Υπάρχει άραγε πικρό κρασί; Πού να το ξέρεις; Αν όμως υπάρχει, θα είναι το πικρό κρασί της λύπης που αφήνουν πίσω τους οι επέτειοι όταν σβήνουν τα φώτα των ασμάτων και αποσύρονται οι πανηγυρικοί άνθρωποι των επετείων. Οι πάντοτε πρόθυμοι για τις αριθμημένες χαρές και απρόθυμοι για το σκίρτημα του αιφνιδιασμού σε κάθε τριγμό του κόσμου. Το πικρό κρασί λοιπόν, όταν απομένει μονάχος του ο χώρος. Δηλαδή ο απόηχος ενός καίριου συμβάντος που αρνείται να σβήσει και να χαθεί. Ένα κενό που αρνείται να συναινέσει στο άδειο.
Με άλλα λόγια, ένα κύριο γεγονός κατά πώς το διδάσκει ο Λάο Τσε: «Το κύριο γεγονός σε μια στάμνα δεν είναι το σχήμα της, αλλά το κενό που περιέχει». Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με το κενό των επετείων: το κύριο γεγονός τους δεν είναι ο άδειος χώρος τους, δεν είναι η απουσία, δεν είναι η υπεραξία της νυκτωδίας που όλο και συσσωρεύεται πάνω στη μνήμη κι όλο ζητάει ένα φως για να πιαστεί, να φτιάξει ίσκιο σαν όαση στο αχανές. Κυρίως είναι το φοβερό κενό που αρνείται να γίνει μια λήθη συμπαγής και επιμένει να είναι και να υφίσταται ως καρπός του αοράτου. Κι όσο κι αν θέλεις να το αρνηθείς, δεν μπορεί, θα το ακούσεις κάποιες στιγμές ακόμα και μέσα στους μεγαλύτερους θορύβους.
Θα το ακούσεις στις αιφνίδιες στιγμές της ζωής σου. Όταν νιώθεις σαν να βρίσκεσαι μέσα στην παράξενη ησυχία που υπάρχει στο μάτι του κυκλώνα. Τότε που, μέσα από αυτό το τεράστιο μάτι, στη μέση ακριβώς της καταστροφής, βλέπεις την πίσω πλευρά των ονείρων σου. Τότε που, έστω και για μια στιγμή, ξέρεις μέχρι τα μύχια της ψυχής σου τι πήγε στραβά, γιατί πήγε στραβά και πότε ήταν η στιγμή που την άφησες να περάσει. Είναι ακριβώς τότε που ακούς τον αγαθό τριγμό μέσα στα πιο βαθιά κελάρια της ύπαρξής σου. Και ξέρεις πώς ακούγεται ο βρασμός απ’ το πικρό κρασί της μνήμης καθώς ολοένα ωριμάζει και ολοένα θέλει και «κάτι ακόμα». Αυτό το «κάτι ακόμα» που αν δεν υπήρχε, δεν θα υπήρχε μήτε η ποίηση, η ποίηση των πεπραγμένων εν συνόλω θέλω να πω, αφού γι’ αυτό το «κάτι ακόμα» γράφουνε οι ποιητές «πενήντα τόσα χρόνια ή και αιώνες» όπως λέει και ο Γιάννης Ρίτσος, με την κρυφή ελπίδα πως ούτε κι ο πιο μεγάλος αμπελουργός (ο βαθύτατος εαυτός δηλαδή) γνωρίζει το μυστικό της πίκρας του κρασιού του. Κι ακόμα περισσότερο: γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να το ανακαλύψει. Ούτε όταν παραφυλάει μέσα στα φυλλώματα να έρθουν οι φευγαλέες σκιές της απουσίας για να γεμίσει το κενό από το κενό τους. Ή να γεμίσει το κενό από μια ήττα που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί και από τότε περιμένει το μερτικό της στη μοιρασιά του κόσμου.
Εκεί ακριβώς όμως είναι το σημείο από όπου στάζει η ελπίδα ότι τα πάντα, μα τα πάντα όμως, μπορούν να αλλάξουν. Αυτό είναι το πικρό κρασί που στάζει από τις επετείους όταν ο βρασμός της μνήμης δεν ακούγεται πια κι εμείς σηκώνουμε τα ποτήρια για μια τελευταία γουλιά που ποτέ δεν είναι τελευταία. Ακόμα κι όταν εμείς, εκείνοι θα έχουμε φύγει, θα έχει απομείνει μια σταγόνα «εις τον πάτο της εικόνας».
Στην υγεία της μνήμης τους λοιπόν και στη συνείδηση της πικρής τους έλλειψης. Μ’ αυτό το πικρό κρασί, όχι ακριβώς της μνήμης, κυρίως με το πικρό κρασί που τρέχει από τα μάτια κι άλλοι το λένε δάκρυ κι άλλοι πάλι το λένε σιωπή. Όπως και να ’χει, υπάρχουν ακόμα τα σταφύλια της οργής απ’ όπου στάζει το κρασί που μας κρατάει ζωντανούς. Δεν είναι το «αθάνατο κρασί του ’21» που έλεγε και ο Κωστής Παλαμάς, είναι όμως ένα κρασί που τις πικρές του ρώγες τις έχουμε μαζέψει μία-μία. Ο υγρός καρπός της δικής μας αγωνίας. Που από τη σταλαματιά του δεν πίνει ο καθένας, παρά μονάχα όσοι είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν στο ακέραιο την πανάκριβη πληρωμή.
Χρόνια πολλά!
Κώστας Καναβούρης
Πηγή: Η Αυγή