Macro

Κώστας Καναβούρης: Ζούμε σε φυλακή

Ποτέ άλλοτε η πληροφορία στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο ελεγχόμενη από το βαθύ κράτος, δηλαδή το βαθύ σύστημα, που με τον πολιτικό του βραχίονα, την κυβέρνηση της μητσοτάκειας Ν.Δ., έχει κλείσει (ανεπαισθήτως;) την κοινωνία μέσα στα «τείχη» μιας αόρατης μεν, αλλά εξίσου σκληρής με τις «άλλες» φυλακής υψίστης ασφαλείας. Δεν ξεφεύγει τίποτα. Και από τις λίγες ρωγμές που υπάρχουν είναι σχεδόν αδύνατο να «δραπετεύσει» η αλήθεια και να φτάσει στους αποδέκτες της.
 
Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε τέτοιο απόλυτο έλεγχο, τέτοια άτεγκτη σιωπηρή ποινή πάνω στην κοινωνία για ένα «έγκλημα» το οποίο δεν υπήρξε ποτέ. Με άλλα λόγια, ποτέ δεν είχαμε τέτοιας έκτασης και τόσο σκληρή προληπτική ποινή. Κάτι που, έτσι κι αλλιώς, αποτελεί τον ανασκολοπισμό όλης της δικαιικής διαδικασίας.
 
Η ελληνική κοινωνία ζει φυλακισμένη στην επικοινωνιακή φυλακή των κρατούντων για να μπορούν ελεύθεροι και ασύδοτοι να λεηλατούν τα πάντα και να αρπάζουν τον υλικό και τον άυλο πλούτο που καθημερινά παράγονται. Και φυσικά -όπως συμβαίνει σε κάθε φυλακή- όταν δεν υπάρχουν οι συνθήκες που θα επιτρέψουν την ελεύθερη απόφαση, την ελεύθερη κίνηση (και την κίνηση ιδεών), την ελεύθερη αυτοδιάθεση, αφού η κοινωνία αποστερείται το δικαίωμα να έχει προσλαμβάνουσες, τότε έχουμε την ανάπτυξη όλων των στρεβλών σχημάτων κοινωνικότητας που αναπτύσσονται σε όλες τις φυλακές. Γιατί ολίγον κατ’ ολίγον χάνεται η ιδιότητα της ελεύθερης κοινωνίας (όσο «ελεύθερη» βέβαια μπορεί να είναι μια ταξική κοινωνία) και αντικαθίσταται από την έννοια της ιδρυματικής κοινωνίας.
 
Η κοινωνία, δηλαδή, που η ίδια δεν θέλει να απελευθερωθεί όχι μόνο γιατί δεν ξέρει τι θα πει ελευθερία, αλλά και γιατί φοβάται αυτό που νομίζει πως είναι η ελευθερία. Σ’ αυτή την αγριότητα ζούμε. Όταν διώχνουν 50.000 παιδιά από τα πανεπιστήμια και την ίδια στιγμή ο πρωθυπουργός μετά της υπουργού Παιδείας παρουσιάζει τα σημεία και τέρατα εναντίον της Παιδείας και των παιδιών, με το σύνθημα «κάνουμε πράξη το όνειρο», χωρίς να κουνιέται φύλλο, πέραν των υποψιασμένων (που ουκ ολίγες φορές υφίστανται και τον κοινωνικό αυτοματισμό των ιδρυματοποιημένων στη στέρηση πληροφορίας, άρα και στην απώλεια ικανότητας στην ευθυκρισία), τούτο σημαίνει ότι οι δεσμοφύλακες της πληροφορίας έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους.
 
Οταν το καθολικό προϊόν των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων αποστερείται το νόημά του, δηλαδή από το γιατί και για ποιον παράγεται, από το γιατί και σε ποιον ανήκει, τότε η φυλακή έχει πετύχει τον σκοπό της: να τσακίσει την προσωπικότητα, να τσακίσει τη ραχοκοκαλιά της ζωής, αντικαθιστώντας τον όρθιο άνθρωπο με ένα σκυμμένο «χαμηλό» ον για να μπορέσει να ζήσει μέσα στο «κοντό» ύψος της φυλακής του. Στερημένο, έτσι, από το βασικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου: το «άνω θρώσκειν», την ικανότητα να κοιτάζει ψηλά. Στερημένο, συνεπώς, από την ικανότητα να φαντάζεται, να έχει γνώσεις και να προχωρά διαρκώς. Με μια κουβέντα, να έχει ιδέες, να «βλέπει» μακριά, αφού και η ιδέα προέρχεται από το απαρέμφατο «ιδείν» του αορίστου β΄ «είδον» του ρήματος οράω-ω.
 
Αλλά τι να δεις όταν το βλέμμα σου πηγαίνει μέχρι το τείχος της φυλακής; Όταν πραγματικότητα είναι ό,τι σου λένε πως είναι πραγματικότητα; Τότε, όμως, η φυλακή της ανισότητας, της στέρησης δικαιωμάτων, με πρώτο το δικαίωμα της ελευθερίας, γίνεται φυσική κατάσταση και την αποδέχεσαι. Τότε, όμως, η καταστροφή έχει συντελεστεί και μοιάζει σχεδόν εξωπραγματικό ότι κάποτε θα φτάσει, όχι στην ψυχή σου, αλλά απλώς στα αυτιά σου το απόσπασμα από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο (ακόμα και σ’ «εμένα που το ιστορώ» εξωπραγματικό φαίνεται) που λέει πως πρέπει «η ελεύθερη ανάπτυξη του ενός να αποτελεί προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων». Ποιων όλων; Τι θα πει όλοι; Μέσα στη φυλακή δεν υπάρχουν τέτοια. Υπάρχουν συντρίμματα, υπάρχουν κομμάτια και αποσπάσματα, υπάρχουν κραυγές και ψίθυροι, αλλά δεν υπάρχουν αναγωγές που οδηγούν στις ολόκληρες αντιλήψεις.
 
Κι όμως. Σ’ αυτή την έρημο ανήκουν οι υποσχέσεις. Γιατί μια υπόσχεση (του ατομικού παραδείσου) είναι πάντοτε προτιμότερη από την αλήθεια: ότι στην εύφορη κοιλάδα των υποσχέσεων πολλοί έχουν πεθάνει από πείνα.

Κώστας Καναβούρης