Επειδή τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, όπως λέει ο λαός μας, θα αφήσουμε στην άκρη τα όσα λέγονται για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας από τους αρμόδιους και θα επιχειρήσουμε, κυρίως μέσω των στατιστικών στοιχείων, να αναδείξουμε την κατάσταση στην οποία βρίσκονται σήμερα τα νοικοκυριά και οι εργαζόμενοι στη χώρα μας αλλά και συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.
Στο Γράφημα 1 που παραθέτουμε αναφέρεται η εξέλιξη του ωριαίου μισθολογικού κόστους σε ολόκληρη την οικονομία το δεύτερο τρίμηνο του 2022. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στοιχεία, η Ελλάδα είναι τελευταία, και με διαφορά, στην αύξηση του μισθολογικού κόστους στις 27 χώρες της Ε.Ε. Αύξηση 0,2%, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. των 27 είναι 4,4%.
Σε μελέτη1 που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2022 υποστηρίζεται ότι η επιβάρυνση του κόστους ζωής των Ευρωπαίων πολιτών λόγω της αύξησης των τιμών της ενέργειας από το τέλος του προηγουμένου έτους ανέρχεται, κατά μέσο όρο, σε 7%. Σύμφωνα με τη μελέτη, υπάρχουν ευρείες διαφορές του κόστους που καλούνται να καταβάλλουν οι πολίτες των χωρών της Ε.Ε. Αυτές οφείλονται στους διαφορετικούς θεσμικούς κανόνες που διέπουν κάθε χώρα της Ε.Ε., στη δομή της οικονομίας και στις πολιτικές αντιμετώπισης που ασκούν οι κυβερνήσεις.
Επίσης, σημειώνεται στη μελέτη ότι το κόστος είναι διαφορετικό για τα υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια των νοικοκυριών από τα αντίστοιχα χαμηλά. Παρουσιάζονται επίσης οι εκτιμήσεις για το βάρος του αυξημένου κόστους ζωής λόγω της αύξησης των τιμών ενέργειας στο υψηλότερο εισοδηματικό κλιμάκιο του 20% και στο αντίστοιχο χαμηλότερο επίσης του 20%. Η μεγαλύτερη επιβάρυνση του κόστους ζωής εμφανίζεται στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια. Η μεγαλύτερη διαφορά στην επιβάρυνση μεταξύ υψηλοτέρων και χαμηλότερων εισοδηματικών κλιμακίων παρατηρείται στην Εσθονία (διαφορά επιβάρυνσης περίπου 11%) και στη Βρετανία (διαφορά 9%). Στην Ελλάδα η διαφορά της επιβάρυνσης (5,5%) βρίσκεται στην πέμπτη θέση, μετά την Ιταλία και το Βέλγιο, μαζί με την Ολλανδία. Ακόμα μία παρατήρηση που μπορεί να γίνει είναι ότι η γενική επιβάρυνση του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση, πολύ υψηλότερα από τον υπολογιζόμενο μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση της Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (Purchasing power adjusted GDP per capita) ήταν στο 64,6% της Ε.Ε. των 27 το 2021 (προτελευταία θέση, ήτοι 26η, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία), από 95,3% το 2009 (14η θέση) και 68,81% (24η θέση). Σημειώνω ότι: Μονάδα αγοραστικής δύναμης είναι ένα τεχνητό κοινό νόμισμα στο οποίο τα συγκεντρωτικά μεγέθη των εθνικών λογαριασμών (π.χ., συγκεντρωτική κατανάλωση, συγκεντρωτικές επενδύσεις, κατά κεφαλήν ΑΕΠ) εκφράζονται όταν προσαρμόζονται σύμφωνα με τις διαφορές του επιπέδου τιμών με τη χρήση των ΙΑΔ. Κατ’ αυτό τον τρόπο επιτρέπεται η συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων.
Το κατρακύλισμα στην προτελευταία θέση το 2021 οφείλεται στη μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης της Ελλάδας, σαφέστατα λόγω των μνημονιακών πολιτικών που εφαρμόστηκαν στην ελληνική οικονομία, της μεγάλης διάρκειάς τους και το λανθασμένο μείγμα οικονομικών μέτρων, αλλά και στη συνεχή άνοδο του αναφερόμενου μεγέθους των υπολοίπων χωρών που βρίσκονταν χαμηλότερα στην κατάταξη. Παράλληλα, η απόσταση από τις υπόλοιπες χώρες που βρίσκονταν στις υψηλότερες θέσεις αυξήθηκε ακόμη περισσότερο. Αναφέρω ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης στην Ε.Ε. των27 είναι 32.300 και στην Ευρωζώνη αντίστοιχα 33.900 για το 2021.
Παρά την άνοδο του ονομαστικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών το πρώτο τρίμηνο του του 2022 κατά 3,7% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021, οι πληθωριστικές πιέσεις επηρέασαν αρνητικά την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Από το πρώτο τρίμηνο του 2022 ο ρυθμός μεταβολής του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών πέρασε σε αρνητικό έδαφος (-2,8% σε ετήσια βάση). Το δεύτερο τρίμηνο του 2022, παρά τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης προς άμβλυνση των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης, η ενίσχυση της απασχόλησης και η αύξηση του κατώτατου μισθού αναμένεται να έχουν θετική επίδραση στο ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Ωστόσο, είναι σχεδόν βέβαιο (δεν έχουμε ακόμη τα στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ) ότι η όποια ονομαστική αύξηση να δεν μπορεί να υπερβεί το ύψος του πληθωρισμού (11,6% σε ετήσια βάση), με αποτέλεσμα ο ρυθμός μεταβολής του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών να παραμένει σε αρνητικό έδαφος για δεύτερο τρίμηνο στη σειρά και μάλιστα αυξημένο σε σχέση με το πρώτο.
Επίσης, η αύξηση του ονομαστικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών το 2021 σε σχέση με το 2020 ήταν 5,8%. Όμως η αύξηση του ονομαστικού διαθέσιμου εισοδήματος από εξαρτημένη εργασία ήταν μόνο κατά 1,78% την ίδια περίοδο. Με απλά λόγια, το ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών το 2021 στηρίχθηκε χάρη στην προσωρινή επιδοματική πολιτική, η οποία όταν θα αποσυρθεί, θα αποκαλύψει την πραγματική κατάσταση του ονομαστικού διαθέσιμου εισοδήματος της εξαρτημένης εργασίας.
1 Anil Ari, Nicolas Arregui, Simon Black, Oya Celasun, Dora Iakova, Aiko Mineshima, Victor Mylonas, Ian Parry, Iulia Teodoru, and Karlygash Zhunussova, «Surging energy prices in europe in the aftermath of the war: How to support the vulnerable and speed up the transition away from fossil fuels», IMF Working Paper, July 2022.
* Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο