Στη μεγαλειώδη συναυλία της περασμένης Κυριακής στη Θεσσαλονίκη, ο Γιάννης Μίτζιας, από τους διοργανωτές της εκδήλωσης (Σωματείο Εργαζομένων ΕΥΑΘ, με την υποστήριξη του Συλλόγου Μουσικών Βορείου Ελλάδος), με μια φράση του από την εξέδρα είπε τη μεγάλη αλήθεια που βιώνει ολόκληρη η ελληνική κοινωνία ολοένα και πιο τραγικά, με αποκορύφωμα το έγκλημα των Τεμπών: «Είστε μια λέσχη τιποτένιων που ψεύδεται ασύστολα».
Περί αυτού ακριβώς πρόκειται και γι’ αυτό στην πλατεία Αριστοτέλους μαζεύτηκε το μέγα πλήθος και το μέγα πάθος που κάνει τα τραγούδια πελώρια, έτσι που ουδεμία επικοινωνιακή αγριότητα μπορεί να τα σωπάσει, δηλαδή να σωπάσει την ποίηση και την αρμονία της ζωής μας. Προσπάθησε βέβαια ο θλιβερός κυβερνητικός εκπρόσωπος να στρεψοδικήσει, να φτύσει την ίδια δηλητηριασμένη καραμέλα περί υποκινούμενης από τον ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσης, περί «του κόσμου που δεν κατάλαβε», του κόσμου που παρασύρθηκε -δειλός, μοιραίος κι άβουλος αντάμα- από τον κακόβουλο χείμαρρο του λαϊκισμού χωρίς να κατανοήσει τις αγαθές προθέσεις της κυβέρνησης.
Τι να σου κάνουν όμως τα ψελλίσματα μπροστά σε μία μόνο φράση που έγινε πάνδημος ήχος: «Είστε μια λέσχη τιποτένιων που ψεύδεται ασύστολα».
Και ναι. Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε μια κυβέρνηση αστικού καθεστώτος, δεν έχουμε την κυβέρνηση μιας κοινωνίας με ταξική διάρθρωση. Αυτή τη στιγμή διαφεντεύει κατά το δοκούν μια δράκα ανθρώπων που είτε «Μητσοτάκης Α.Ε.» την πεις, κατά τον προσφυή χαρακτηρισμό της αείμνηστης Φώφης Γεννηματά, είτε «γαλάζιες ακρίδες» κατά τον Αλέξη Τσίπρα, το ίδιο πράγμα είναι: Όχι κυβέρνηση αιρετών εκπροσώπων με σεβασμό και συνείδηση ότι είναι αιρετοί, αλλά μια λέσχη τιποτένιων (ακριβώς επειδή είναι λέσχη και όχι κόμμα) που έχει επιδοθεί σε ένα ανελέητο πλιάτσικο θησαυρισμού χωρίς όρους, χωρίς όρια, χωρίς κανόνες, χωρίς θεσμούς και που κυριολεκτικά πατάει επί πτωμάτων.
Αρκεί να σκεφτεί κάποιος ότι η προσπάθεια αρπαγής του νερού από το στόμα των ανθρώπων, η προσπάθεια εμπορευματοποίησης της δίψας τους, η κλοπή της «πρώτης σταγόνας της βροχής», από τους «Προσανατολισμούς» του πιο ποιητικού πολιτισμού μας, έγινε από τον υπουργό Περιβάλλοντος και ενέργειας Κώστα Σκρέκα (της διαβόητης οικογένειας των Σκρεκέων) και έγινε μέσα στο σκοτάδι από τον θάνατο 57 ανθρώπων, ανάμεσά τους πολλά νέα παιδιά, καταπατώντας κάθε έννοια σεβασμού για το πένθος, πρώτα των οικείων και ύστερα ολόκληρης της κοινωνίας, Αρκεί αυτό και μόνο για να καταδειχθεί πόσο τιποτένιοι είναι όσοι συμμετέχουν σ’ αυτή τη λέσχη του θανάτου. Σ’ αυτή τη λέσχη που, σαν να μην έφταναν οι βαρύτατες ευθύνες της για την τραγωδία, προσπάθησε να την εκμεταλλευτεί ως ευκαιρία για να συνεχίσει την αρπαγή.
Και όχι μόνο αυτό. Αφού προσπάθησε (η λέσχη), με παιδική αγριότητα να δείξει αλλού, να διαχύσει τις ευθύνες, να συγκαλύψει, να προστατέψει (αυτό κυρίως) τον «λεσχιάρχη» της που υποδύεται τον πρωθυπουργό, στο τέλος επιστράτευσαν και μερικούς από το κατώτερο προσωπικό, να παραστήσουν τους happy travelers (κατ’ εικόνα και ομοίωση… Εκείνου), στο πρώτο δρομολόγιο μετά την τραγωδία. Ώρες σχεδόν μετά το μεγαλειώδες λαϊκό Canto General της Θεσσαλονίκης. Πόσο ολίγιστοι. Πόσο τιποτένιοι και αδίστακτοι.
Δεν γνωρίζω αν ο κύριος Μίτζιας είχε υπόψη του το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Τζόναθαν Κόου «Η λέσχη των τιποτένιων» (Πόλις) όταν έλεγε τον ήχο της αλήθειας με λέξεις, η ουσία όμως είναι πως αυτή η λέσχη κοστίζει πανάκριβα στη Δημοκρατία και στον λαό της. Ως κρατική οντότητα η Ελλάδα διασύρεται από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ μέχρι την Εισαγγελία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (για το όνειδος των υποκλοπών) και μέχρι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (για τον φράχτη του αίσχους). Διασύρεται από τη θέση 108 στην παγκόσμια κατάταξη ελευθερίας του Τύπου μέχρι το άγριο κράξιμο από τους μεγαλύτερους δημοσιογραφικούς οργανισμούς του κόσμου.
Κι όλο αυτό γιατί; Για να αρπάξουν τη ζωή μας με εκατό χέρια, για να την κομματιάσουν τη ζωή μας στις ράγες της αδηφαγίας τους, για να σπάει χαράματα τις πόρτες των ανυπεράσπιστων ο κάθε Πάτσης και ν’ αρπάζει τα σπίτια τους. Για να ξεριζώνουν τα σπλάχνα της Θεσσαλονίκης, να τσιμεντώνουν την Ακρόπολη και να ταπεινώνουν τον σύγχρονο Πολιτισμό. Αυτή είναι η «λέσχη των τιποτένιων».
Κώστας Καναβούρης