Η φορολογική πολιτική, ως αναπόσπαστο μέρος της δημοσιονομικής πολιτικής, ανήκει στη δεοντολογική πλευρά της οικονομικής θεωρίας. Πρόκειται για το τμήμα της οικονομικής θεωρίας που ευθέως ασχολείται με την κατανομή του εισοδήματος και, εμμέσως αλλά σαφώς, και με τη μεγέθυνση του οικονομικού προϊόντος. Από τη στιγμή που ομιλούμε για φορολογική πολιτική, όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι το εγχείρημα μιας αντικειμενικής προσέγγισης του θέματος σε μια μικτή καπιταλιστική οικονομία, με δεδομένη την υπάρχουσα άνιση εισοδηματική διαστρωμάτωση, δεν υφίσταται.
Επομένως οι αποφάσεις για τη φορολογική πολιτική συνδέονται, κατά γενική θεώρηση, με την πολιτική φιλοσοφία που εκπροσωπεί κάθε κόμμα που αναλαμβάνει κυβερνητικές ευθύνες, πάντοτε με βάση το κριτήριο της αύξησης της κοινωνικής ευημερίας, η οποία μεταφράζεται, στην οικονομική πολιτική, σε αποτελεσματική αύξηση της οικονομικής μεγέθυνσης / ανάπτυξης με τρόπο δίκαιο. Οι πολιτικές αποφάσεις συνεπάγονται συνυπολογισμό τόσο της δικαιοσύνης (διανομής) όσο και της οικονομικής αποτελεσματικότητας. Κινούνται εντός ενός ανύσματος τα όρια του οποίου ορίζονται από τις ακραίες αντιλήψεις της (ανα)διανομής και της οικονομικής αποτελεσματικότητας.
Εκτός από τη γενική θεώρηση, οι αποφάσεις για τη φορολογική πολιτική θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις ιδιαιτερότητες και της ιδιομορφίες της οικονομίας και θα πρέπει να προσαρμόζονται σε αυτές με τρόπο που να διευκολύνουν το βέλτιστο μείγμα φόρων. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, μεγάλο μέρος των εισοδημάτων ακινητοποιούνται στον τομέα των κατοικιών, με αποτέλεσμα άλλοι τομείς να στερούνται χρήσιμους πόρους, ή υπάρχει μεγάλος αριθμός μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολουμένων, για τους οποίους απαιτείται ειδική συμπεριφορά.
Η απάντηση στο ερώτημα ποιο είναι το βέλτιστο μείγμα φόρων δεν είναι εύκολη. Και σε πάρα πολλές περιπτώσεις υπάρχουν περισσότεροι του ενός συνδυασμοί που θα έχουν συγκρίσιμα αποτελέσματα. Η εκάστοτε κυβέρνηση πρέπει να θέσει τους στόχους αναδιανομής και, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά της φορολογικής βάσης και τις δυνατότητες της φορολογικής διοίκησης, να επιλέξει το κατάλληλο μείγμα πολιτικής.
Σαφέστατα η φορολόγηση των εισοδημάτων πρέπει να είναι προοδευτική και να επιτρέπει την αναδιανεμητική πολιτική. Από την οικονομική θεωρία αλλά και από την εμπειρία φαίνεται ότι η έντονη ανισοκατανομή του εισοδήματος όχι μόνο θίγει την κοινωνική συνοχή αλλά αδυνατίζει και την οικονομική αποτελεσματικότητα.
Σημαντικότατο ζήτημα αποτελεί η σχέση άμεσων και έμμεσων φόρων, αλλά και μεταξύ της φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, καθώς και όλη η συζήτηση περί βέλτιστης φορολόγησης, ανώτατου οριακού συντελεστή και προοδευτικότητας των φορολογικών συντελεστών.
Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει από τον ρόλο της φορολογίας ως βασικής πηγής δημοσίων εσόδων, κάτι που γίνεται πιο εύκολα αντιληπτό, είναι η αποδοχή της ως βασικού μηχανισμού αναδιανομής στις σημαντικές ατέλειες της αγοράς. Το φορολογικό σύστημα οφείλει να είναι σχεδιασμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα άτομα να μπορούν να εξακριβώνουν τι πληρώνουν και πώς και που δαπανώνται αυτά τα έσοδα. Οι υπηρεσίες που προσφέρονται με τη χρήση αυτών των πόρων πρέπει να ευρίσκονται σε υψηλό επίπεδο ανταπόδοσης τόσο ποσοτικά όσο και (κυρίως) ποιοτικά.
Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο