Με ρετροσπεκτίβα του Μάριο Μονιτσέλι μοιάζει η κατάσταση που έχει επιβάλει η Ν.Δ. και προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης (λόγω προσωποπαγούς λειτουργίας του επιτελικού παρακράτους), «προβάλλοντας» διαρκώς στην κοινωνία δύο ταινίες του σπουδαίου Ιταλού σκηνοθέτη: «Ο κλέψας του κλέψαντος» (1958) και «Μοντέρνα τέρατα» (1977). Δύο ταινίες που τις βλέπεις θες δεν θες (ή μάλλον αν δεν θες, δεν τις βλέπεις με τίποτα, οπότε πας και ψηφίζεις Άδωνι, ας πούμε, για να επαίρεται ότι παίρνει 70.000 σταυρούς, οπότε αυτοδικαίως μπορεί να χυδαιολογεί, να διαστρέφει, να φτύνει, να διαφημίζει την απάτη και να υπερασπίζεται τα κυβερνητικά αίσχη), σίγουρα όμως τις υφίστασαι με ολοένα και πιο άγριο τρόπο.
Η αγριότητα αυτή λέγεται κλοπή! Τεράστια, ανελέητη, πασιφανής, ασταμάτητη, με κάθε τρόπο, με κάθε ευκαιρία, με μια απίστευτη εφευρετικότητα, με μια απίστευτη αίσθηση του ακαταδίωκτου (έχει βάλει και το χεράκι της η δικαστική εξουσία, εδώ που τα λέμε), με μια τραγική επιχείρηση κουκουλώματος από δικαιολογίες ικανές να οδηγήσουν και τους ψυχραιμότερους σε παράκρουση. Και κυρίως με μια πρωτοφανή (εδώ χρειάζεται αυτή η τόσο σπαταλημένη λέξη) σε μέγεθος, δύναμη και συνοχή στρατιά ΜΜΕ, που έχοντας καταβροχθίσει πακτωλό δημόσιου χρήματος, επιδίδεται συντεταγμένα σε διαρκή (και πετυχημένη σε μεγάλο βαθμό) διαβουκόληση της ελληνικής κοινωνίας.
Διαφορετικά, χωρίς χειραγώγηση, χωρίς αγελαία συναίνεση, χωρίς λειτουργικό πολιτικό αναλφαβητισμό δεν είναι δυνατόν να πετύχει τέτοια τεράστια επιχείρηση καταστροφής της Δημοκρατίας. Γιατί μιλάμε για καταστροφή, όχι για κορεκτίλες τύπου «λάθος μείγμα πολιτικής» και άλλα παρόμοια που κάνουν τους επιτελείς αυτού του κοινωνικού μακελέματος και τους μεγάλους «παίκτες», τους «στρατηγικούς» που λένε, να ξεκαρδίζονται στα γέλια…
Από τη μία έχουμε τη θεσμική διάλυση του κράτους, αφού και οι τρεις ανεξάρτητες βασικές εξουσίες που το συγκροτούν είτε βρίσκονται σε ύπνωση είτε έχουν διαλυθεί είτε βρίσκονται σε κατάσταση ξεπεσμού, συνθλίβοντας ηθικά, λογικά και αισθητικά το πολίτευμα. Από την άλλη, και ακριβώς επειδή το θεσμικό κεφάλαιο της Δημοκρατίας έχει εξαχνωθεί, το καθεστώς επιτίθεται με μανία, καταστρέφοντας τους βασικούς πυλώνες που κρατούν και την κοινωνία, και το κράτος όρθια: Παιδεία (ακόμα και στην απαράδεκτα υποτυπώδη καλλιτεχνική παιδεία έχουν επιτεθεί με μανία), Υγεία, εργασία έχουν υποστεί καίρια πλήγματα, σχεδόν ανήκεστες βλάβες στη λειτουργία τους. Με ξύλο, με νομικά τερατουργήματα, με παραπειστικά ψεύδη, με ανασκολοπισμό εννοιών και αξιών, με παραποίηση και του τελευταίου ίχνους αλήθειας. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τα όσα ανατριχιαστικά διαπράττει η Νίκη Κεραμέως στην Παιδεία, η Λίνα Μενδώνη στον πολιτισμό, ο Θάνος Πλεύρης στην Υγεία, ο άεργος υπουργός Εργασίας Χατζηδάκης στην εργασία, για να γίνει κατανοητό το τι ακριβώς, τι ακριβώς εγκληματικό συμβαίνει, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, διαρκώς και αδιαλείπτως.
Ολη αυτή η πελώρια μηχανή όμως, έτσι όπως είναι φτιαγμένη να παράγει απίστευτο όγκο λυμάτων, στερεί από τον καθένα ξεχωριστά και από όλους μαζί το ηθικό καθήκον στην αμφιβολία, δηλαδή το θάρρος να μην ανατίθεται η σκέψη «σ’ εκείνους που ξέρουν». Κάπως έτσι συμβαίνει ο εθισμός στην ασχήμια, πάει να πει η αλλοτρίωση του αυτοσεβασμού και της αξιοπρέπειας, η αοσμία στην καυτή ανάσα της σήψης την ώρα που σου κατασπαράζει το πρόσωπο.
Κάπως έτσι ο δρόμος για τα τρωκτικά και τις γαλάζιες ακρίδες είναι ανοιχτός. Τι δρόμος δηλαδή… λεωφόρος ολόκληρη. Τα ονόματα έχουν μικρή σημασία, γιατί δεν είναι εξαίρεση, απλώς τιτλοποιούν την κατάσταση: τα 8 δισ. των απευθείας αναθέσεων. Οι ακρίδες δεν έχουν όνομα η κάθε μία. Το όνομά τους είναι γενικό: καταστροφή. Και δεν τις γεννάει ο ουρανός. Τις γεννάει το «όλοι ίδιοι είναι». Τις γεννάει η αδιαφορία.
Τις γεννάει όμως και η κούραση, η απελπισία, η κατάρρευση. Αυτή είναι η βαθιά καταστροφή.
Και αυτό είναι το βαθύ έργο εκείνων που θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα. Να σκάψουν βαθιά έως τη ρίζα του πόνου που ρημάζει τα σπλάχνα των ανθρώπων και τα παραλύει, γιατί τα γεμίζει φόβο. Ομολογημένο και ανομολόγητο. Αυτή είναι η δουλειά «σε βάθος»: Να ξαναμπούν σε κίνηση τα σπλάχνα και η θάλασσα, όπως θα έλεγε και ο Σολωμός. Η θάλασσα της ομορφιάς.
Κώστας Καναβούρης