Αν δεχθούμε ότι μια φωτογραφία είναι χίλιες λέξεις, συνιστά δηλαδή κείμενο, τότε θα πρέπει και να δεχτούμε ότι το περικείμενο που προκύπτει, τα άφατα εννοούμενα τα οποία ενυπάρχουν εντός του κειμένου είναι απείρως περισσότερα. Περισσότερο τα νιώθουμε, πάρα τα αποτυπώνουμε. Άρα η αξία μιας φωτογραφίας δεν βρίσκεται στην «αποτύπωση», αλλά στη «διατύπωση», στο πόσο ευρύ είναι το περικείμενο του βλέμματός της. Το νεύμα.
Εχω λοιπόν υπόψη μου δύο φωτογραφίες αυτών των ημερών που αν τις βάλουμε κοντά-κοντά, «εννοούν» την κατάσταση στην οποία βρίσκονται η δημοκρατία και οι ανθρωπιστικές αξίες του Διαφωτισμού τόσο στην Ευρώπη όσο και στη χώρα μας ειδικότερα – στη χώρα μας, όπου το κουκούλωμα των σκανδάλων είναι η συνήθης κυβερνητική πρακτική, η κατάσταση εμφαίνεται ως αυτό που πραγματικά είναι: οικτρή.
Η πρώτη φωτογραφία, λοιπόν, δείχνει έναν άντρα σιδηροδέσμιο ανάμεσα σε δύο αστυνομικούς. Θα μπορούσε να είναι ένας οποιοσδήποτε εγκληματίας του κοινού Ποινικού Δικαίου. Η δεύτερη φωτογραφία είναι της Εύας Καϊλή. Θα μπορούσε να είναι η οποιαδήποτε «ευπάραος» νέα γυναίκα και τίποτε περισσότερο. Ωστόσο, το «κείμενο» και το περικείμενο είναι συγκλονιστικά μεγαλύτερα.
Ο δεσμώτης της φωτογραφίας έκανε το «έγκλημα» να είναι ένας αγωνιστής της δημοκρατίας για τον τόπο του και τον λαό του. Είναι ο Κούρδος αγωνιστής Μαχμούτ Τατ, που ζούσε για χρόνια στη Σουηδία με πολιτικό άσυλο. Η φωτογραφία απεικονίζει τη στιγμή που η υποδειγματικής δημοκρατικότητας και ευρυχωρίας Σουηδία τον παραδίδει ως πρόβατο επί σφαγή στον Ερντογάν προκείμενου η Τουρκία να άρει το βέτο, ώστε η Σουηδία και η Φινλανδία να γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ και έτσι να ενισχυθούν οι αξίες και τα περιεχόμενα του δυτικού τρόπου ζωής.
Εδώ βέβαια θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι, όπως σε όλα, έτσι και σ’ αυτή την περίπτωση, εμείς ανοίξαμε τον δρόμο ήδη από την 16η Φεβρουαρίου 1999, με την παράδοση του Οτσαλάν στα αβρά χέρια της ΜΙΤ (τουρκική υπηρεσία πληροφοριών). Σ’ αυτό το σημείο προηγηθήκαμε πολύ από τους Σκανδιναβούς, αφού ήμασταν «Σουηδία του Νότου» ακόμα και πριν διατυπώσει τη μεγαλοφυή πολιτική του σκέψη ο Γιώργος Παπανδρέου.
Ο πρωθυπουργός, δηλαδή, στην εκπαραθύρωση του οποίου είχε βάλει το χεράκι της και η εικονιζόμενη στη δεύτερη φωτογραφία Εύα Καϊλή. Η «ευπάραος», όπως είπαμε, αλλά άνευ ετέρων προσόντων Εύα, η παντελής έλλειψη των οποίων, όμως, ουδόλως εμπόδισε τη μετεωρική της άνοδο και την ακλόνητη εγκατάστασή της στην κορυφή του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού και των δυτικών αξιών, οι οποίες κινδυνεύουν από τους κυνηγημένους παρίες και τους κυνηγημένους αγωνιστές που προσέρχονται ικέτες στα εδάφη της.
Το αβροδίαιτο χεράκι μάλιστα της Εύας Καϊλή, από την αίσθηση παντοδυναμίας και ακαταδίωκτου, συνεπικουρούμενο (το χεράκι) από την παντελή έλλειψη λοιπών (αισθητικών, ηθικών και λογικών) προσόντων, μάκρυνε πιο πολύ κι από το χέρι του Καραγκιόζη. Μάκρυνε τόσο πολύ, ώστε σκίστηκε ο καραγκιόζ μπερντές των ευρωπαϊκών αξιών και του δυτικού πολιτισμού και η ωραία Εύα (μετά του πατρός της, του συντρόφου της, μερικών άλλων «επώνυμων» και «Κύριος οίδε» πόσων ακόμα…) πιάστηκε με τα πενηντάευρα στα χέρια.
Το περικείμενο λοιπόν των δύο φωτογραφιών είναι το περικείμενο μιας ανείπωτης φρίκης. Γιατί μιλά για τη φρίκη μιας απανθρωπιάς η οποία δεν ορρωδεί και δεν σταματά πουθενά. Είναι η ίδια φρίκη που πνίγει παιδιά με τις μανάδες τους στη Μεσόγειο, σκοτώνει 6.500 ανθρώπους για να γίνει το αιματοβαμμένο παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου στο Κατάρ, που εκφασίζει και μετατρέπει γοργά την Ευρώπη σε «σκοτεινή ήπειρο» ξανά, είναι η φρίκη αυτού του αχαλίνωτου συστήματος που μας τυλίγει, μας συντρίβει και μας καταπίνει με μια αγριότητα που «παίζει» μεταξύ αγριότητας και ασπόνδυλης χαράς.
Γιατί, από την άλλη, το περικείμενο αυτό δείχνει: την ασπόνδυλη και ανθρωποφάγο χαρά του λομπίστα, του εμπόρου όπλων, του πρωθυπουργού που με τη μεγαλύτερη ευκολία περνάει από τη βαράθρωση της δημοκρατίας στην ατιμωτική φυγή από το Κοινοβούλιο, χωρίς να νοιάζεται, αρκεί να προχωρήσουν οι «δουλειές». Αυτές οι δύο φωτογραφίες είναι η φωτογραφία του πρωθυπουργού μετά της συζύγου μπροστά στη φωτογραφία του αξέχαστου Μπεχράκη με τον μετανάστη και το παιδί μέσα στη βροχή.
Η φωτογραφία ενός «πουθενά», όπου μονάχα βρέχει.
Κώστας Καναβούρης