«Κάποτε θα ‘ρθει η στιγμή, που όλα θα πάρουν ένα νόημα βαθύ»
Διάφανα Κρίνα, Κι η αγάπη πάλι θα καλεί
Αν υπάρχει ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει τον κομματικό ανταγωνισμό στην Ελλάδα μετά τις ευρωεκλογές του 2024, είναι η ρευστότητα. Ρευστότητα τόσο σε σχέση με τις ευθυγραμμίσεις και επανευθυγραμμίσεις των ψηφοφόρων όσο και σε ό,τι αφορά το εύρος και τη διάρκεια της αποχής, η οποία τείνει να λαμβάνει το χαρακτήρα πολιτικής αποστράτευσης. Όλες αυτές οι τάσεις εδράζονται σε ένα εδραιωμένο πια έλλειμμα πολιτικής εμπιστοσύνης. Τα πολιτικά κόμματα αδυνατούν να συντηρήσουν πλατιές και συμπαγείς κομματικές βάσεις και αρκούνται σε πυρήνες κοινωνικής επιρροής, τους οποίους επιχειρούν να διευρύνουν με διάφορες στρατηγικές – συνήθως κεντρομόλου λογικής. Και αρκετοί πολίτες ολοένα και λιγότερο στρέφονται σε σταθερές κομματικές επιλογές, κυρίως γιατί θεωρούν ότι δεν υπάρχουν πραγματικές πολιτικές εναλλακτικές στο κομματικό σύστημα ή ότι εντέλει η ψήφος τους και η συμμετοχή τους είναι ανώφελες πράξεις, δεν επιδρούν στην πολιτική σκηνή επηρεάζοντας τις επιλογές των κομμάτων. Οι κομματικές ελίτ αυτού του ρευστού και κατακερματισμένου τοπίου περιχαρακώνονται στα όρια του κομματικού βιότοπού τους, πείθοντας τους εαυτούς τους ότι οι εσωτερικές τους διαμάχες αποτελούν κάτι που ενδιαφέρει ή παράγει νόημα για την κοινωνία. Η διαιώνιση του χάσματος ανάμεσα στην κοινωνία και τα κόμματα σχηματοποιεί μια κρίση εκπροσώπησης, η οποία αναμφίβολα έχει την αφετηρία της στην τρομακτική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας και πλέον αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης πολιτικής στη χώρα μας.
Η απουσία αριστερής αντιπολίτευσης, με την έννοια της ύπαρξης ενός πόλου από τα αριστερά που θα μπορεί να εμφανίζεται σαν κυβερνητική εναλλακτική προς τον συντηρητικό πόλο, προφανώς λειτουργεί επιβαρυντικά για την κρίση εκπροσώπησης. Κάθε κοινωνική διαμαρτυρία ή αντίσταση που αμφισβητεί τη συντηρητική κυριαρχία δυσκολεύεται σε αυτή τη φάση να βρει πολιτική εκπροσώπηση και άρα διέξοδο. Κάθε εκδοχή της ευρύτερης Αριστεράς, είτε μιλάμε για τις πιο μετριοπαθείς είτε για τις πιο ριζοσπαστικές, κινείται σε μια λογική διατήρησης ενός διακριτού αλλά ελάσσονος κοινωνικοπολιτικού χώρου, ο οποίος είναι κρίσιμος για την πολιτική επιβίωσή της. Το επίδικο της εμπιστοσύνης είναι καθοριστικό, καθώς η πρόσφατη κυβερνητική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ επανέφερε στο επίκεντρο της συζήτησης τα ζητήματα της πολιτικής συνέπειας, αλλά και της δυνατότητας να ασκηθεί αριστερή πολιτική στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Στο πλαίσιο αυτό το επίδικο της ανασύνθεσης του ευρύτερου και κατακερματισμένου (κεντρο)αριστερού χώρου έχει προκύψει σαν μια κατεύθυνση που, υπό κάποιες προϋποθέσεις, πρέπει να ακολουθήσουν τα κόμματα του χώρου. Είναι εφικτή μια τέτοιου είδους ανασύνθεση; Και υπό ποιους όρους θα μπορούσε να είναι εφικτή αυτού του είδους η ανασύνθεση;
Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ως «υπεύθυνη» αντιπολίτευση
Καταρχάς είναι αναγκαία μια επισκόπηση της κατάστασης που επικρατεί στα επιμέρους κόμματα του ευρύτερου χώρου. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ έχει επιτύχει μέσα σε λίγους μήνες να υπερβεί μια για πολύ καιρό σοβούσα εσωκομματική κρίση επιβεβαιώνοντας την κυριαρχία Ανδρουλάκη και να επανέλθει, διαμέσου της ρευστοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Βέβαια το τελευταίο είναι προϊόν της κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ μάλλον, παρά κάποιας εκλογικής επικύρωσης. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επιχειρεί να καλλιεργήσει την εικόνα μιας «υπεύθυνης» αντιπολίτευσης, που βασίζεται στη δοκιμασμένη λογική του «διμέτωπου αγώνα», στη διαλεκτική ανάμεσα σε αντιδεξιά ξεσπάσματα και συναινετικές επιλογές και στην ανάγκη αποφυγής του αυτοπροσδιορισμού του στον αριστερό χώρο, με το «κέντρο» να θεωρείται η πιο επιθυμητή κατηγορία για την ταυτότητα του κόμματος. Προφανώς για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στρατηγικά η συγκυρία δεν επιβάλλει κάποια διάθεση σύγκλισης με άλλα όμορα κόμματα, ιδίως όταν η ηγετική πρόταση που πρόκρινε τη σύμπλευση με τις δυνάμεις της Αριστεράς ηττήθηκε στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές. Το κόμμα κινείται στη βάση ενός επιχειρήματος «δημιουργικής αναμονής»: να παραμείνει δηλαδή ο μόνος σχετικά σταθερός πόλος στον ευρύτερο χώρο ο οποίος θα κερδίζει βαθμιαία δημοσκοπικούς πόντους και θα διεκδικεί την, έστω χαλαρή, ψήφο απογοητευμένων (κεντρο)αριστερών, οι οποίοι θα στηρίξουν το κόμμα που μπορεί οριακά να εμφανιστεί ως ο πιο ορατός αντίπαλος για τη ΝΔ, ακόμα κι αν δεν πείθονται από το πρόγραμμά του ή από τις κυβερνητικές του προοπτικές. Βέβαια, το έλλειμμα αξιοπιστίας εξακολουθεί να είναι παρόν και στο ΠΑΣΟΚ. Όσο αραιώνει η αχλή του ηρωοποιημένου ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980, επανέρχονται στη συλλογική μνήμη οι ιλαρές εικόνες της εκσυγχρονιστικής ευωχίας της δεκαετίας του 1990 και των αρχών του 21ου αιώνα και οι τραυματικές μνήμες της μνημονιακής δυστοπίας από το 2010 και μετά. Και προς το παρόν το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αναφέρεται περισσότερο σε «ιστορική δικαίωση» παρά σε υπέρβαση της προσλαμβανόμενης από τους πολίτες ως αρνητικής παρακαταθήκης του.
Η ρευστοποίηση της συριζαϊκής Αριστεράς
Ο παλαιός ΣΥΡΙΖΑ πλέον αποτελεί τη μήτρα έξι κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Πλεύση Ελευθερίας, Νέα Αριστερά, ΜΕΡΑ25, Λαϊκή Ενότητα – Ανυπότακτη Αριστερά, Κίνημα Δημοκρατίας), τα οποία όλα μαζί επηρεάζουν ένα βασανιστικά μειούμενο υποσύνολο των ψηφοφόρων του χώρου στις βουλευτικές εκλογών του 2023. Η ρευστοποίηση του χώρου της συριζαϊκής Αριστεράς, αναμφίβολα αποτέλεσμα της οιονεί αυτοδιάλυσης του κόμματος από το καλοκαίρι του 2023, αποτελεί ενδεχομένως το κύριο γεγονός που καθορίζει τη σημερινή συνθήκη του κατακερματισμού. Ο κοινωνικός χώρος που στήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ για περίπου 11 χρόνια εξακολουθεί να υπάρχει ως οντότητα, δεν έχει δηλαδή, από τα δεδομένα που έχουμε μέχρις στιγμής, παλιννοστήσει στο ΠΑΣΟΚ, ωστόσο δεν εκφράζεται με έναν ενιαίο τρόπο στο πολιτικό επίπεδο, κυρίως λόγω επιλογών των βασικών δρώντων της εσωκομματικής κρίσης. Δεν πρόκειται για μια διάλυση που απορρέει από κοινωνικούς ανταγωνισμούς ή αντιμαχόμενα κοινωνικά συμφέροντα, όπως συνέβαινε στις κρίσεις και τις ρήξεις της κλασικής Σοσιαλδημοκρατίας, αλλά από έναν διαγκωνισμό ομάδων στελεχών από τα πάνω, στον οποίο η ιδεολογική αντίθεση λειτουργεί ενίοτε ως πρόσχημα προσωπικών αντιπαραθέσεων.
Πρόκειται για μια πρωτοφανή στα κομματικά χρονικά της χώρας κατάσταση, η οποία δεν θα πρέπει να αποδίδεται αποκλειστικά σε κάποια (υπαρκτή βέβαια) κρίση της διεθνούς Αριστεράς, αλλά κυρίως στην αδυναμία της συριζαϊκής ηγεσίας και του συριζαϊκού πολιτικού προσωπικού να διαμορφώσει τους κανόνες μιας στοιχειώδους συλλογικής λειτουργίας και κοινωνικής γείωσης του κόμματος, μια διαδικασία που σίγουρα μετέτρεψε τον από πολλές πλευρές ονομαζόμενο «επώδυνο συμβιβασμό» του καλοκαιριού του 2015 σε πολιτική ήττα ιστορικών διαστάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, τα θραύσματα του παλαιού ΣΥΡΙΖΑ –ειδικά όσα προέκυψαν από το 2023– εξακολουθούν να φέρουν ένα αδυσώπητο έλλειμμα εμπιστοσύνης, το οποίο, όσο διατηρείται ο κατακερματισμός, διευρύνεται και αποτελεί ένα «σισύφειο άγος», από το οποίο δύσκολα κάποια πρωτοβουλία μπορεί να απαλλαγεί. Η δε επανάκαμψη του τρωθέντος αρχηγισμού ως υπέρβαση του κόμματος μέσω ενός «υπερκομματικού» ινστιτούτου θυμίζει περισσότερο μια οργανωμένη προσπάθεια να αποσειστούν ευθύνες και να επιβληθεί μια ανιστορικότητα στο πώς θα πρέπει να κατανοείται η αριστερή πολιτική – με τον εν λόγω επιθετικό προσδιορισμό να παρουσιάζεται πλέον στη δημόσια συζήτηση ως μια υπό διαπραγμάτευση έννοια. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν παρέδωσε απλώς την αξιωματική αντιπολίτευση στο ΠΑΣΟΚ· ανέτρεψε από το 2023 (και το 2015 βέβαια) εκ θεμελίων μια σχέση εκπροσώπησης που δομήθηκε με πολύ κόπο για πολλά χρόνια, μέσα από κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες και προσωπική αυτοθυσία χιλιάδων αριστερών ανθρώπων. Δεν πρόκειται επομένως για μια κρίση των ιδεών της Αριστεράς. Πρόκειται καταρχήν για μια δομική κρίση των πολιτικών υποκειμένων της Αριστεράς στη χώρα μας, για την οποία στην καλύτερη των περιπτώσεων ενεργοποιείται μια επιλεκτική μνήμη επιτευγμάτων και στη χειρότερη μια συνειδητή παράκαμψη των όποιων προβλημάτων προς όφελος μιας αυτοαναφορικής δικαίωσης προσώπων και ομάδων, που δεν αφορά στην κυριολεξία κανέναν και καμία στην ελληνική κοινωνία.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ επιχειρεί έναν μετριοπαθή «εξανθρωπισμό» της πολιτικής εικόνας του με την εκλογή Φάμελλου, με την προφανή υποσημείωση τού πώς μια κομματική ελίτ ενός κάποιου πολιτικοϊστορικού βάθους ανέχθηκε, στο όνομα ενός βραχυπρόθεσμου εσωκομματικού συσχετισμού δυνάμεων, να βρεθεί υπό την ηγεσία ενός άγνωστου προσώπου, όπως ο Στ. Κασσελάκης. Και φυσικά να πείσει ότι ο τωρινός συσχετισμός δεν είναι μεταβατικός, υπό την αίρεση της επιστροφής του «παράκλητου» αρχηγού. Εξακολουθεί ωστόσο να συσπειρώνει συγκριτικά τους περισσότερους ψηφοφόρους. Η Νέα Αριστερά πασχίζει να αναπαραχθεί εκλογικά ως ένα κόμμα (πρώην κυβερνητικών) στελεχών μιας αδιαφοροποίητης κοινωνικής βάσης, για το οποίο το μόνο συγκριτικό πλεονέκτημα που προβάλλεται είναι η «ποιότητα» της κοινοβουλευτικής του ομάδας, παρά η αριστεροφροσύνη του. Το ΜΕΡΑ25 και η Πλεύση Ελευθερίας, παρά τις ιδεολογικές τους διαφορές, είναι δύο προσωποπαγή κόμματα, που φαίνεται προς το παρόν να αδυνατούν να θεσμοποιηθούν πέραν της ακάθεκτης επιρροής των ιδρυτικών προσωπικοτήτων τους. Το ίδιο ίσως ισχύσει και για το Κίνημα Δημοκρατίας, το οποίο πιθανότατα θα είναι μια απενοχοποιημένη έκφραση όλων εκείνων των στοιχείων της ηγεσίας Κασσελάκη στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ που κινούνταν σαφώς εκτός της παράδοσης της Αριστεράς. Και τα τελευταία τρία κόμματα, με διαφορετικό τρόπο το καθένα, θα συνεχίσουν να αντλούν υποστήριξη στη βάση μιας καλώς ή κακώς εννοούμενης «συνέπειας», η οποία ως πρόταγμα στον ενδοαριστερό ανταγωνισμό ευνοεί σε τελική ανάλυση το ΚΚΕ το οποίο εξαρχής κινούνταν εκτός του χώρου που εξέφραζε ο παλαιός ΣΥΡΙΖΑ.
Ανάμεσα σε όλα αυτά τα θραύσματα δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι μπορεί να προκύψουν προς το παρόν συμπλεύσεις, κυρίως γιατί το στοιχείο που επικρατεί στις σχέσεις τους είναι αυτό της αμοιβαίας καχυποψίας αλλά και της αυτοσυντήρησης. Από μια δύσκολη και αβέβαιη μελλοντική επανένωση άσπονδων φίλων που μπορεί να μην έχει θετικά αποτελέσματα ίσως να προκρίνεται ως προτιμότερη ή πιο ρεαλιστική η οριακή επιβίωση λίγο πάνω από το εκλογικό κατώφλι. Στη συνάφεια αυτή, οι σποραδικές (και μάλλον απελπισμένες) εκφράσεις φιλίας προς το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ από πολλές πλευρές αποκαλύπτουν περισσότερα για τα ενδοσυριζαϊκά χάσματα, παρά για κάποια πραγματική δυνατότητα σύγκλισης με μια sui generis ελληνική Σοσιαλδημοκρατία, που θα εξακολουθεί να τρέφεται, όπως φαίνεται, από το ασταθές και δεξιόστροφο «κέντρο» του πολιτικοϊδεολογικού συνεχούς.
Η κρίση εμπιστοσύνης
Βέβαια, η κοινωνία δεν διατίθεται να περιμένει επί μακρόν το πολιτικό προσωπικό του χώρου να αποκαλύψει τα πολυσχιδή σχέδιά του. Η κρίση εμπιστοσύνης, εδραίο χαρακτηριστικό των κοινωνιών του μεταδημοκρατικού καπιταλισμού, αναδιατάσσει διαρκώς το πολιτικό μέινστριμ, πριμοδοτώντας πλέον εκδοχές ενός εκ δεξιών αντισυστημισμού που κινούνται σε μια εμφανώς αντιδημοκρατική λογική. Το επείγον καθήκον της ανασύνθεσης δεν σημαίνει βεβαίως ότι ο χώρος αντέχει βιαστικές και ανοργάνωτες συγκολλήσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε νέες διασπάσεις. Θα πρέπει ίσως να κατανοηθεί ότι ο κατακερματισμός θα είναι μια συνθήκη που θα κρατήσει καιρό, εωσότου διαμορφωθεί ένας κοινός τόπος που δεν θα αναφέρεται σε μια ασαφή «προοδευτική» ή «δημοκρατική» παράταξη, αλλά σε ένα αριστερό πρόγραμμα το οποίο θα αποτελεί πραγματική εναλλακτική και διέξοδο στη συντηρητική κυριαρχία. Και για να γίνει αυτό, χρειάζεται να χτιστούν σταδιακά δύο διαδικασίες: πρώτον, να αποκατασταθεί σταδιακά μέρος της χαμένης εμπιστοσύνης προς τη συριζαϊκή Αριστερά και, δεύτερον, να διαμορφωθούν δεσμοί με το κοινωνικό υποκείμενο που θα αποτελέσει τη νέα αριστερή κοινωνική συμμαχία της σημερινής περιόδου.
Η πρώτη διαδικασία είναι κρίσιμη, διότι πλέον δεν έχει τόσο σημασία τι λέει κάποιος, ποιο είναι το περιεχόμενο της πολιτικής του πρότασης, αλλά το ποιος είναι αυτός που το λέει και εάν μπορεί να πείσει την κοινωνία ότι αυτό αποτελεί πεποίθησή του και όχι κάτι που πρέπει να εκφωνήσει, ασχέτως του εάν το πιστεύει πραγματικά. Αυτή είναι η ουσιαστική επίδραση της κυβερνητικής περιόδου στο πως η κοινή γνώμη προσλαμβάνει τις εκδοχές της συριζαϊκής Αριστεράς και αντιδρά στις εγκλήσεις τους. Πιθανότατα το έλλειμμα εμπιστοσύνης να υποτιμάται ακόμα από τις ηγεσίες των κομμάτων –ίσως και από τους εναπομείναντες διανοουμένους του χώρου–, αποτελεί όμως την αναγκαία συνθήκη για την επανασύνδεση της συριζαϊκής Αριστεράς με την κοινωνία. Η εμπιστοσύνη μπορεί να αρχίσει να αποκαθίσταται με αυτοκριτική, ειδικά της κυβερνητικής περιόδου, με μια πολιτική της αλήθειας, που θα εξηγεί στους πολίτες τι κάνει η Αριστερά και κυρίως γιατί το κάνει, και με μια γενναία ανανέωση προσώπων (όχι κατ’ ανάγκην ηλικιακή), ώστε να φανεί και η βούληση για μια πολιτική επανεκκίνηση του χώρου. Η δεύτερη διαδικασία αφορά το διαχρονικό ερώτημα των κοινωνικών υποκειμένων που στηρίζουν τα αριστερά πολιτικά εγχειρήματα, το οποίο φαίνεται πως είχε απαντηθεί με στρεβλό τρόπο από τον ΣΥΡΙΖΑ πριν από το 2023 με την αβαθή ρητορική του περί «μεσαίας τάξης». Το «ηθικό πλεονέκτημα» δεν ήταν ποτέ η απουσία κυβερνητικής εμπλοκής, αλλά η εκπροσώπηση των συμφερόντων των λαϊκών τάξεων. Ποιους και ποιες εκφράζει η Αριστερά, ποιους και ποιες δεν θέλει να χαρίσει στην Ακροδεξιά, πώς τους/τις επανασυνδέει με την πολιτική της δράση, πώς τους/τις επαναπολιτικοποιεί σε ένα πλαίσιο ενεργού πολιτικής συμμετοχής, πώς ενισχύει έμπρακτα διαδικασίες πολιτικής λογοδοσίας με εσωκομματικά αντίβαρα, πώς τελειώνει με την αριστερή «σωτηριολογική» πολιτική, πώς ενεργοποιεί πολιτικά τις υπάρχουσες διαιρετικές τομές;
Βάση της ανασύνθεσης
Όλα αυτά δεν μπορούν να λυθούν από ένα κόμμα και χρειάζεται να αποτελούν βάση της όποιας ανασύνθεσης. Μόνο έτσι μπορούν να έρθουν κοντά δυνάμεις που αποτελούν αυτή τη στιγμή αντίπαλα στρατόπεδα. Και βέβαια, πρέπει να υπάρξουν κάποιες πρωτοβουλίες διαλόγου, συλλογικότητες που θα αποτελούν τα προκεχωρημένα φυλάκια της συνεννόησης, κυρίως για να συντηρούν την ιδέα της ενότητας της Αριστεράς, η οποία συνεχίζει να είναι επίκαιρη. Η ενότητα αυτή πρέπει βέβαια να ξεφύγει από μια συνθηματολογική ρητορική και να νοηματοδοτηθεί εκ νέου ως μια προσπάθεια επιστροφής της Αριστεράς στην κοινωνία. Και σίγουρα δεν έχουν νόημα νέες «πεφωτισμένες» πρωτοπορίες, κυρίως γιατί τέτοιες προς το παρόν δεν υπάρχουν ή στερούνται της αναγκαίας νομιμοποίησης από κάποια ορατή κοινωνική βάση. Δεν υπάρχει εύκολος δρόμος εξόδου από την κρίση, ούτε γρήγορος, που να προσφέρει άμεσες απαντήσεις. Αλλά υπάρχει κάποιος δρόμος διεξόδου.
Κώστας Ελευθερίου