Macro

Κώστας Καναβούρης: Δέσαμε την καρδιά μας

Αλλοτε με τα μάτια της χαράς μου, άλλοτε με τα μάτια της λύπης μου, είτε βρίσκομαι εκεί είτε όχι, πάντως ακόμα και ύστερα από τόσα χρόνια οδοιπορίας μπορώ να βλέπω -όποτε χρειαστεί ή όποτε υπάρχει ευκαιρία- σε όλο το εύρος της οθόνης τη θάλασσα των παιδικών μου χρόνων. Την ομορφότερη θάλασσα που αντίκρισαν ποτέ τα μάτια μου και της οποίας το κάλεσμα και το λυγρό της φως καμιά θάλασσα, ουδέποτε, θα μπορέσει να φτάσει.
 
Αυτή, σκέφτομαι, όταν η απελπισία με αρπάζει από τα μαλλιά ή όταν με προστατεύει – φοβερή προστασία. Είναι η αληθινή μου πατρίδα: η θάλασσα. Μόλις 100-150 μέτρα (ή μήπως αιώνες) από το σπίτι που γεννήθηκα. Δεν έχουν σημασία ο τόπος, οι ημεροδείκτες, οι ημερομηνίες. Σημασία έχει η θάλασσα. Άχρονη όπως ο χρόνος, ατελεύτητη όπως το τέλος των πάντων. Ένα κύμα και μια ακρογιαλιά όπου τα πάντα εκτοξεύονται εξίσου από μέσα προς τα έξω και απέξω προς τα μέσα: αυτό το χάος που διευρύνει το σύμπαν και σε εθίζει στο αχανές. Σε μια σταγόνα αρμύρας κι άλλοτε σ’ ένα άστρο. Α, ναι. Αυτή η θάλασσα που με γέννησε και μπορώ ακόμα να βλέπω.
 
Δεν τη νοσταλγώ. Δεν τη θυμάμαι. Τη βλέπω. Ακόμα συνεννοούμαστε. Και ας άλλαξαν όλα. Δεν υπάρχει εκείνο το αγαθό πλήθος των αθώων που περνούσαν κάθε πρωί του καλοκαιριού από τις πάνω γειτονιές μπροστά από το σπίτι πηγαίνοντας «για μπάνιο». Κι ύστερα το μεσημέρι γυρίζοντας. Εκείνο το πλήθος της φωνής: το πρωί φωνάζοντας, το απομεσήμερο με μια πληρότητα χρόνου, τόπου και εαυτού εν αλλήλοις που ουδέποτε ξανασυνάντησα.
 
Δεν υπάρχει, επίσης, εκείνο το παιδί που άφηνε και το παιχνίδι και το σχολικό διάβασμα για να καθίσει χειμώνα με «καιρό» (με φουρτούνα, δηλαδή) στην ακρογιαλιά. Αργότερα θα σε μαλώσουν. Πολλές φορές αργότερα θα σε μαλώσουν που άφησες τις υποχρεώσεις σου στη μέση για χάρη μιας μοναξιάς των κυμάτων. Το πλήρωσες. Και πάντα επιστρέφεις στη χειμωνιάτικη θάλασσα 100-150 μέτρα από το σπίτι που γεννήθηκες.
 
Χωρίς νοσταλγία. Ούτε επειδή δεν γίνεται αλλιώς. Αλλά επειδή, όπως έλεγε και η Λωξάντρα, «αυτό έτσι είναι». Και γιατί σε φέρνει το ίδιο κύμα που σε πήρε μακριά, σ’ αλλονών ακρογιαλιά, σ’ αλλονών θάλασσες, σ’ αλλονών ανεπαίσθητους θανάτους που ο ένας κοντά στον άλλο γίνονται ο μέγας θάνατος που πλακώνει τη ζωή μας και συμπιέζει τη θάλασσα των παιδικών μας χρόνων. Περί αυτού πρόκειται: Δεν έχει θάλασσα να κολυμπήσεις πια. Οι «πάνω γειτονιές» δεν θα κατέβουν. Η θάλασσα είναι μια συμπαγής πεδιάδα πτωμάτων. Το άλας της γης σκεπάζει τα μάτια των πνιγμένων παιδιών. Δεν είσαι πια παιδί. Τα κύματα των παιδικών σου χειμώνων είναι φτιαγμένα μονάχα με αλάτι. Δεν είναι θάλασσα αυτή. Είναι ένα ορυχείο κάποιας θάλασσας που πέτρωσε 100-150 μέτρα από το σπίτι που γεννήθηκες. Ο κόσμος άλλαξε.
 
Ενας ολόκληρος στρατός αόρατων τοποθετεί ταμπέλες: «Απαγορεύεται η αλληλεγγύη», «Απαγορεύεται η ανθρωπιά», «Μην πλησιάζετε», «Αφήστε τους να πεθάνουν», «Ζώνη ευρωπαϊκού τρόπου ζωής».
 
Είναι, λοιπόν, χειμώνας. Το παιδί φεύγει από τη θάλασσα των παιδικών του χρόνων, αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Το πρωί, μετά από χρόνια, θα βρουν τις αναμνήσεις του κυνηγημένες. Και γύρω μια εκατόμβη από καλοκαίρια. Μια εκατόμβη από χειμώνες, μια εκατόμβη από θάλασσες. Μια εκατόμβη του χρόνου.
 
Θα πρέπει να είναι πολύ υπερήφανοι γι’ αυτή την εκατόμβη οι επίτροποι εκατόμβης του Δικαίου της Θάλασσας και των διεθνών οργανισμών. Οι γαλήνιοι και ατάραχοι επίτροποι που δεν ξέρω από ποιον βυθό, ποιοι αλιείς μαργαριταριών της πραγματικότητας τους έφεραν στην επιφάνεια ως μέλη ενός τερατώδους παγκόσμιου εκτελεστικού αποσπάσματος. Και εκείνοι το αποδέχτηκαν. Σιωπηλοί και ευθύβολοι. Υψηλόβαθμοι και ακριβοπληρωμένοι υπάλληλοι μιας λογιστικής του θανάτου στην ακρογιαλιά των παιδικών μου χρόνων.
 
Κι εγώ ανάμεσα στα κορμιά των πνιγμένων παιδιών, διακρίνω και το δικό μου κορμί που πνίγηκε μέσα στη θάλασσα μιας πνιγμένης πραγματικότητας.
 
Τελικά, είναι μεγάλος κόμπος αυτό το «δέσαμε την καρδιά μας και μεγαλώσαμε» του Γιώργου Σεφέρη.

Κώστας Καναβούρης