Οταν τελειώσει η εκλογική διαδικασία, η νέα κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με την πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας σε ένα σχεδόν νέο, θα έλεγα, περιβάλλον όσον αφορά το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να κινηθεί αλλά και την απουσία όλων εκείνων των παραγόντων που έδωσαν στην προηγούμενη κυβέρνηση τη δυνατότητα να ελιχθεί κάτω από έκτακτες συνθήκες. Παράλληλα, θα βρεθεί εκ νέου αντιμέτωπη με προβλήματα που ενυπήρχαν και την προηγούμενη τετραετία, όπως οι ανισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία, το ότι δεν υπάρχει καθαρός διάδρομος για την ενυπάρχουσα και ακόμη ζώσα ενεργειακή κρίση, την άνοδο των επιτοκίων ως μέσο μείωσης του πληθωρισμού και, τέλος, τις ανησυχίες για τις γεωπολιτικές εξελίξεις τόσο σε πλανητικό επίπεδο (διαμάχη ΗΠΑ-Κίνας) όσο και σε περιφερειακό (πόλεμος στην Ουκρανία) και τοπικό (σχέσεις με την Τουρκία, αναταραχές και πιθανές αναφλέξεις στο Κόσοβο και γενικά στην περιοχή των Βαλκανίων).
Η επαναφορά στην κανονικότητα του ευρωπαϊκού πλαισίου σημαίνει την αναίρεση της ρήτρας διαφυγής, η οποία λειτούργησε τα τρία προηγούμενα χρόνια (πανδημίας και ενεργειακής κρίσης) και έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να προβεί σε μια τεράστια επεκτατική δημοσιονομική επέκταση (περίπου 58 δισ. ευρώ), ανεξαρτήτως αν αυτό πραγματοποιήθηκε με τον πρέποντα και αποτελεσματικότερο τρόπο, εκτοξεύοντας τις πρωτογενείς δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης, από 45,1% το 2019, σε 57,1% το 2020, σε 55,2% το 2021 και σε 50,1% το 2022. Η δυνατότητα συνέχισης αυτής της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής θα εκλείψει τη νέα τετραετία. Άλλωστε, και οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μιλούν για ανώτατο ρυθμό μεγέθυνσης το 2,6% στις δημόσιες δαπάνες.
Ακόμη ένα πρόβλημα, όσο και να φαίνεται περίεργο, είναι η αναμενόμενη μείωση του πληθωρισμού. Είναι γνωστό ότι ο πληθωρισμός συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, παρά τις αρνητικές συνέπειες σε άλλα μακροοικονομικά μεγέθη και κυρίως στην αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, όπως έγινε στην Ελλάδα, αλλά και στις επενδύσεις, οι οποίες, παρά την αύξησή τους, ήταν κάτω από τον στόχο του προϋπολογισμού του 2022.
Ο υψηλός πληθωρισμός βοήθησε τα μέγιστα στη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών το 2022, με αποτέλεσμα την εμφάνιση πενιχρού (0,1% του ΑΕΠ), αλλά θετικού πρωτογενούς πλεονάσματος. Οι προβλέψεις για το 2022 που είχαν περιληφθεί στον προϋπολογισμό του 2023 ήταν για πρωτογενές έλλειμμα -1,6%. Η συμβολή του πληθωρισμού (9,6%) συνέβαλε να αυξηθεί το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές κατά 15,5% και να ανέλθει σε 208,03 δισ. ευρώ και κατά συνέπεια να δώσει τεράστια ώθηση στα κρατικά έσοδα, με δεδομένο ότι οι φορολογικοί συντελεστές, πρωτίστως αυτοί που αφορούν την κατανάλωση, παρέμειναν όχι μόνο σταθεροί, αλλά και από τους υψηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κυρίως αυτοί που αυξήθηκαν το 2022 είναι οι έμμεσοι φόροι, που απέφεραν στον κρατικό προϋπολογισμό έσοδα της τάξης των 33,2 δισ. ευρώ, έναντι 28,1 δισ. ευρώ το 2021. Δηλαδή, μέσα σε μόλις ένα έτος τα έσοδα αυξήθηκαν κατά 5 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα η αναλογία των έμμεσων φόρων ως προς τα συνολικά φορολογικά έσοδα να ξεπεράσει το 60%, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά τα τελευταία τουλάχιστον είκοσι χρόνια.
Ειδικά ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ είναι μεταξύ των τριών υψηλότερων στην Ευρώπη, καθώς μόνο χώρες του Βορρά -με διαφορετική φιλοσοφία όσον αφορά τους φόρους και το κοινωνικό κράτος- εφαρμόζουν υψηλότερους συντελεστές (Δανία, Νορβηγία Σουηδία). Δηλαδή τα αυξημένα έσοδα προήλθαν κυρίως από τους εμμέσους φόρους, που επιβαρύνουν οριζοντίως όλες τις κοινωνικές κατηγορίες, συνιστούν όμως μέγιστη επιβάρυνση για τις μεσαίες και χαμηλές εισοδηματικές ομάδες του πληθυσμού.
Το πρόβλημα που προκύπτει για το 2023 είναι, ceteris paribus, ότι ο πληθωρισμός αναμένεται να είναι αρκετά μικρότερος, γύρω στο 4,5%, δηλαδή σχεδόν στο ήμισυ του αντίστοιχου του 2022, γεγονός που θα συμβάλλει στη μείωση των κρατικών εσόδων. Προκειμένου να επιτύχει η κυβέρνηση τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος +0,7% για το 2023, μειώνει αποφασιστικά τις επιδοτήσεις στα 4,2 δισ. ευρώ (23,1 δισ. ευρώ το 2020, 16,9 δισ. ευρώ το 2021, 9,2 δισ. ευρώ το 2022).
Τι συνέπειες θα έχει αυτό για την οικονομία; Προφανώς αυτό που αντανακλάται στη δραστικά μειωμένη μεγέθυνση του ΑΕΠ για το 2023: περίπου 2%, έναντι 5,9% το 2022 και 8,4% το 2021. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι τα συνολικά τα 58 δισ. ευρώ επιδοτήσεων συνέβαλαν αποφασιστικά στη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας, βεβαίως Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτρεπούσης, λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης. Ένα ερώτημα που προκύπτει είναι πώς θα κινηθεί η ελληνική οικονομία χωρίς τον βραχυπρόθεσμα εύκολο τρόπο των επιδοτήσεων. Η συστολή της δημοσιονομικής πολιτικής καταρχήν φαίνεται διά γυμνού οφθαλμού, στο μέτρο που την αφορά, στις εκτιμήσεις για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ το 2023, αλλά και το 2024. Το πρόβλημα είναι ότι και η νομισματική πολιτική βρίσκεται σε περιοριστική φάση.
Δεν είμαι σίγουρος ότι μόνο οι εισροές πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης μπορούν να διασώσουν την κατάσταση. Η άρση του πέπλου της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης πιθανόν να κρύβει εκπλήξεις.
* Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο