Macro

Κώστας Μελάς: Αν η Ευρώπη θέλει να έχει μέλλον, πρέπει να χρησιμοποιήσει τον πλούτο της για να ενισχύσει τα θεμέλιά της

Δυστυχώς τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα οξύνονται στην ΕΕ, και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες καταστάσεις στην Γερμανία και Γαλλία.
 
Σε ένα working paper[1] που δημοσίευσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μας υπενθυμίζει ένα απλό γεγονός που είναι ξεκάθαρο σε όποιον συνηθίζει να αναφέρεται στις παροιμίες: η δύναμη βρίσκεται εν τη ενώσει. Αυτή την γνωστή σε όλους λαϊκή ρήση χρησιμοποιούν οι συγγραφείς του συγκεκριμένου paper για να υπενθυμίσουν ότι μια συντονισμένη προσέγγιση των βιομηχανικών πολιτικών, που σήμερα διαιρείται μεταξύ μεμονωμένων κρατικών ενισχύσεων, οι οποίες εν τω μεταξύ συνεχώς αυξάνονται, θα είχε πολλά πιο ενδιαφέρουσες επιπτώσεις στη φυσιογνωμία της ευρωπαϊκής οικονομίας.
 
Αυτό σημαίνει ότι μια βιομηχανική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα είχε πολύ πιο ευεργετικά αποτελέσματα από τις μεμονωμένες, ανά χώρα, βιομηχανικές πολιτικές. Και αν χρειάζονταν αποδείξεις, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε πώς η κοινή εμπορική πολιτική, που μέχρι στιγμής είναι η μόνη που έχει καταφέρει η ΕΕ, επέτρεψε το 60% των διεθνών εμπορικών συναλλαγών της να πραγματοποιείται μεταξύ των χωρών – μελών. Πρόκειται για ένα γεγονός που, σε έναν κόσμο που ονειρεύεται όλο και περισσότερο να αποπαγκοσμιοποιηθεί και να περιφερειοποιηθεί, αρχικά τουλάχιστον, θα πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε σοβαρά.
 
Ας το πούμε διαφορετικά. Η Ευρώπη εμπορεύεται περισσότερο από το 60% του εμπορίου της στο εσωτερικό της. Μιλάμε για μια περιοχή στην οποία οι αρχηγεσίες της εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι η οικονομική της ευημερία βασίζεται στις εξαγωγές, και εις βάρος της εσωτερικής ζήτησης, η οποία τιθασεύτηκε με πολιτική συγκράτησης των μισθών και του εργασιακού κόστους προκειμένου να διαφυλαχθεί η ανταγωνιστικότητας των τιμών των προϊόντων.
 
Αυτός ο κόσμος φαίνεται πίσω μας σήμερα. Αν η Ευρώπη θέλει να έχει μέλλον, πρέπει να χρησιμοποιήσει τον πλούτο της για να ενισχύσει τα θεμέλιά της, τα οποία δεν μπορούν πλέον να είναι μόνο εκείνα που επιτρέπουν τις εξαγωγές, οι οποίες επίσης απειλούνται από διάφορες αντίξοες οικονομικές συνθήκες, αλλά πρέπει να βρουν τους πόρους που χρειάζονται μέσα τους. Δεν στερείται πόρων η ΕΕ . Φθάνει να σκεφτούμε τη μεγάλη ροή κεφαλαίων από την Ευρώπη προς ξένους προορισμούς για τη χρηματοδότηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων άλλων[2].
 
Μια κοινή βιομηχανική πολιτική που ενισχύει ορισμένους στρατηγικούς τομείς δεν είναι τίποτα λιγότερο από απαραίτητη για την επανεκκίνηση του δυναμισμού της περιοχής, και επομένως και της ικανότητάς της να εκφράζει την εσωτερική ζήτηση που αντισταθμίζει τις αβεβαιότητες που εμφανίζονται στο μέτωπο των εξαγωγών. «Η εστίαση στην αντιμετώπιση αστοχιών της αγοράς, για παράδειγμα με την προώθηση της καινοτομίας σε τομείς με διάχυση γνώσης (σκέψου τεχνική νοημοσύνη ) ή επιτρέποντας την περιφερειακή ομαδοποίηση (σκεφτείτε τη Silicon Valley), μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητα και τα εισοδήματα», αναφέρεται στο συγκεκριμένο paper του ΔΝΤ.
 
Οι εθνικές βιομηχανικές πολιτικές, στο υφιστάμενο πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας της ΕΕ, είναι μια χαμένη στρατηγική για την πλειονότητα των χωρών της. Μόνο ένα διαφορετικό σχέδιο ολοκλήρωσης θα μπορούσε να φέρει νέα οφέλη.
 
Ωραία ακούγονται όλα αυτά και ειδικά όταν αναφέρονται από τους οικονομολόγους του ΔΝΤ. Όλες αυτές οι προτάσεις έχουν προφανώς έναν αφαιρετικό χαρακτήρα αγνοώντας προκλητικά να λάβουν υπόψη τους την πραγματική κατάσταση που επικρατεί στην ΕΕ. Ξεχνούν ότι η ΕΕ, μετά από 30 περίπου χρόνια λειτουργίας, εξακολουθεί να λειτουργεί σχεδόν ως διακυβερνητικό μόρφωμα με το εθνικό συμφέρον των μεγάλων χωρών να δίνει τον τόνο στις αποφάσεις που λαμβάνονται. Προφανώς δεν το ξεχνούν. Όμως τα υποδείγματά τους δεν συμπεριλαμβάνουν ως μεταβλητή αυτή την κατάσταση.
 
Μια α-ιστορική προσέγγιση που ασχολείται με το δέον με βάση πλασματικά θεωρητικά πρότυπα, χωρίς να δίνει την πρέπουσα σημασία στην πραγματικότητα του παρόντος.
 
Το πρόβλημα της Ευρώπης, ωστόσο, όπως είναι πλέον σαφές σε όλους, δεν είναι τόσο το να γνωρίζει κανείς τι να κάνει, αλλά πώς να το κάνει με δεδομένο τον τρόπο λήψης των αποφάσεων και της αδυναμίας πολιτικής σύγκλισης. Οι προτροπές για μεγαλύτερη ολοκλήρωση είναι πλέον πολλές, αλλά οι συγκεκριμένες πρωτοβουλίες μαραζώνουν ή αργούν χάνοντας τη στιγμή. Και όταν γίνονται λαμβάνουν περισσότερο τεχνοκρατικό χαρακτήρα με πλήθος προϋποθέσεων και όρων.
 
Δυστυχώς τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα οξύνονται στην ΕΕ, και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες καταστάσεις στην Γερμανία και Γαλλία.
 
Για να γίνει κατανοητό εάν η Γαλλία και η Γερμανία θα μπορέσουν να συνεχίσουν να λειτουργούν ως η κινητήρια δύναμη της Ευρώπης, είναι πρώτα απαραίτητο να μετρηθεί πόσο έχει αυξηθεί η οικονομική και πολιτική απόσταση μεταξύ των δύο χωρών τα τελευταία χρόνια.
 
Αν τα δέκα χρόνια πριν από τον Covid η γερμανική ατμομηχανή ταξίδευε με μεγαλύτερη ταχύτητα (2% μέση ετήσια αύξηση σε σύγκριση με τη γαλλική 1,4%), από το 2022 έως σήμερα η γαλλική ανάπτυξη ήταν 4 φορές μεγαλύτερη από αυτή της Γερμανίας.
 
Η πρόσφατη επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών του Βερολίνου (αν και εξακολουθεί να είναι πολύ πλεονασματικό) και το ενεργειακό κόστος που επιβαρύνει σημαντικά το γερμανικό βιομηχανικό σύστημα συνέβαλαν στην αλλαγή κατεύθυνσης. Μια αλλαγή που ωστόσο δεν έχει επηρεάσει επί του παρόντος το ποσοστό ανεργίας, το οποίο τα τελευταία τρία χρόνια στη Γερμανία παρέμεινε λιγότερο από το μισό από αυτό της Γαλλίας (κατά μέσο όρο 3,2% έναντι 7,4%). Επίσης στη Γαλλία ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ έχει αυξηθεί από 97,6% το 2019 σε πάνω από 112% το 2024 (απέχοντας σημαντικά από τον αντίστοιχο γερμανικό 62,7%), με συνέπεια το spread των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων που ήταν κάτω από τις 40 μονάδες βάσης το 2019 από το αντίστοιχο γερμανικό σήμερα είναι γύρω στις 80 μονάδες βάσης. Συνοπτικά, η απόσταση μεταξύ του γαλλικού και του γερμανικού ρυθμού μεγέθυνσης έχει αυξηθεί σημειώνοντας αλλαγή στην «κατάταξη» των δύο χωρών υπέρ του Παρισιού. Είναι όμως μία αλλαγή που δεν ευνοεί απαραίτητα το Παρίσι , διότι το βαραίνει η πολιτική αστάθεια, το δημόσιο χρέος και η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας.
 
Με την πρώτη ματιά οι δύο χώρες υποφέρουν από την ίδια πολιτική αστάθεια. Η Γερμανία οδεύει σε πρόωρες εκλογές τον Φεβρουάριο με το ακροδεξιό AfD στο 18% στις δημοσκοπήσεις, αλλά με το CDU-CSU στο 32% και τους Σοσιαλιστές στο 16%. Ανεξαρτήτως των τεράστιων δυσκολιών, ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας δίχως το AfD υπάρχει ως πιθανότητα.
 
Αντιθέτως, οι αβεβαιότητες που συνδέονται με τη γαλλική πολιτική αστάθεια, είναι σημαντικές και οι πιθανότητες αδιεξόδου μεγάλες. Αυτό λόγω της τρέχουσας τριμερούς τμηματοποίησης του γαλλικού πολιτικού φάσματος, όπου το κέντρο του Μακρόν συνθλίβεται όλο και περισσότερο μεταξύ δεξιού και αριστερού ριζοσπαστισμού. Σύμφωνα με τον συνταγματικό περιορισμό, η Γαλλία δεν μπορεί να οδηγηθεί στις κάλπες πριν από τον Ιούλιο του 2025. Στην περίπτωση αυτή κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει μια ριζική αλλαγή κατεύθυνσης στη γαλλική πολιτική προς τα αριστερά ή τα δεξιά. Επομένως, η πολιτική απόσταση μεταξύ Παρισιού και Βερολίνου, δεν είναι αδιανόητο να μεγαλώσει από το δεύτερο εξάμηνο του 2025.
 
Βλέπουμε λοιπόν, ότι οι αποστάσεις μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια λόγω διαφορετικής (κυρίως οικονομικής) δυναμικής. Η αύξηση των ζητημάτων στα οποία οι δύο χώρες βρέθηκαν σε αντίθετες θέσεις είναι σύμπτωμα αυτής της απόστασης. Ως εκ τούτου, είναι προβλέψιμο ότι το 2025 θα βρεθούμε με διαφορετικές θέσεις για σειρά από επιμέρους ζητήματα. Η αυξανόμενη «οικονομική απόσταση» μεταξύ των δύο χωρών δεν προμηνύει καλό.
 
Εάν σε αυτό προστεθεί μια «πολιτική απόσταση» που συνδέεται με τις δημοσκοπήσεις, ο γαλλογερμανικός άξονας θα διακυβευόταν σοβαρά. Σίγουρα δεν θα ήταν καλά νέα όχι μόνο για τη Γαλλία και τη Γερμανία αλλά και για ολόκληρη την ΕΕ.
 
[1] Andrew Hodge, Roberto Piazza, Fuad Hasanov, Xun Li, Maryam Vaziri, Atticus Weller, Yu Ching Wong, Industrial Policy in Europe A Single Market Perspective, IMF, December 2024
 
[2] Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, οι Ευρωπαίοι πραγματοποίησαν επενδύσεις χαρτοφυλακίου σε ξένο νόμισμα (όχι σε ευρώ) ύψους 551 δις ευρώ σε ετήσια βάση (Σεπτέμβριος 2023-Σεπτέμβριος 2024).
 
Κώστας Μελάς