Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία λειτούργησε ως σεισμικό γεγονός, επαναπροσδιορίζοντας ριζικά την ευρωπαϊκή ασφάλεια και την οικονομική πολιτική. Σε απάντηση, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έχει ξεκινήσει πρωτοβουλίες όπως το σχέδιο Re-ARM Europe, με στόχο την ενίσχυση της αμυντικής της βιομηχανικής βάσης και τη μείωση των στρατηγικών εξαρτήσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια αυτής της προσαρμογής στην άμυνα και ασφάλεια, εκτυλίσσεται μια βαθύτερη, πιο ουσιαστική μετατόπιση στην οικονομική διακυβέρνηση. Η ΕΕ φαίνεται να στρέφεται από μια μακρά περίοδο νεοφιλελεύθερης στασιμότητας προς μια κρατικά κατευθυνόμενη πολιτική, που θυμίζει τον λεγόμενο Στρατιωτικό Κεϋνσιανισμό. Αυτό εγείρει ένα κρίσιμο ερώτημα: πρόκειται για μια προσωρινή αντίδραση σε κρίση ή σηματοδοτεί μια δομική αναπροσαρμογή του ευρωπαϊκού καπιταλισμού;
Για να κατανοηθεί αυτό το πιθανό σημείο καμπής, δύο εννοιολογικά πλαίσια είναι απαραίτητα. Πρώτον, ο Στρατιωτικός Κεϋνσιανισμός υποδεικνύει ότι οι δημόσιες δαπάνες στον αμυντικό τομέα δεν εξυπηρετούν μόνο την ευρωπαϊκή και εθνική ασφάλεια, αλλά λειτουργούν και ως ισχυρός μοχλός οικονομικής ανάπτυξης. Διοχετεύοντας κρατικά κεφάλαια στη βιομηχανία άμυνας, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φιλοδοξούν να διεγείρουν τη βιομηχανική παραγωγή, να αναπτύξουν την τεχνολογική καινοτομία και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, όλα υπό το πλαίσιο της εθνικής ασφάλειας. Τυπικό παράδειγμα είναι οι ΗΠΑ κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όπου το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα