Τηρουμένων των αναλογιών, η Ελλάδα βιώνει σε slow motion κάτι αντίστοιχο με την Πελοπόννησο το 1827. Τότε που ο Ιμπραήμ εφάρμοσε την τακτική της «καμένης γης», καταστρέφοντας καλλιέργειες, ξεριζώνοντας ελαιόδεντρα, καίγοντας δασικές εκτάσεις και γκρεμίζοντας σπίτια. Αφού απέτυχε να κάμψει στρατιωτικά τους εξεγερμένους, επιτέθηκε στη γη και στα μέσα παραγωγής για να τους εξουθενώσει και να τους υποτάξει. Σημάδια αυτών των καταστροφών ήταν ορατά ακόμα κι έναν αιώνα μετά.
Διακόσια χρόνια αργότερα εξελίσσεται πάλι μια τεράστια λαφυραγώγηση και καταστροφή της επικράτειας. Αντί για το φοβερό ιππικό του Ιμπραήμ, το γιουρούσι τώρα το έχουν αναλάβει οι ντήλερς της «ανάπτυξης». Τα δάση αφανίζονται, ακτές και κορυφογραμμές κακοποιούνται, η αγροτική παραγωγή καταρρέει, η μικροεπιχειρηματικότητα διαλύεται, περιουσίες και εδάφη ξεπουλιούνται με συνοπτικές διαδικασίες σε εταιρίες-φεουδάρχες.
Σε αυτό το πλαίσιο, η λογική της «καμένης γης» δεν χρησιμεύει ακριβώς στην υποταγή κάποιου αντιπάλου. Το σημερινό καθεστώς έχει με μαεστρία εξασφαλίσει την χειραγώγηση και παθητικότητα μεγάλου μέρους των υπηκόων του. Αυτό που επιδιώκει είναι να τους μετατρέψει οριστικά σε δουλοπάροικους αποστερώντας τους δημόσια αγαθά και συνταγματικά δικαιώματα. Και βέβαια να τσακίσει το ηθικό όσων ακόμα αντιδρούν, για να εξασφαλίσει την γενική απάθεια σε κάθε νέο του πραξικόπημα.
Οι πυρκαγιές συνεισφέρουν σε μια τέτοια προοπτική, χωρίς βέβαια να αποτελούν ένα σχεδιασμένο μέτρο. Το ξεκίνημα τους μπορεί να είναι τυχαίο αλλά η εξέλιξή τους σε πραγματικό ολοκαύτωμα είναι κάτι που ενσυνείδητα επιτρέπει η αμοραλιστική στρατηγική του Μητσοτάκη. Είναι ολοφάνερη η απροθυμία της κυβέρνησης να λάβει μέτρα, να επανασχεδιάσει συστήματα πρόληψης και δόγματα αντιμετώπισης της φωτιάς, και κυρίως να διασφαλίσει οικονομικούς κι ανθρώπινους πόρους. Αντίθετα επιδίδεται σε μια κακοστημένη σκηνοθεσία αντιμετώπισης των πυρκαγιών. Σχεδόν μοιάζει να μην νοιάζεται ιδιαίτερα ούτε για τη δική της εικόνα, ούτε για τα αποτελέσματα των πυρκαγιών. Κι αυτό γιατί κατά βάθος αυτός ο καλοκαιρινός όλεθρος εξυπηρετεί την λογική του «Σοκ και Δέος». Με το βαθιά μεφιστοφελικό τους ένστικτο, τα επιτελεία του Μητσοτάκη βλέπουν στις πυρκαγιές μια ευκαιρία για τον βιοπολιτικό ολοκληρωτισμό που πλέον πάει πακέτο με τις μεγάλες μπίζνες.
Για να κατεβάσει οριστικά το κεφάλι της η κοινωνία χρειάζεται από τη μια ο φόβος και από την άλλη η αποκοπή της από ό,τι της δίνει ανάσες. Κάθε βεβήλωση, κάθε υποβάθμιση, κάθε καταστροφή της φύσης είναι και ένα πλήγμα στα ψυχικά αποθέματα της κοινωνίας.
Γιατί η φύση δεν είναι μόνο μια ζωτική παρακαταθήκη βιοτικής αυτάρκειας, είναι και το θεμέλιο όλης της ευαισθησίας του ανθρώπου, δηλαδή της αίσθησης ότι τον περιβάλλει κάτι ευρύτερο και μεγαλύτερο και συγκλονιστικότερο του εαυτού του. Η φύση είναι ο ορίζοντας μέσα στον οποίο διαμορφώνονται τα νοήματα της ελευθερίας και της συνύπαρξης των όντων, γι αυτό και ο αργός στραγγαλισμός της συμβάλλει στο να γίνουμε τα ταπεινωμένα και υποτελή άτομα που χρειάζεται η νέα κατάσταση πραγμάτων.
Οι φωτιές λοιπόν δεν θα σβήνονται. Όχι μόνο γιατί έγιναν πιο δυσμενείς οι κλιματικές συνθήκες, όχι μόνο γιατί βολεύουν σε κάποιες αναπτυξιακές μηχανορραφίες, αλλά κι επειδή είναι για πολλούς ένας υπαρξιακός ακρωτηριασμός και μια ώθηση στην οριστική παραίτηση.
Ο Κώστας Μανωλίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας