιθουανία, Βραδεμβούργο-Πρωσία, Αγγλία-Σκωτία) ή διαλύονταν όταν εφαρμόζονταν διαφορετικοί κανόνες διαδοχής (π.χ αποκλεισμός των γυναικών από τον θρόνο) όπως συνέβη μεταξύ Βρετανίας και Αννοβέρου το 1837 και Ολλανδίας-Λουξεμβούργου το 1890.
Οι κανόνες διαδοχής
Η αλλαγή των κανόνων διαδοχής, με εφαρμογή της αρχής της απόλυτης πρωτοτοκίας, αποτελεί τον τελευταίο συρμό των ευρωπαϊκών μοναρχιών, συμβολίζοντας την ισότητα των φύλων. Πρώτη υιοθέτησε το νέο σύστημα η Σουηδία το 1980 και ακολούθησαν η Ολλανδία το 1983, η Νορβηγία το 1990, το Βέλγιο το 1991, η Δανία το 2009, το Λουξεμβούργο το 2011 και το Ηνωμένο Βασίλειο το 2013. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις η διαδοχή συνδέεται και με την προσχώρηση σε συγκεκριμένο θρησκευτικό δόγμα. Στην Βρετανία, όπου ο μονάρχης αποτελεί την κεφαλή της Εκκλησίας της Αγγλίας, οι Ρωμαιοκαθολικοί αποκλείονται από τον θρόνο (όχι όμως, μετά τη μεταρρύθμιση του 2013, και όσοι έχουν συνάψει γάμο με Ρωμαιοκαθολικούς).
Στον ισλαμικό κόσμο τα πράγματα είναι περισσότερο περίπλοκα, καθώς η εξουσία συχνά μεταβαίνει προς τον αρχαιότερο άρρενα της βασιλικής οικογένειας και όχι από πατέρα σε γιο. Αυτό σημαίνει λ.χ. ότι στην Σαουδική Αραβία, όπου την διαδοχή ρυθμίζει το συμβούλιο των 35 υιών του Ιμπν Σαούντ (ή των απογόνων τους), κάθε βασιλιάς από το 1950 και εξής ήταν αδελφός του προηγουμένου. Το πέρασμα στη γενιά των εγγονών του ιδρυτή του κράτους δημιουργούσε μεγάλα ανοικτά ερωτήματα, τα οποία ο νυν βασιλέας Σαλμάν επέλυσε επιβάλλοντας ως διάδοχο τον μικρότερο υιό του Μοχάμεντ. Στην Ιορδανία εναπόκειται στον μονάρχη να επιλέξει ελεύθερα τον διάδοχό του, όπως έπραξε λίγο πριν τον θάνατό του ο βασιλιάς Χουσεΐν, παρακάμπτοντας τον αδελφό του Χασάν, υπέρ του υιού του Μοχάμεντ. Στο Κουβέιτ η διαδοχή εναλλάσσεται μεταξύ των δύο κλάδων της δυναστείας.
Είδος προς εξαφάνιση
Η μείωση του αριθμού των μοναρχιών ανά τον κόσμο είναι διαρκής. Πριν από τα Μπαρμπέιντος, σε πολιτειακή αλλαγή προχώρησε το Νεπάλ το 2008, με την καθαίρεση του βασιλιά Γκιανέντρα.
Εξαιρέσεις αποτελούν η Ισπανία, όπου ο Φράνκο με εμφύλιο πόλεμο κατέλυσε την Δεύτερη Δημοκρατία (1931-1939) και όρισε ως διάδοχό του τον Χουάν Κάρλος των Βουρβώνων, καθώς και η Καμπότζη το 1993, όταν ανήλθε στον θρόνο ο πρίγκηπας Νοροντόμ Σιχανούκ, μέχρι τότε επικεφαλής της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης της σπαρασσόμενης χώρας.
