«Στην κυρά μάνα μας μη δίνετε βοήθεια
Ούτε μαγκούρα στο προσκέφαλο σιμά
Γιατί θα δέρνει κάθε μέρα τα παιδιά της
Κι όταν μιλάω θα με λέει αληταρά»
Λένγκω – Λένγκω,
στίχοι- μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Τ, δ, θ. Αυτά είναι τα οδοντικά σύμφωνα της ελληνικής αλφαβήτου. Ανήκουν στα άφωνα. Ακριβώς εκεί σημάδεψε το παιδί, «Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο». Στα δόντια. Στη φωνή. Να μην μπορεί να πει το δίκιο του. Να μην μπορεί να πει τον έρωτα. Να μην μπορεί να πει το όνειρο. Πέμπτη 26 Μαΐου 2022, μέσα στον ιερό χώρο του Αριστοτέλειου, του πολυθρύλητου ΑΠΘ. Εκεί που είδα για πρώτη φορά τον Γιάννη Ρίτσο, στην τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα.
Ήταν 10 Ιουνίου του 1975, ο Ρίτσος επίτιμος διδάκτορας (μετά από πρόταση του Γ. Π. Σαββίδη), στην αίθουσα τελετών ένα έκθαμβο πλήθος φοιτητών, αλαλιασμένο από την όραση που θα έλεγε και ο Νίκος Καρούζος, κι ο Γιάννης Ρίτσος να απαγγέλει την «Γκραγκάντα», έργο που γράφτηκε το 1972, κυκλοφόρησε το 1973 και είναι μια κραυγή ελευθερίας, μια κραυγή αντίστασης, στην καταπίεση και την αφωνία της χούντας.
Στη φωνή σημαδεύουν πάντα όλοι οι ολοκληρωτισμοί. Στα σύμφωνα που αρμοδένουν όλα τα φωνήεντα της ομορφιάς του κόσμου. Και η «Γκραγκάντα», μια λέξη ανύπαρκτη, πλασμένη από τον ίδιο τον ποιητή, μια γλωσσική και αισθητική έκρηξη που κανένας λογοκριτής, κανένας «βλοσυρός ανακριτής» δεν μπόρεσε να εμποδίσει. Η χούντα βυθίστηκε στον ίδιο της τον βόρβορο, αλλά η «Γκαργκάντα» ήταν εκεί, στην αίθουσα τελετών, να λέει την αλήθεια της ποίησης, την αλήθεια της ζωής:
«(…) τι κόσμος, θε μου, τι απέραντος ο κόσμος / κι ο ένας σήκωσε ψηλά το βιολί / κι ο δεύτερος τ’ άδειο κλουβί με το φλιτζάνι, τις βέργες και τις δύο τούφες μπαμπάκι / κι ο τρίτος σήκωσε με το ‘να του χέρι απ’ το ‘να πόδι την καρέκλα / επάνω στην καρέκλα ήταν ένα τεράστιο γάντι πυγμαχίας / κρατώντας τα ίδια τρία λουλούδια. Και τότε τρέχοντας εγώ φώναξα: / Γκραγκάντα / κ’ οι άλλοι κατάλαβαν αμέσως και φώναξαν: Γκραγκάντα / κ’ οι αντίλαλοι απ’ τους λόφους απέναντι καθώς ανεβαίνουμε φώναξαν: Γκρα και γκα και νντα / και Γκρα και γκα και νντα / Γκραγκάντα».
Και ύστερα η ακατανόητη λέξη Γκραγκάντα, έγινε «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» και έγινε Πολυτεχνείο και έγινε φωνή του Νίκου Ξυλούρη, «Πότε θα κάνει ξαστεριά», και έγινε Διομήδης Κομνηνός και έγινε ερπύστρια και έγινε μια φυσαρμόνικα πάνω από το μέγα πλήθος που ακούει χωρίς φωνή, με μια σιωπή που λέει όλες τις γλώσσες κι όλα τα λόγια που δεν πρόλαβαν να πούνε τα σκοτωμένα παιδιά. Γκραγκάντα. Είναι η κάθε λέξη που φοβούνται γιατί δεν μπορούν να την καταλάβουν, γιατί δεν έχουν ψυχή για να την καταλάβουν, δεν έχουν ψυχή για να την μιλήσουν.
Έτσι σημάδεψε «Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο», όπως τότε, στο «Οικόπεδο με τις τσουκνίδες» που λέει ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Άξιον Εστί»: στη φωνή. Δεν γράφει κατά τύχη με κεφαλαία ο ποιητής, «Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο». Γιατί αυτό είναι το όνομά του: Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο. Άλλο δεν έχει.
Όπως κι ο μπάτσος που σημάδεψε το παιδί στο πρόσωπο από το ένα μέτρο. «Χωρίς πρόσωπο» είναι το όνομά του. Το παιδί έχει όνομα και πρόσωπο. Έχει πρόσωπο στην κοινωνία. Λέγεται Γιάννης Ντουσάκης και μιλάει ήρεμα, «όπως εκείνος που ‘χει κάνει το καθήκον του»: «Είναι πολιτική επιλογή να σημαδεύεις παιδί με κρότου – λάμψης από το ένα μέτρο και να τη ρίχνεις στο κεφάλι. Είναι απόπειρα ανθρωποκτονίας». Απλά πράγματα: μια απόπειρα ανθρωποκτονίας από πολιτική επιλογή.
Απλά πράγματα. Από τη μια, το κράτος και η κυβέρνηση να βγάζουν από το «Φαρέτριον», με την ευκολία που ο θαυματοποιός βγάζει κουνέλια από το καπέλο του, τη φονική βία, μετατρέποντας την Ελλάδα σε χώρα «που παιδεύει τα δροσερά ελληνόπουλα και ανεμίζει τους αμέτρητους γραικύλους» (Ν. Καρούζος). Από την άλλη, ένα παιδί που μιλάει τη γλώσσα του μέλλοντός του.
Όσο απλή, λοιπόν, είναι η βία των σβησμένων προσώπων, η γραμματική των παιδιών πάντοτε είναι απλούστερη.
Κώστας Καναβούρης