Στην ευρωπαϊκή ήπειρο οι μεγάλες αλλαγές του πολιτειακού χάρτη σημαδεύτηκαν από τους δύο παγκοσμίους πολέμους. Ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα μόνες αβασίλευτες κρατικές οντότητες στην Γηραιά Ήπειρο ήταν η Γαλλία, η Ελβετία και το Σαν Μαρίνο, η κατάσταση αντιστράφηκε με την ήττα του Δεύτερου Ράιχ, την διάλυση της Αυστρο-Ουγγαρίας ακι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την Φεβρουαριανή Επανάσταση στη Ρωσία και κατόπιν με τη δημιουργία του “ανατολικού μπλοκ” και την έξωση του Οίκου της Σαβοΐας από την Ιταλία, λόγω της συνεργασίας τους με τον φασισμό.
Προέκυψε έτσι ένας μεγάλος αριθμός εκπτώτων με ποικίλες διαδρομές. Άλλοι εμπλέκονται σε δικαστικούς αγώνες για τη διεκδίκηση περιουσιών (όπως οι Χόεντσολλερν που διεκδικούν και έργα τέχνης από το γερμανικό κράτος), άλλοι στρέφονται στην πολιτική (όπως ο Όττο των Αψβούργων που έγινε ευρωβουλευτής ή ο Συμεών Σαξ-Κόμπουργκ-Γκότα που έγινε πρωθυπουργός της πατρίδας του Βουλγαρίας) και οι περισσότεροι απασχολούν τις κοσμικές στήλες.
Δυναστείες που έχουν ανατραπεί πριν από πολλά χρόνια, εμπλέκονται σε διαμάχες με ανταγωνιστές συγγενείς, όπως ο “Λουδοβίκος ο 20ός” των Βουρβώνων με τον ορλεανιστή Ζαν, “κόμητα των Παρισίων”. Στην περίπτωση των Ρομανόφ, μετά την εκτέλεση από τους μπολσεβίκους 18 μελών της οικογενείας, η διαδοχή στην ηγεσία του εκθρονισμένου αυτοκρατορικού Οίκου κατέστη εξαιρετικά περίπλοκη. Από το 1991 και μετά, η “Μεγάλη Δούκισσα” Μαρία Βλαντιμίροβνα ερίζει με τους απογόνους των άλλων τριών κλάδων, που προκύπτουν από τους γιους του Νικολάου Α’.
Στην Ιταλία, ο γιός του τελευταίου βασιλιά Ουμβέρτου, Βιτόριο Εμμανουέλε, “πρίγκηπας της Νάπολης”, βρέθηκε κατά τη γαμήλια δεξίωση του Φελίπε της Ισπανίας να λύνει με γρονθοκοπήματα τις διαφορές του με τον ξάδελφό του Αμεδαίο της Αόστης. Μεταπολεμικά, η Ιταλία απαγόρευε την είσοδο στο έδαφός της των αρρένων γόνων του Οίκου της Σαβοΐας, αλλά ο περιορισμός ήρθη επί κυβερνήσεως Μπερλουσκόνι. Αυτό δεν απέτρεψε την καταδίκη του Βιτόριο Εμμανουέλε (ο οποίος βαρυνόταν ήδη με φόνο “εξ αμελείας”) για μαστροπεία και διαφθορά. Πάντως, τόσο ο ίδιος όσο και ο γιός του Εμμανουέλε Φιλιμπέρτο, αγαπημένος των ταμπλόιντ, έχουν διεκδικήσει από το ιταλικό κράτος αποζημιώσεις για την περίοδο της εξορίας τους, ακόμη και την επιστροφή στην οικογένειά τους του Κυρηναλίου Μεγάρου.
Τα σκάνδαλα δεν αποτελούν βέβαια προνόμιο μόνο των έκπτωτων εστεμμένων, αλλά στην περίπτωση των εν ενεργεία συχνά συγκαλύπτονται. Εκτός και αν αυτό δεν είναι πλέον εφικτό, όπως συνέβη με τον Χουάν Κάρλος της Ισπανίας, ο οποίος παραιτήθηκε υπό το βάρος των αποκαλύψεων για τις οικονομικές του δραστηριότητες και τις εξωσυζυγικές του σχέσεις.
Κώστας Ράπτης